Σε δύο παράλληλα σύμπαντα έμοιαζαν για άλλη μία φορά να ζουν οι Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Γιάνης Βαρουφάκης αντίστοιχα, οι οποίοι μίλησαν στο αμερικανικό Ινστιτούτο Brookings στην Ουάσιγκτον. Αυτή είναι η εντύπωση που αποκόμισαν όσοι παρευρέθησαν στο ακροατήριό της και παρακολούθησαν τους δύο πρωταγωνιστές του ελληνικού αδιεξόδου να εκθέτουν τις απόψεις τους, οι οποίες μάλιστα ξέφυγαν κάποιες φορές από τα ειωθότα και επεκτάθηκαν σε μια πιο… φιλοσοφημένη, θα έλεγε κανείς, θεώρηση των πραγμάτων.
Ο γερμανός υπουργός απευθύνθηκε πρώτος στο ακροατήριο του ονομαστού think tank κάνοντας μια μακρά ανάλυση της κρατούσης στο Βερολίνο (αλλά όχι και στην Ουάσιγκτον, όπου μιλούσε) άποψης σε ό,τι αφορά τα εθνικά χρέη, που στηρίζεται στην παραδοχή ότι η προσδοκώμενη από τις κυβερνήσεις οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να βασίζεται στη διόγκωση του χρέους.
«Η Ευρώπη δεν βρίσκεται στη μέγγενη της λιτότητας» δήλωσε για να προκαταλάβει, θα έλεγε κανείς, ανάλογο ισχυρισμό του Γιάνη Βαρουφάκη. «Αλλά προσπαθεί να θέσει υπό έλεγχο το χρέος και θέτει τρεις προτεραιότητες γι’ αυτό: ότι οι κυβερνητικές δαπάνες δεν πρέπει να ξεπερνούν το ΑΕΠ, ότι πρέπει να γίνονται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και ότι πρέπει να τονώνονται οι επενδύσεις» συνέχισε ο γερμανός υπουργός.
Ο Σόιμπλε τάχθηκε κατά του «κουρέματος» των χρεών και, αναφερόμενος εμμέσως στην Ελλάδα, είπε ότι «δεν θα βοηθήσουμε μια χώρα αν αυτή αρνείται να βοηθήσει τον εαυτό της». Μίλησε για τον ηθικό κίνδυνο που υπάρχει η περίφημη «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» να λειτουργήσει ως αντικίνητρο για μια χώρα σε ό,τι αφορά να αναλάβει τις ευθύνες της.
«Η αλληλεγγύη είναι καθήκον μας, αλλά δεν αποτελεί μονόδρομο» είπε σε μιαν αποστροφή του λόγου του ο Σόιμπλε.
Ο Σόιμπλε επανέλαβε ότι το πρόβλημα της Ελλάδας είναι η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και αναρωτήθηκε γιατί ακόμη η Ελλάδα έχει κατώτατο μισθό υψηλότερο από άλλες χώρες της ευρωζώνης και γιατί το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων της είναι ακόμη το υψηλότερο. Είπε ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε επιτύχει πρόοδο και ως ένδειξη «ευελιξίας» είπε ότι ουδέποτε οι πιστωτές απαίτησαν από την Αθήνα να πράξει το 100% όσων της ζητούν. Ερωτηθείς για το Grexit είπε πως δεν νομίζει ότι η ευρωζώνη είναι αρκετά ισχυρή για να αναλάβει το κόστος και προσέθεσε ότι «μόνο οι Ελληνες μπορούν να πάρουν τέτοια απόφαση» και, τέλος, με σκωπτική διάθεση είπε ότι «αν η Ελλάδα μπορεί να βρει 200 δισ. ευρώ στο Πεκίνο, στη Μόσχα ή στην Ουάσιγκτον, είναι καλοδεχούμενα, να τα πάρει»!
Ο Γιάνης Βαρουφάκης μιλώντας λίγο αργότερα διεκτραγώδησε την «ελληνική Μεγάλη Υφεση» κατά τα «επτά χρόνια ενός μακρού καταθλιπτικού χειμώνα». Είπε ότι η χώρα βρέθηκε σε ένα «εργαστήριο ερευνών» στο οποίο δοκιμάστηκαν «κακώς σχεδιασμένες στρατηγικές» και επανέλαβε τις θέσεις της Αθήνας για εξαρχής διαπραγματεύσεις και όχι συνέχισή τους από το σημείο που τις είχε αφήσει η προηγούμενη κυβέρνηση, τις πολιτικές της οποίας, όπως είπε, ο ιστορικός του μέλλοντος θα χαρακτηρίσει «θλιβερές». Είπε ωστόσο ότι η Ελλάδα τα χρόνια αυτά αναδείχθηκε «πρωταθλήτρια της δημοσιονομικής προσαρμογής», με την οικονομία της να έχει συρρικνωθεί κατά 11%.
«Θα δεχόμουν με ενθουσιασμό κάθε μέτρο που θα είχε νόημα» είπε και προσέθεσε: «Θα συμβιβαστούμε, θα συμβιβαστούμε, θα συμβιβαστούμε, αλλά δεν θα γίνουμε συμβιβασμένοι».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



