Ο Πρόδρομος Νικηφορίδης (δεξιά) και ο συνεργάτης του Μπερνάρ Κουόμο στον εξώστη Αντλιοστασίου της Νέας Παραλίας. Φωτογραφία: Χ. ΜΠΡΟΥΣΑΛΗ

Η Θεσσαλονίκη υπήρξε πολύ τυχερή που η πιο γοητευτική πλευρά της έπεσε στα χέρια δύο αρχιτεκτόνων με καθαρό βλέμμα, αγάπη για τον τόπο τους και ορκισμένη αφοσίωση στο έργο τους. Ο Πρόδρομος Νικηφορίδης (καθώς και ο συνεργάτης του Μπέρναρντ Κουόμο) κουβαλούσε την απογοήτευση ανεκπλήρωτων μελετών, γι’ αυτό και δεν πολυχάρηκε όταν πριν από 15 χρόνια πήρε το Α’ βραβείο για τη Νέα Παραλία της Θεσσαλονίκης. Είχε κερδίσει και άλλους διαγωνισμούς ως τότε αλλά τίποτε δεν είχε προχωρήσει, όλα έμεναν στα χαρτιά. Αυτή τη φορά όμως επενέβη ένας δήμαρχος, ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, που τόλμησε να πει δημόσια σε κάποιους «δυστυχώς εσείς είσαστε παιδιά μας, αλλά αυτοί είναι καλύτεροι». Και η βραβευμένη πρόταση προχώρησε. Μάλιστα, οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες ανέλαβαν συμβουλευτικό ρόλο στην επίβλεψη του έργου και εκεί ήταν η μεγάλη τύχη διότι έγιναν οι φρουροί του καθώς έλεγχαν την κατασκευαστική εταιρεία σαν να έχτιζαν δικό τους σπίτι. Η Νέα Παραλία υπήρξε υποψήφια, αλλά και ανάμεσα στους 40 φιναλίστ για Mies Van de Rohe 2015, ένα από τα σημαντικότερα βραβεία αρχιτεκτονικής παγκοσμίως.

Ο Πρόδρομος Νικηφορίδης έχει ταυτιστεί τόσο πολύ με το έργο του που με την ολοκλήρωσή του και με δική του πρωτοβουλία δημιουργήθηκε ο Σύλλογος Φίλων της Νέας Παραλίας για να στηρίζει το έργο πολλαπλά, να φροντίζει για τη συντήρησή του αλλά και για την εξέλιξή του στον χρόνο. Του αρέσει να δημιουργεί για τον τόπο όπου ζει. Κι ας μην είναι ο τόπος καταγωγής του: «Γεννήθηκα στο Ηράκλειο Κρήτης από γονείς Καππαδόκες, που βρέθηκαν εκεί με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μετακομίσαμε στη Θεσσαλονίκη στα δέκα μου χρόνια. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος κρεάτων και διατηρούσε και κρεοπωλείο. Ημουν ο μόνος στην οικογένεια που δεν ήξερα να σφάζω».

– Το αντιμετωπίζατε με φρίκη;
«Μεγάλωσα περπατώντας μέσα στα αίματα και το αντιμετώπιζα ως κάτι φυσιολογικό. Τώρα δεν μπορώ να το διανοηθώ, αλλά τότε ως παιδί το ζούσα ως καθημερινότητα. Θυμάμαι ότι είχα πάει έναν φίλο μου στα σφαγεία (ήταν και πρωτόγονα τότε) και, παρότι ήταν αυτό που λέμε μάγκας, όταν άρχισε να περπατάει σε μια λίμνη αίματος, κόντεψε να λιποθυμήσει. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι εκείνο το σφαγείο στη Θεσσαλονίκη μόλις αποκαταστάθηκε για πολιτιστική χρήση».

– Και πώς μέσα από όλα αυτά τα αίματα γεννήθηκε ο αρχιτέκτονας;
«Από παιδί μου άρεσε να χτίζω σπίτια. Εχτιζα σπιτάκια και έμπαινα μέσα με την παρέα μου στην αυλή μας στο Ηράκλειο. Πάντα αυτό είχα στο μυαλό μου και δεν υπήρξε κάτι που να μου δώσει μια επιθυμία για κάτι άλλο».

– Τα σπίτια που χτίζετε με τη φαντασία σας τα σκεφτόσασταν εσωτερικά ή εξωτερικά; Ρωτάω διότι στην εποχή μας έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο κέλυφος.
«Κατά την περίοδο των σπουδών μου στην Τουλούζη έδειξα ενδιαφέρον στον σχεδιασμό επίπλων, γι’ αυτό και παρακολούθησα μια σχολή βιομηχανικού σχεδιασμού. Εξάλλου το πρώτο βραβείο που πήρα ήταν για ένα τραπέζι σε μια furniture. Στο σπίτι πάντως που σχεδίασα για εμένα και στο οποίο ζω δεν έδωσα καμία σημασία στο κέλυφος. Μου ήταν τελείως αδιάφορο. Με ενδιέφερε μόνο το εσωτερικό και όχι αυτό που βλέπουν οι περαστικοί».

– Και πώς προέκυψε η γνώση στον αστικό σχεδιασμό;
«Στο μεταπτυχιακό μου είχα ασχοληθεί με τον μνημειακό άξονα της Θεσσαλονίκης. Και αυτό ήταν πολύ περιθωριακό εκείνη την εποχή. Οταν αναζήτησα βιβλιογραφία και έψαξα επαφές στο πανεπιστήμιο, διαπίστωσα ότι κανείς δεν είχε ασχοληθεί με την αρχιτεκτονική του δημόσιου χώρου ή των αρχαιολογικών χώρων».

– Γιατί επιλέξατε αυτό το θέμα;
«Εκείνη την εποχή Βίβλος μου ήταν ένα βιβλίο του Αλντο Ρόσι που αφορούσε την αρχιτεκτονική της πόλης. Μιλούσε για τη συνέχεια στις πόλεις, παρότι οι άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν. Παράλληλα είχα διαβάσει κάποια βιβλία για την πυρκαγιά και την ανοικοδόμηση στη Θεσσαλονίκη και είχα αντιληφθεί το κενό που υπήρχε στη γειτονιά μου».

– Πιστεύετε ότι αξιοποιούνται οι αρχαιολογικοί χώροι;
«Τα αρχαία ή βυζαντινά ερείπια τα έχουμε ενοχοποιήσει και δεν κάνουμε τίποτα για να τα εντάξουμε στην καθημερινότητά μας, με αποτέλεσμα να είναι θύλακοι αποκλεισμού, τμήματα της πόλης που παραμένουν ανενεργά. Πρέπει να ξανακερδίσουμε τα “ένοχα ερείπια”, κάτι που έχει συμβεί στην Αθήνα, όπου συχνά οι αρχαιολογικοί χώροι συνυπάρχουν με το πράσινο. Τα αρχαιολογικά πάρκα είναι μια πολύ ωραία ιδέα. Μπορούν να γίνουν μέρος της καθημερινότητας των πολιτών».

– Το όραμά σας ήταν να αποκτήσουν οι Θεσσαλονικείς μια βόλτα;
«Είχαν και έχουν την παλιά παραλία που ήταν δίπλα σε καταστήματα και αυτοκίνητα. Η νέα παραλία δεν είχε ούτε το ένα ούτε το άλλο, ήταν 260 στρέμματα επιφάνεια και 3,5 χιλιόμετρα μήκος που είχαν υποβαθμιστεί και ερημοποιηθεί. Το μέλημά μας ήταν να δώσουμε μια ανάσα στην πόλη και να δημιουργήσουμε μια περιοχή ευχάριστη για τον περιπατητή. Το θαλάσσιο περιβάλλον της Θεσσαλονίκης είναι ιδιαίτερα γενναιόδωρο και ήταν τύχη που δεν υπήρχαν κατασκευές, εμπόδια ανάμεσα στον περιπατητή και στη θάλασσα. Επίσης και το ότι περπατάς πολύ κοντά στο επίπεδο του νερού ήταν σημαντικό. Κάποιοι λένε “νιώθω σαν να περπατώ πάνω στη θάλασσα”. Στην εσωτερική πλευρά του περιπάτου (μια βόλτα που στη μία κατεύθυνση διαρκεί τρία τέταρτα της ώρας) δημιουργήσαμε μια αλέα με κουκουναριές προκειμένου να έχουν οι περιπατητές τις δύσκολες ώρες του καλοκαιριού μια σκιά. Προσπαθήσαμε να αναδείξουμε τον ορίζοντα διότι οι πόλεις είναι τόσο συμπαγείς που μας πιέζουν. Βρισκόμαστε σε ένα περιβάλλον όπου μπορεί κανείς να ανασάνει. Εχεις μπροστά σου τη θάλασσα που εναλλάσσεται συνεχώς».

– Είναι μελαγχολική αυτή η βόλτα;
«Συχνά είναι μελαγχολική αλλά πάντα είναι ευχάριστη. Μπορεί να είμαστε ευτυχισμένοι μέσα στη μελαγχολία. Κάποιες τέτοιες μέρες που βρέχει το περιβάλλον είναι θαμπό, είναι λίγο μελαγχολικά, αλλά όταν βγει ο ήλιος ή όταν ανάψουν τα φώτα παίρνει άλλη τροπή».

– Παρατήρησα πως, ενώ υπάρχει πολύς κόσμος στο πλακόστρωτο, δεν συναντάς αντίστοιχο κόσμο στους κήπους που διατρέχουν τη διαδρομή.
«Δεν έχετε άδικο. Κάποιοι κήποι έχουν κόσμο, κάποιοι λιγότερο. Κάποιοι έχουν ακόμη ελλείψεις, κάποιοι άλλοι, όπως, π.χ., ο “Κήπος της μνήμης”, δεν έχουν αγαπηθεί, παρότι είχαμε επενδύσει σε αυτούς».

– Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στη Νέα Παραλία;
«Κερδίσαμε έναν διαγωνισμό, ολοκληρώσαμε έναν σχεδιασμό, αλλά το να ολοκληρωθεί σωστά ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση. Το σύνηθες είναι ότι ένας υπάλληλος κάποιας υπηρεσίας παίρνει τα σχέδια που έκανες εσύ για πέντε χρόνια και τα υλοποιεί. Και δεν μπορεί να αντιληφθεί τον λόγο κάποιων επιλογών. Δεν είναι απλό να αποφασίσεις σε τι υλικό θα περπατάς, πώς θα είναι το φως. Υπάρχουν βέβαια και οι βρώμικες περιπτώσεις, αλλά τις περισσότερες φορές είναι αδυναμία. Θέλαμε να προστατεύσουμε το έργο και τον εαυτό μας. Αλλά να υπερασπιστούμε και τα συμφέροντα του Δημοσίου. Ισως είναι δύσκολο να κατανοήσεις πώς μπορεί να δοθεί κανείς σε κάτι».

– Πoιο ποσοστό του οράματός σας έχει επιτευχθεί;
«Μπορεί 80% ή 90%. Αλλά για μένα το θέμα είναι η βιωσιμότητα. Οταν έχω επιλέξει βίδες ανοξείδωτες και ο εργολάβος βάζει μαύρες βίδες, για εμένα δεν έχει αισθητικό αντίκτυπο, έχει όμως για τη βιωσιμότητα του έργου, οπότε είναι πολύ σημαντικό. Οταν ένας κοιλοδοκός που δεν φαίνεται καν προβλέπεται να είναι 3,5 εκ. και ο εργολάβος βάζει 2 εκ., αυτό σημαίνει ότι θα ζήσει 30 χρόνια και όχι 100».

– Πώς αντιμετωπίζουν το έργο οι επισκέπτες; Το ταλαιπωρούν;
«Εχω εκπλαγεί από το πόσο το σέβονται. Ξέρετε, στην αρχή δεν είχαμε σχεδιάσει σταχτοδοχεία, αλλά το κάναμε εκ των υστέρων διότι το ζήτησε ο κόσμος. Ισχύει ότι ένα 2% έχει προβεί σε κλοπές, ζημιές και μουντζούρες και πρέπει να αντιμετωπιστεί. Το 98% όμως σέβεται το έργο επειδή είναι προσεγμένο, καινούργιο και τους αρέσει».

– Εχετε μετανιώσει για κάποιες επιλογές;
«Βέβαια. Το 2003 πολύ λίγος κόσμος γυμναζόταν σε δημόσιο χώρο και δεν το είχαμε συμπεριλάβαμε στα σχέδιά μας. Επίσης, ενώ είμαστε πολύ ευχαριστημένοι με τον φωτισμό, υπήρχαν κάποια φωτιστικά που, αν τα είχαμε δει σε φυσικό μέγεθος, θα τα είχαμε αντικαταστήσει με πιο μικρά. Σε κάποιες κατασκευές χρησιμοποιήσαμε ανθρακί, τώρα θα βάζαμε πολύ πιο ανοιχτές αποχρώσεις. Μικρά πράγματα, αλλά για έναν αρχιτέκτονα σημαντικά».

– Ενα αρχιτεκτονικό έργο ξεπερνιέται από τον χρόνο;
«Αν μιλάμε για δημόσιο χώρο, πιστεύω ότι οφείλει να εμπλουτίζεται και να αναπροσαρμόζεται για να μην ξεπεραστεί. Ο δημόσιος χώρος είναι χρηστικός και μάλιστα πολυχρηστικός, απευθύνεται σε πολύ κόσμο ταυτόχρονα. Θέλει μια συνεχή τροφοδοσία και συνεχή αναθεώρηση για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες του κόσμου».

– Οι αρχιτέκτονες ευθύνονται γι’ αυτό που είναι οι σύγχρονες πόλεις;
«Θεωρώ ότι όλοι ευθυνόμαστε για όλα. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι δεν ευθύνομαι γι’ αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη χώρα μου, στην πόλη μου. Οι πόλεις μας είναι αυτές που είναι διότι όλοι μαζί τις δημιουργήσαμε. Η ζωή στην πόλη όμως δεν επηρεάζεται τόσο πολύ από το αν ένα κτίριο είναι ωραίο ή άσχημο. Επηρεάζεται από το πόσο πυκνοδομημένη είναι, πόσα αυτοκίνητα έχει, πόσο πράσινο, πόσα τραπεζοκαθίσματα. Στο Παρίσι, όπου πηγαίνω συχνά, το πεζοδρόμιο είναι άδειο, δεν υπάρχουν εμπόδια. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ελεύθερο πεζοδρόμιο. Το πρόβλημα των πόλεων είναι η έλλειψη δημόσιων χώρων».

– Τι γνώμη έχετε για την παρέμβαση στην Πανεπιστημίου, όπου είχατε συμμετάσχει στον διαγωνισμό και πήρατε μάλιστα και έπαινο;
«Η παρέμβαση από μόνη της ακυρώθηκε. Στην αρχή μιλούσε για πεζόδρομο, στο τέλος όχι. Νομίζω πως δεν αξιολογήθηκε σωστά εξαρχής. Πήραν τη θεσμοθετημένη πρόταση του Τρίτση, χωρίς μάλλον να μελετήσει κανείς το κυκλοφοριακό. Δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει από μόνη της χωρίς ενίσχυση από όλες τις πλευρές. Η Σταδίου έχει ενεργά ισόγεια και θα ήταν πιο κατάλληλη από την Πανεπιστημίου που έχει τράπεζες και εκκλησίες οι οποίες δεν μπορούν να συνεργαστούν με τον πεζόδρομο».

– Ως πότε μπορεί να εξελίσσεται ένας αρχιτέκτoνας;
«Δεν θα ήθελα ποτέ να σταματήσω. Και νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει με το ότι ως χαρακτήρας δεν φοβάμαι την αλλαγή. Δεν αγχώνομαι για τον χρόνο και δεν νιώθω τύψεις που δεν έκανα σπουδαία πράγματα. Επρεπε να γίνω 50 χρόνων για να κάνω μια Νέα Παραλία. Ως τα 40 μου κέρδιζα απλώς διαγωνισμούς. Ευτυχώς για μας τη δεκαετία 2000-2010 είχαμε επιπλέον της Νέας Παραλίας δύο άριστες συνεργασίες με την Τράπεζα της Ελλάδος για το νέο κτίριο στη Θεσσαλονίκη και με την Τεχνόπολη Θεσσαλονίκης για το νέο πάρκο υψηλής τεχνολογίας. Μου αρέσει να δουλεύω για το περιβάλλον στο οποίο ζω. Ερχομαι στο γραφείο μου μέρες αργίας και νιώθω ωραία. Το πρωί που ξυπνάω θέλω να ξαναχτίσω τον κόσμο από την αρχή. Είμαι ικανοποιημένος με όσα έχω κάνει και θα είμαι πιο ικανοποιημένος αν καταφέρω να βοηθήσω στην εξέλιξη της Νέας Παραλίας».

* Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Απριλίου 2015