Με κάποια μέτρα φορολογικής πολιτικής που ανακοίνωσε η κυβέρνηση δύσκολα θα μπορούσε, επί της αρχής, να διαφωνήσει κανείς. Είναι μέτρα με μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία από αυτά των προηγούμενων χρόνων που δεν δίνουν την εντύπωση του αποκλειστικά εισπρακτικού και ψυχρού χαρακτήρα. Τα μέτρα πολιτικής όμως, για να έχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, πρέπει να σχεδιάζονται στο πλαίσιο του όλου οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος και να μπορούν, με δεδομένες τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, να εφαρμοσθούν σωστά. Σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα.
Για παράδειγμα, δεδομένου ότι η δυνατότητα συμμετοχής στα φορολογικά βάρη αναπτύσσεται έπειτα από ένα επίπεδο εισοδήματος, δύσκολα θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς με την πρόταση για ύπαρξη αφορολόγητου ορίου. Ταυτόχρονα όμως γεννάται το ερώτημα αν η επαναφορά του ορίου αυτού στα προ κρίσης επίπεδα, και μάλιστα για όλους ανεξαιρέτως τους φορολογουμένους, πέραν του όποιου συμβολισμού της, είναι σκόπιμη.
Ισως φαίνεται παράδοξο έπειτα από τόσα χρόνια λιτότητας και φορολογικής ασφυξίας να ανακοινώνεται η χορήγηση μιας φορολογικής ελάφρυνσης και να ασκείται κριτική. Αν όμως η κριτική είναι καλοπροαίρετη, μπορεί να είναι εποικοδομητική.
Με δεδομένες τις συνθήκες της χώρας, την εξάρτηση της πορείας της από την αλληλεγγύη των εταίρων μας και την αντίληψη, δικαίως ή αδίκως, αρκετών εξ αυτών ότι οι Ελληνες, ενώ ζητούν βοήθεια, θέλουν να έχουν προνόμια, θα ήταν χρήσιμο να διερωτηθούμε αν το αφορολόγητο των 12.000 ευρώ είναι κάτι που διευκολύνει τη θέση της χώρας και τη διαπραγματευτική της γραμμή. Γιατί, αν μελετήσει κανείς τα συστήματα των άλλων χωρών, θα διαπιστώσει ότι σε πολλές από αυτές (Ιταλία, Ολλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία, κ.λπ.), δεν υπάρχει κανένα αφορολόγητο ποσό και η φορολόγηση αρχίζει από το πρώτο ευρώ. Αλλά και σε σχέση με χώρες στις οποίες υπάρχει αφορολόγητο όριο, το προτεινόμενο στη χώρα μας όριο κινείται εκτός ευρωπαϊκών δεδομένων. Ετσι, αν συγκρίνει κανείς το αφορολόγητο ποσό στις χώρες αυτές με το επίπεδο των αμοιβών (στοιχεία ΟΟΣΑ) θα διαπιστώσει ότι στη Γερμανία το αφορολόγητο ποσό για έναν άγαμο «τυπικό» μισθωτό αποτελεί το 21% του φορολογητέου εισοδήματός του, στη Γαλλία το 16%, ενώ στη Φινλανδία, η οποία έχει σε απόλυτους αριθμούς το υψηλότερο αφορολόγητο όριο στην Ευρώπη, αποτελεί το 41%. Στην Ελλάδα, με αφορολόγητο όριο τα 12.000 ευρώ, το ποσοστό αυτό είναι 70%. Δηλαδή, το 70% του φορολογητέου εισοδήματος του «τυπικού» ή «αντιπροσωπευτικού» μισθωτού της χώρας θα είναι αφορολόγητο, κάτι που δεν έχει προηγούμενο στην Ευρώπη. Το ότι για την κοινωνία είναι επωφελής και ευπρόσδεκτη αυτή η πρόταση, είναι αναμφισβήτητο. Το αν, υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι σκόπιμη και επωφελής για τη χώρα, οι αρμόδιοι θα πρέπει να το σταθμίσουν.
Παράλληλα, η χορήγηση αφορολόγητου ποσού 12.000 ευρώ σε όλους τους φορολογουμένους φέρνει αυθόρμητα στον νου μας αυτούς που φοροδιαφεύγουν. Αν είμαστε σίγουροι ότι τα μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής αυτή τη φορά θα αποδώσουν και μάλιστα το ίδιο άμεσα με την απώλεια εσόδων που θα προκαλέσει η χορήγηση σε όλους του αφορολογήτου των 12.000 ευρώ, μπορούμε να το αποτολμήσουμε. Επειδή όμως η απώλεια εσόδων από την απαλλαγή αυτή είναι άμεση και σίγουρη, ενώ ο περιορισμός της φοροδιαφυγής είναι αβέβαιος ως προς την έκτασή του και τον χρόνο που θα πραγματοποιηθεί, μήπως θα ήταν φρόνιμο, ιδιαίτερα υπό τις παρούσες συνθήκες, να κινηθούμε λίγο πιο συντηρητικά;
Τελειώνοντας, προσοχή πρέπει επίσης να δοθεί και στην πρόταση για σύνδεση κάποιων εκπτώσεων (αφορολόγητα παιδιών, κ.λπ.) με το ύψος του εισοδήματος των φορολογουμένων. Αν και η σύνδεση αυτή έχει τη συλλογιστική της, θα πρέπει, για να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα, να μπορούν με σχετική βεβαιότητα να διαχωριστούν οι εύποροι από τους οικονομικά ασθενείς. Γιατί, με τη φοροδιαφυγή που υπάρχει στη χώρα μας, όπου τέθηκαν εισοδηματικά κριτήρια (κρατικοί παιδικοί σταθμοί, υποτροφίες στα Πανεπιστήμια, μεταγραφές κ.λπ.), είχαμε τα αντίθετα αποτελέσματα. Αυτοί που δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν, θεωρούνται πλούσιοι και αποκλείονται, ενώ οι φοροφυγάδες θεωρούνται φτωχοί και απολαμβάνουν τα προνόμια που παρέχει η πολιτεία. Προφανώς αυτό πόρρω απέχει από τις προθέσεις της κυβέρνησης και θα πρέπει να προσεχθεί.
Ο κ. Νίκος Τάτσος είναι καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ