Ο Διονύσης Φωτόπουλος θυμάται και μιλάει για τον Λούκα Ρονκόνι, που γνώρισε πριν από τριάντα περίπου χρόνια και με τον οποίο κρατούσε πάντα επαφή. Ο ιταλός θεατράνθρωπος, που πέθανε στις 21 Φεβρουαρίου σε ηλικία 82 ετών, ανήκει στους σκηνοθέτες του 20ού αιώνα που άλλαξαν την πορεία του θεάτρου.
Ακολουθούν αποσπάσματα από μια συνομιλία με τον έλληνα σκηνογράφο –σε πρώτο πρόσωπο.
«Είχα συναντήσει για πρώτη φορά τον Ρονκόνι όταν ήμουν πολύ νέος. Ανέβαζε τότε «Ορλάντο Φουριόζο» («Ιπτάμενος Ολλανδός»), μια παράσταση που έκανε πολύ μεγάλο θόρυβο στα θεατρικά της Ευρώπης. Μια παράσταση που άλλαξε την πορεία του θεάτρου εκείνης της εποχής. Είχε δημιουργήσει μεγάλη εντύπωση, κράτησε άλλωστε για χρόνια και έκανε περιοδείες. Θυμάμαι τα άλογα πάνω στις εξέδρες. Την αίθουσα μέσα στην οποία το κοινό εκινείτο. Καινούργια και δυναμικά πράγματα.
Τον συνάντησα ξανά, αργότερα, όταν ετέθη το θέμα να κάνει μια παράσταση στην Ελλάδα. Τον ενδιέφερε η Επίδαυρος. Πήγα στη Φλωρεντία, όπου ήταν εκεί με την ομάδα του και δούλευε. Κουβεντιάσαμε για το έργο, είπαμε πρώτες σκέψεις. Ηταν πολύ πρώιμα τα πράγματα, δεν είχαμε κατασταλαγμένες ιδέες. Θα ανέβαζε τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη.
Μιλήσαμε όμως αμέσως για έναν «αγροτικό κόσμο», για έναν «αγρό». Η φράση «άνθρωποι που ζουν μέσα σε αγρό» κυριάρχησε. Και μετά οι προτάσεις και οι δικές μου ιδέες πάνω σε αυτό τον ενδιέφεραν πολύ. Και ας ήταν παράλληλα πολύ δύσκολο να οργανωθεί η παράσταση πάνω στο κατάφυτο πεδίο. Αγκάλιασε όμως την ιδέα μου. Ο Ρονκόνι ήδη δούλευε με τα κινούμενα πατάρια.
Αρχισα να πηγαινοέρχομαι στην Ιταλία, με μακέτες, προτάσεις, δείγματα και φωτογραφίες. Υστερα ήρθε ο ίδιος στην Ελλάδα. Πήγαμε και ξαναπήγαμε στο αρχαίο θέατρο, κουβεντιάσαμε τα κατασκευαστικά προβλήματα και στήσαμε το σκηνικό στην Επίδαυρο. Ολη η ιδέα ήταν η κίνηση των παταριών και πώς θα μάθουν οι ηθοποιοί να κινούνται ανάμεσα στα καλάμια, που ήταν σαν στάχυα. Ανάμεσα πετούσαν πουλάκια, που τα είχαμε μέσα στα κλουβιά και τα ανοίγαμε… Ψάχναμε την κάθε λεπτομέρεια. Ο ίδιος είχε μανία με το εικαστικό μέρος. Τρέχαμε σε μάντρες μαζί με τον βοηθό μου, Γιάννη Διαμαντόπουλο, για να βρούμε ένα παλιό αυτοκίνητο. Κάναμε εντατική δουλειά, που έβγαλε ένα αποτέλεσμα πολύ γοητευτικό.
Ο Ρονκόνι ήταν συμπαθέστατος άνθρωπος, αυστηρός επαγγελματίας, με εμμονή σε ορισμένα πράγματα, με λάμψη. Μου φαινόταν πολύ προσιτός. Μοιραζόταν με τους ηθοποιούς μια ζεστή σχέση, μεσογειακή. Συνδύαζε το ταμπεραμέντο με το μεσογειακό στοιχείο, τη γοητευτική έπαρση με μια ζεστασιά. Είχε γνώση της θέσης του στο θεατρικό γίγνεσθαι της Ευρώπης. Υπάρχουν σκηνοθέτες που το πουλάνε συνέχεια αυτό. Ε, λοιπόν ο Ρονκόνι δεν ήταν έτσι. Λειτουργούσε με τη σιωπή.
Μπήκε ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα εκείνης της εποχής –Μπρουκ, Στρέλερ, Στάιν, Χολ και πρότεινε ένα ευρωπαϊκό θέατρο με πιο διαδραστική αίσθηση. Εναν συνδυασμό μεγαλείου (grandiosite) και θεάτρου δρόμου, με στοιχεία κομέντια ντελ άρτε, με θέατρα παραμυθιών. Του άρεσαν τα μεγάλα σκηνικά, οι τεράστιοι όγκοι. Εκανε πολύ εντυπωσιακά θεάματα. Εκανε όπερα.
Μέσα μου κρατώ την κατανόησή του. Τις τρυφερές στιγμές που μοιραστήκαμε στη δουλειά και τη βαθιά γνώση των προβλημάτων του θεάτρου από μια μεγαλοφυΐα.
Πολλές φορές ήταν να συνεργαστούμε ξανά, αλλά οι συνθήκες δεν το επέτρεψαν. Συναντιόμασταν όμως όταν ερχόταν στην Ελλάδα ή όταν πήγαινα εγώ στην Ιταλία.
Ημουν προ δύο εβδομάδων στο Μιλάνο αλλά δεν τον είδα, δεν του τηλεφώνησα, ήμουν απασχολημένος. Μου είπαν ότι ήταν λίγο κουρασμένος, ότι του συνιστούσαν πια να αφήσει τη θέση του στο Πίκολο Τεάτρο. Είχε πάντα το γενικό πρόσταγμα. Αλλά δεν ήθελε. Κρίμα, δεν πρόλαβα να τον δω».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ