Η νέα κυβέρνηση έχει αρχίσει να παίρνει αποστάσεις από τις προεκλογικές εξαγγελίες της περί σκισίματος του Μνημονίου, μη ανάγκης περαιτέρω οικονομικής βοήθειας και διαγραφής μεγάλου μέρους του χρέους της χώρας. Εν τούτοις, οι πρώτες συζητήσεις με τους ευρωπαίους εταίρους δείχνουν ότι το χάσμα μεταξύ των εκατέρωθεν απόψεων για το ελληνικό πρόγραμμα παραμένει δυσγεφύρωτο. Με το επιτόκιο των ελληνικών τριετών ομολόγων να αγγίζει το 17%, οι αγορές εξακολουθούν να μη θεωρούν πιθανό κάποιον συμβιβασμό. Η διεθνής ειδησεογραφία βρίθει αναλύσεων για την πραγματική διαπραγματευτική δύναμη της κυβέρνησης και τα ενδεχόμενα σε περίπτωση ριζικής ασυμφωνίας.
Το βασικό «όπλο» της κυβέρνησης στην επικείμενη διαπραγμάτευση φέρεται να είναι οι επιπτώσεις της πιθανής αποχώρησης της Ελλάδας από το ευρώ σε άλλες σχετικά αδύναμες οικονομίες της ευρωζώνης. Το πρόβλημα με την απειλή της «αμοιβαίας καταστροφής» είναι πως δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι αυτή θα είναι αμοιβαία. Η Ελλάδα δεν έχει λάβει καμία διαβεβαίωση ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνεχίσει να παρέχει ρευστότητα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα αντί να χρησιμοποιήσει τους ίδιους πόρους ως ζώνη ασφαλείας υπέρ των υπολοίπων χωρών της ευρωζώνης σε περίπτωση που το ελληνικό τραπεζικό σύστημα καταρρεύσει.
Είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα θα δικαιούται να περιμένει περισσότερα από τη διαπραγμάτευση αν η θέση της βασίζεται σε αρχές που οι εταίροι της ήδη ασπάζονται και μπορούν να δεχθούν παρά σε απειλές. Ας δούμε λοιπόν τρεις αρχές που φαίνεται να πληρούν αυτή την προϋπόθεση:
1. Είναι προς όφελος όλων η Ελλάδα να επανέλθει άμεσα σε ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης.
2. Η μείωση της ανεργίας, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, είναι άμεση προτεραιότητα.
3. Η ανάπτυξη και η μείωση της ανεργίας δεν θα πρέπει να χρηματοδοτούνται με δημοσιονομικά ελλείμματα.
Καμία ευρωπαϊκή πολιτική δύναμη, από τη Γερμανία και τη Φινλανδία ως την Ελλάδα και το κίνημα των Podemos στην Ισπανία, δεν αρνείται τις παραπάνω αρχές. Οι δημόσιες διαφωνίες τους αφορούν τα ζητήματα του απόλυτου μέγεθος του δημόσιου χρέους και του κόστους εξυπηρέτησής του, όχι την άμεση ανάγκη ανάπτυξης και μείωσης της ανεργίας στη βάση ισοσκελισμένων προϋπολογισμών.
Το πραγματικό διαπραγματευτικό όπλο της κυβέρνησης είναι ότι, σε αντίθεση με την αντίληψη που η ίδια είχε καλλιεργήσει, η σύγκρουση για το χρέος μπορεί να περιμένει. Μια συμφωνία για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς αρκεί. Πιο συγκεκριμένα, το μόνο που απαιτείται άμεσα είναι η αντιστροφή της χρήσης των πλεονασμάτων που το Μνημόνιο απαιτεί από τη χώρα. Η δανειακή σύμβαση υποχρεώνει την Ελλάδα να εμφανίζει αυξανόμενο πλεόνασμα με στόχο την εξυπηρέτηση του εξωτερικού της χρέους. Το εν λόγω πλεόνασμα προβλέπεται να φτάσει στο 4,5% του ΑΕΠ ως το 2017. Καθώς όμως το ελληνικό ΑΕΠ είναι πολύ χαμηλό, οι όποιες πληρωμές από την Ελλάδα προς κάθε ένα κράτος-πιστωτή θα είναι ελάχιστες σε αξία για τους πιστωτές και ασήμαντες ως προς τις επιπτώσεις τους στο απόλυτο μέγεθος του ελληνικού δημόσιου χρέους. Αντίθετα, όπως υπολογίζει ο Πολ Κρούγκμαν («Greece: Think Flows, Not Stocks», «NY Times», «The Conscience of a Liberal», 26 Ιανουαρίου), αν επιτραπεί στην Ελλάδα να κινείται με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, η ετήσια αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ θα προσεγγίζει το 12%. Ο υπολογισμός βασίζεται στο γεγονός ότι ο πολλαπλασιαστής δημοσίων δαπανών στις παρούσες συνθήκες είναι καθαρά μεγαλύτερος από 1 (το ΔΝΤ τον υπολογίζει σε 1,3) και μεγάλο μέρος αυτών των δαπανών (το ΔΝΤ το υπολογίζει σε 40%) θα επιστρέψει στο Δημόσιο με τη μορφή φορολογικών εσόδων. Τα νούμερα συζητούνται, η τεράστια διαφορά μεταξύ της διανομής των πλεονασμάτων στα κράτη-πιστωτές και της χρήσης τους για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας όχι.
Από αυτή την πλευρά, η πρόσφατη πρόταση του ΥΠΟΙΚ κ. Βαρουφάκη, όπως τη διατύπωσε σε συνέντευξή του στους «Financial Times», για μείωση των πλεονασμάτων του προϋπολογισμού σε 1%-1,5% επί του ΑΕΠ κινείται μεν στη σωστή κατεύθυνση αλλά είναι υπέρμετρα συντηρητική. Με βάση το ΑΕΠ του 2014, η πρόταση του κ. υπουργού στερεί από την ελληνική οικονομία κάτι παραπάνω από 3,2 δισ. ευρώ ετησίως (περίπου 4,1 δισ. αν συνυπολογίσουμε τον πολλαπλασιαστή δημοσίων δαπανών) προτού καν ξεκινήσει η επίσημη διαπραγμάτευση. Ας σημειωθεί εδώ ότι η συνολική δαπάνη του ελληνικού κράτους για την Παιδεία με βάση τον προϋπολογισμό του 2014 ανήλθε σε 4,6 δισ. ευρώ.
Το συμπέρασμα είναι ότι χωρίς σταθερές κατευθυντήριες αρχές η κυβέρνηση είναι καταδικασμένη να κινείται μεταξύ εξωπραγματικών εξαγγελιών και αναίτιων παραχωρήσεων. Η περιστολή των μεγαλόστομων εξαγγελιών που έφεραν την κυβέρνηση στην εξουσία είναι ευπρόσδεκτη, όμως η προκαταβολική υποχώρηση από την αρχή «ανάπτυξη χωρίς ελλείμματα» στην αρχή «ανάπτυξη με μικρά πλεονάσματα» θυσιάζει πόρους που η χώρα έχει περισσότερο ανάγκη από ποτέ. Ο κ. υπουργός κάνει καλά να ζητεί χρόνο από τους εταίρους μας για να ετοιμάσει μια κατάλληλη διαπραγματευτική πρόταση. Θα πρέπει όμως να θυμάται ότι αυτός που διαπραγματεύεται με τον εαυτό του προτού καν αρχίσει τη διαπραγμάτευση με τους άλλους τείνει να επιτυγχάνει λιγότερα.
Ο κ. Μάνος Βογιάκης διδάσκει στο Τμήμα Νομικής της London School of Economics & Political Science.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ