Στα 20 δισ. ευρώ κοστολογεί τις υποδομές που χρειάζεται η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια μελέτη της PwC, η οποία προτείνει την χρήση ομολόγων –έργου για την ανάπτυξη νέων έργων στη χώρα μας.
Όπως αναφέρεται, η μελέτη «Υποδομές –χρηματοδοτώντας το μέλλον» της PwC, καταγράφει τα προγραμματισμένα έργα υποδομής (μεταφορές, ενέργεια, διαχείριση αποβλήτων), το ύψος των αναγκών χρηματοδότησής τους, την επίδραση των επενδύσεων στο ΑΕΠ και εξετάζει νέες μεθόδους χρηματοδότησης μέσω της κινητοποίησης ιδιωτικών κεφαλαίων.
Όπως σημειώνεται, ο αριθμός των προγραμματισμένων και ανεκτέλεστων έργων ανέρχεται σε 20 δισ. ευρώ μέχρι το 2022, εκ των οποίων το 34% προέρχεται από τον κλάδο της ενέργειας, το 55% αφορά σιδηροδρομικά έργα και έργα αυτοκινητοδρόμων ενώ το υπόλοιπο 11% συμπληρώνουν έργα τουριστικών υποδομών και διαχείρισης αποβλήτων.
Το ανεκτέλεστο υπόλοιπο έργων ανέρχεται σε 12 δισ. ευρώ, ενώ τα προγραμματισμένα έργα σε 8 δισ. ευρώ. Από τα συνολικά 71 έργα που θα παραδοθούν μέσα στα επόμενα οκτώ χρόνια, τα 28 αφορούν Δρόμους και Λιμάνια, 12 το Σιδηροδρομικό Δίκτυο και 10 τη Διαχείριση Αποβλήτων, σημειώνει.
Συγκεκριμένα, ο τομέας της ενέργειας απαιτεί περίπου € 6,8 δισ. επενδύσεων, με κυριότερα έργα τον TAP, τον ∆ιασυνδετήριο Αγωγό Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB) τους Τερματικούς σταθμούς υγροποίησης φυσικού αερίου, την Διασύνδεση Αττικής – Κρήτης με υποθαλάσσιο ηλεκτρικό καλώδιο και την Λιγνιτική Μονάδα Πτολεμαΐδα V της ΔΕΗ. Οι προγραμματισμένες επενδύσεις σε σιδηροδρομικά έργα και έργα Μετρό ανέρχονται σε 6,4 δισ. ευρώ. Οι ανεκτέλεστες επενδύσεις σε μεγάλα οδικά έργα ανέρχονται σε 4,6 δισ. ευρώ ενώ, σύμφωνα με την PwC, για την αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος θα δαπανηθούν περίπου 1,5 δισ. ευρώ και για την διαχείριση αποβλήτων απαιτούνται περίπου 0,9 δισ. ευρώ.
«Κατά την περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα, έχουν γίνει ελάχιστες επενδύσεις σε υποδομές, οι οποίες σαν ποσοστό του ΑΕΠ κατακρημνίσθηκαν από το 3,6% (2006) στο 1,2% (2012) χάνοντας 4,3 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση (συνολική απώλεια 30 δισ. ευρώ). Επηρεάστηκαν σημαντικά από τη βαθιά ύφεση και τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, και ως αποτέλεσμα οι άμεσες θέσεις απασχόλησης στα έργα υποδομής μειώθηκαν κατά 49%» αναφέρει η PwC. Αυτή η συνέπεια της μείωσης των επενδύσεων οφείλεται, όπως αναφέρει, «κυρίως λόγω του συρρικνωμένου κρατικού προϋπολογισμού και της πολιτικής αστάθειας» σημειώνεται.
Σύμφωνα με την Pwc, οι επενδύσεις σε έργα υποδομών είναι ζωτικής σημασίας για την ελληνική οικονομία, καθώς παρουσιάζουν οικονομικό πολλαπλασιαστή, της τάξης του 2x, δηλαδή για κάθε ευρώ που δαπανάται σε υποδομές, το ΑΕΠ αυξάνεται επιπλέον κατά 1 ευρώ, αναφέρει η εταιρία, επικαλούμενη στοιχεία του ΚΕΠΕ.
Σύμφωνα με την μελέτη, το επενδυτικό κενό σε έργα υποδομών στη χώρα μας κυμαίνεται μεταξύ 1,2% – 2,4% του ΑΕΠ, ποσοστό που συνεπάγεται 2,5 δισ. έως € 5 δισ. ευρώ, επιπλέον δαπάνης κατ’ έτος. Η PwC αναφέρει ότι αυτό το κενό μπορεί να αναπληρωθεί τα επόμενα πέντε έως επτά χρόνια, εφόσον δεν υπάρξουν καθυστερήσεις στην ανάθεση των έργων.
Η μελέτη παρατηρεί ότι η ιδιωτική χρηματοδότηση των έργων καλύπτει το 15% του συνολικού προϋπολογισμού, ενώ η δημόσια χρηματοδότηση (Κράτος, ΕΕ) ανέρχεται γύρω στο 40%, με το υπόλοιπο να προέρχεται από τραπεζικό δανεισμό.
«Η αυξανόμενη ανάγκη για δαπάνες σε έργα υποδομών σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα περιορισμένη δυνατότητα κρατικής χρηματοδότησης και τους περιορισμούς των ελληνικών τραπεζών, επιβάλλουν την αναζήτηση νέων χρηματοδοτικών μέσων» υπογραμμίζει η εταιρία και προτείνει την χρήση Συμπράξεων Δημοσίου & Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) και Ομολόγων Έργου, με το σκεπτικό ότι «θα διευκολύνουν μεγαλύτερη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στη χρηματοδότηση των έργων υποδομών, εμπλουτίζοντας τα χαρτοφυλάκια των θεσμικών επενδυτών με χαμηλού κινδύνου προϊόντα».
«Η έκδοση Ομολόγων Έργου εξαπλώνεται στην Ευρώπη σαν μια εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης έργων υποδομών» παρατηρεί η εταιρία, με παραδείγματα το Βέλγιο (Αυτοκινητόδρομος A11, Αεροδρόμιο Βρυξελλών), την Γερμανία (Αυτοκινητόδρομος Α7, Open Grid Europe), την Γαλλία (Περιφερειακή οδός L2 Μασσαλίας, δίκτυα νέας γενιάς) την Ιταλία (Αεροδρόμιο Ρώμης), την Ολλανδία (Υπουργείο στη Χάγη, Φυλακή Zaanstad) και την Ισπανία (εγκαταστάσεις φυσικού αερίου).
«Στην Ελλάδα η εικόνα είναι σκληρή… Είναι απολύτως αναγκαίο για την χώρα, στα πλαίσια ουσιώδους βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της να αναβαθμίσει όλες τις υποδομές της όσο πιο γρήγορα γίνεται» δήλωσε ο εντεταλμένος σύμβουλος της PwC, κ. Κώστας Σ. Μητρόπουλος.
«Οι όλο και πιο περιορισμένες δυνατότητες του κρατικού προϋπολογισμού, μετατοπίζουν το επίκεντρο της χρηματοδότησης στον ιδιωτικό τομέα. Είναι αναγκαίο να προσελκύσουμε στις υποδομές περισσότερα ιδιωτικά κεφάλαια με τρεις διαφορετικούς τρόπους. Πρώτον, μεταβάλλοντας τους όρους σύμπραξης έτσι ώστε τα ιδιωτικά κεφάλαια, ίδια ή δανειακά, να έχουν καλύτερο συνδυασμό απόδοσης/κινδύνου. Δεύτερον, τιτλοποιώντας, όπου αυτό είναι εφικτό, μελλοντικά έσοδα (π.χ. διόδια, εισιτήρια). Τρίτον, εισαγάγωντας νέα χρηματοδοτικά εργαλεία όπως τα project bonds, που απευθύνονται σε άλλες πηγές κεφαλαίων, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι τα μακροπρόθεσμα θεσμικά κεφάλαια έχουν πολύ πιο ταιριαστές με τις υποδομές προσδοκίες απόδοσης και αντίληψης κινδύνων» πρόσθεσε.
«Θα πρέπει να επιταχύνουμε τον σχεδιασμό / προγραμματισμό των έργων υποδομής, να τα κάνουμε “φιλικότερα” προς τα ιδιωτικά κεφάλαια, και να χρησιμοποιήσουμε χρηματοδοτικά εργαλεία τελευταίας γενιάς. Όλες αυτές οι αλλαγές κατεύθυνσης προϋποθέτουν και αλλαγές αντίληψης και οργάνωσης στον κρατικό μηχανισμό, με σαφή διάκριση μεταξύ τεχνικού και χρηματοοικονομικού σχεδιασμού» σχολίασε ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας, κ. Μάριος Ψάλτης.