Andre Gide
Οι κιβδηλοποιοί και Ημερολόγιο των Κιβδηλοποιών
Μετάφραση Ανδρέας Παππάς. Εισαγωγή Αλεξάνδρα Σαμουήλ. Εκδόσεις Πόλις, 2014, σελ. 525, τιμή 22 ευρώ
«Δεν γράφω για την πρώτη αλλά για τη δεύτερη φορά που θα με διαβάσει κάποιος. Δεν γράφω παρά μόνο για να ξαναδιαβαστώ». Αυτά σημείωνε ο Αντρέ Ζιντ στις 7 Δεκεμβρίου 1921 στο Ημερολόγιο των Κιβδηλοποιών, που συνοδεύει ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματά του. Το να «ξαναδιαβαστεί» είναι ό,τι σημαντικότερο μπορεί να επιτύχει ένας συγγραφέας, και το γεγονός ότι ο Ζιντ το επέτυχε στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του είναι η καλύτερη απόδειξη της αξίας του.
Οταν ο Αρθουρ Κέσλερ στο δοκίμιό του Η γαλλική γρίπη, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ο κομισάριος και ο Γιόγκι, αμφισβητούσε –και μάλιστα με άκρως ειρωνικό τρόπο –την αξία του Ζιντ, όπως και του Αραγκόν και του Βερκόρ, δεν φανταζόταν ότι ο Ζιντ θα επιτύγχανε το δυσκολότερο: να «ξαναδιαβάζεται», και μάλιστα 64 χρόνια μετά τον θάνατό του.
Οι Κιβδηλοποιοί, μαζί με το Ημερολόγιο των Κιβδηλοποιών, είχαν μεταφραστεί παλαιότερα από τον Αρη Δικταίο. Η νέα μετάφραση από τον Ανδρέα Παππά είναι πολύ καλύτερη, όπως άλλωστε και η έκδοση στο σύνολό της, αφού περιλαμβάνει πλήθος πληροφοριακά στοιχεία, χρονολόγιο και κριτικά κείμενα από σημαντικούς γάλλους συγγραφείς και διανοουμένους. Ολα μαζί φωτίζουν από πολλές πλευρές ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα ευρωπαϊκά μυθιστορήματα και επιτεύγματα επίσης της γαλλικής modernite, που άσκησε βαθιά επίδραση και στη χώρα μας. Ο Ζιντ, όπως τονίζει στον πρόλογό της η Αλεξάνδρα Σαμουήλ, λειτούργησε ως πρότυπο για αρκετούς πεζογράφους μας. Ιδιαίτερα όμως για τον Βασίλη Βασιλικό στο ξεκίνημά του, τη Διήγηση του Ιάσονα (1953), που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση.
Μεγάλο τμήμα του δεύτερου μέρους, όπως και του βιβλίου στο σύνολό του, καταλαμβάνει το Ημερολόγιο του Εντουάρ, που είναι και ο κεντρικός χαρακτήρας των Κιβδηλοποιών. Στ’ αλήθεια, όταν ο αναγνώστης μεταβαίνει από τον έναν χαρακτήρα στον άλλον είναι σαν να τον συνοδεύει ή σωστότερα να τον οδηγεί εκεί ο Εντουάρ. Η ένταξη (εγκιβωτισμός) του Ημερολογίου του Εντουάρ στο μυθιστόρημα είναι εξαίρετο εύρημα που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν σκεφθεί κανείς ότι στον Ζιντ δεν άρεσε η πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Το Ημερολόγιο λοιπόν συνιστά το ιδεωδέστερο υποκατάστατό της.
Στο τρίτο μέρος ένας Ζωρζ, αδελφός του Ολιβιέ, διοχετεύει, σε συνεργασία με κάποιους φίλους του, κίβδηλα νομίσματα στην αγορά. Η έλξη που από καιρό ο Ολιβιέ και ο Εντουάρ ένιωθαν ο ένας για τον άλλον καταλήγει σε δεσμό. Ο Εντουάρ αρχίζει να γράφει το μυθιστόρημά του, ενώ ο Ζωρζ μετανοεί για όσα είχε διαπράξει και ο πατέρας του τον συγχωρεί. Ο Μπερνάρ επιστρέφει στην οικογενειακή εστία.
Η «κιβδηλεία» ωστόσο έχει ευρύτερη σημασία εδώ και παραπέμπει στο ερώτημα πού βρίσκεται η αλήθεια και πού η παραχάραξή της, ή αν θέλετε πόση αλήθεια και πόσο ψέμα κρύβεται στην παραχάραξη ή σε ό,τι θεωρούμε αλήθεια στη ζωή. Και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός πως αυτός ο απαράμιλλος στυλίστας, ο δεξιοτέχνης, πίστευε πως αν η αλήθεια είναι σωστή δεν μας ενοχλεί αν «ο τρόπος είναι αδέξιος». Κι είναι επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρον το πώς αυτός ο «ανηθικολόγος» (σύμφωνα και με τον τίτλο ενός πασίγνωστου έργου του) έθεσε κατ’ εξοχήν στους Κιβδηλοποιούς το ηθικό ζήτημα με έναν τρόπο που ως τότε ήταν άγνωστος στη λογοτεχνία.
Ποια είναι όμως η «ηθική» του Ζιντ; Οτι λ.χ. στους Κιβδηλοποιούς υπάρχουν καλοί και κακοί χαρακτήρες και ότι η υπόθεση εξελίσσεται σε γενικές γραμμές υπέρ των καλών; Ή ότι η ανάπτυξη της προσωπικότητας αποτελεί την υψηλότερη μορφή αυτογνωσίας, δεδομένου ότι η αυτογνωσία είναι η μόνη οδός η οποία οδηγεί στις απαντήσεις για κάθε είδους ερώτημα; Θα λέγαμε πως ισχύουν αμφότερες, με σημαντικότερη βεβαίως τη δεύτερη που μας λέει ότι το νόημα της ζωής βρίσκεται μέσα στην ίδια μας την ύπαρξη. Κι αυτό ο Ζιντ το απέδειξε με τη ζωή του. Επομένως είναι ευεξήγητο που ο Σαρτρ έλεγε πως «ο Ζιντ είναι ένα αναντικατάστατο παράδειγμα γιατί επέλεξε να γίνεται η αλήθεια του».
Λέγεται πως ο ο Ζιντ «εισήλθε» στον μοντερνισμό από τη στιγμή που αποσπάστηκε από τη θρησκεία, δηλαδή μόλις απέκτησε την πρώτη ομοερωτική του εμπειρία. Δεν είναι εν τούτοις απαραίτητο να συμφωνήσει κανείς με τον Πιερ Λεπαπέ, ο οποίος χαρακτήριζε τον Ζιντ ως «τον πιο μοντέρνο από τους κλασικούς». Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία πως τον καταλαβαίνει κανείς καλύτερα όταν διαβάσει όλο το έργο του, αφού όπως γράφει «κάθε βιβλίο του απαντά στο προηγούμενο», χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως χάνει μέρος της αυτονομίας του. Στην πραγματικότητα, η περιπέτεια της γραφής στον Ζιντ είναι περιπέτεια ζωής. Τον ενδιέφερε επίσης να δώσει στο παρόν την υποκειμενική ποιότητα που θα το μετατοπίσει στην περιοχή του φαντασιακού, δηλαδή της τέχνης.
Στα Ημερολόγια των Κιβδηλοποιών βρίσκουμε εκπληκτικές παρατηρήσεις τόσο όσον αφορά τις αναζητήσεις, τις αμφιβολίες, την αμφιθυμία του ενίοτε, τις αβεβαιότητες και τις δυσκολίες του να γράψει το βιβλίο, όσο και άλλες που υπερβαίνουν τα παραπάνω. Είναι, για παράδειγμα, εξαιρετικά σημαντικό το πώς ανατρέπει την κρατούσα ως τότε άποψη για τον παντογνώστη αφηγητή. Οχι μόνο μέσω του εγκιβωτισμού και των πολλών κέντρων της αφήγησης (που ωστόσο δεν παραβιάζουν τη διήκουσα γραμμή) αλλά και της άποψής του ότι ο αναγνώστης, εκείνος τουλάχιστον που τον ενδιαφέρει, θα πρέπει να είναι ευφυέστερος του συγγραφέα. Απευθυνόμενος λοιπόν σε έναν τέτοιον αναγνώστη ο Ζιντ τον αποσπά από τη μέγγενη του παντογνώστη-αφηγητή.
Οι Κιβδηλοποιοί δεν είναι μόνο ένα πολυεστιακό αλλά και πολυθεματικό μυθιστόρημα, ένα σταυροδρόμι, «μια διασταύρωση προβλημάτων» όπως θα ήθελε ο ίδιος: λ.χ. η σύγκρουση ανάμεσα στις γενιές, τα θρησκευτικά και ηθικά προβλήματα και πλείστα όσα. Ποιο είναι λοιπόν το ύψιστο νόημα; Να ξεχωρίσουμε το αληθινό από το ψεύτικο, από το κίβδηλο ή, όπως έλεγε ο Καβάφης, «το κεραμεούν και το φαύλον». Εχουν περάσει ενενήντα χρόνια από τότε που πρωτοεκδόθηκε. Ποτέ δεν ήταν τόσο επίκαιρο όσο σήμερα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ