Να το θυμάστε, τον αδικεί πολύ το παρουσιαστικό του. Είναι ψηλός, αθλητικός, ωραίος, όμως το δυνατό του χαρτί δεν είναι η εξωτερική του εμφάνιση. Ούτε το γεγονός ότι υποδύεται πολύ πειστικά τον άντρα που προδίδει τη συζυγική και ερωτική πίστη που είχε υποσχεθεί στην Αγγελική Παπούλια, στη νέα του ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα, «Μια έκρηξη». Οχι ότι πρόκειται για μικρό επίτευγμα, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι η συμμετοχή του στην ταινία συνιστά την πρώτη του επαφή με την τέχνη της υποκριτικής και ότι αντεπεξήλθε στις δύσκολες ερωτικές σκηνές που επέβαλλε το σενάριο με άνεση έμπειρου επαγγελματία. Εκτέθηκε στον φακό χωρίς να είναι άνετος με την εικόνα του ή «ιδιαίτερα κοινωνικός» και, το κυριότερο, χωρίς να είναι καν ηθοποιός. Ο 33χρονος Βασίλης Δογάνης είναι πρωτίστως σκηνοθέτης και έχει στο ενεργητικό του ένα ντοκιμαντέρ για ένα ιαπωνικό συγκρότημα ραπ και δύο ταινίες μικρού μήκους, στις οποίες έχει γράψει και το σενάριο. «Αισθάνομαι περισσότερη ασφάλεια πίσω από την κάμερα, εκεί όπου αθέατος μπορώ να ελέγχω την κατάσταση» θα πει. Ως άνθρωπος, όμως, που αποφεύγει να διαλέγει τους βατούς δρόμους, αντιμετώπισε την πρόκληση και δεν βγήκε χαμένος. Γιατί το να ενσαρκώνεις έναν ρόλο, «σε υποχρεώνει να εξερευνάς πράγματα που αυθόρμητα δεν θα τα σκεφτόσουν ή δεν θα τα ένιωθες, σε βάζει σε μια θέση που είναι αδύνατον να μην είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου».
Ο Δογάνης μεγάλωσε στα προάστια του Παρισιού όπου είχαν μεταναστεύσει οι γονείς του και λόγω του «εξωτικού» παρουσιαστικού του, «με περνούσαν για Αραβα», όπως θα πει, έζησε «σε ένα κλίμα και ένα τοπίο πολύ εχθρικό», όπως ζουν οι μετανάστες στην Αθήνα σήμερα.
Βρέθηκε να σπουδάζει φιλοσοφία στην École normale supérieure (ENS) και στο πλαίσιο των σπουδών του πήρε μια υποτροφία για την Ιαπωνία, όπου έμεινε τελικά τρία χρόνια. Εμαθε τη γλώσσα, «για να έρθει σε βαθύτερη επικοινωνία με τους ντόπιους», έγινε βοηθός σκηνοθέτη του Ζαν-Πιερ Λιμοζέν σε ένα ντοκιμαντέρ για τη Γιακούζα («Young Yakuza»), μια και στο μεταξύ είχε αρχίσει να ασχολείται με το σινεμά, και επέστρεψε στη Γαλλία όπου δίδαξε στην ENS της Λυών τις τρεις κατευθύνσεις (σινεμά, φιλοσοφία, ιαπωνικά) που έχει ακολουθήσει μέχρι στιγμής στη ζωή του. Τελικά, τον κέρδισε ολοκληρωτικά ο κινηματογράφος.
Πάντως, ακόμη και αν δεν ήταν τόσο προσηνής και προσγειωμένος (αδιάψευστο δείγμα ανθρώπου με ταλέντο), θα ήταν δύσκολο να του «κακιώσεις» επειδή συγκεντρώνει τόσες ικανότητες. Γιατί η γνήσια, βιωμένη προβληματική των ταινιών του, «τα πιτσιρίκια των προαστίων και η πολύπλοκη ταυτότητά τους» λίγους θα άφηνε ασυγκίνητους. Το μαρτυρούν όσοι είδαν το «His Βrother’s Keeper» στη Δράμα ή την «Ημέρα του πολίτη» στις Νύχτες Πρεμιέρας. Αναμένοντας, λοιπόν, τη μεγάλου μήκους ταινία του με θέμα τον «κοινωνικό αποκλεισμό των νέων των προαστίων και την αυτοκαταστροφική συμπεριφορά τους», σημειώστε το όνομά του και θυμηθείτε: αυτό το παιδί θα πάει μπροστά.
*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Νοεμβρίου 2014