Είναι πάντοτε ενδιαφέροντα τα αυτοβιογραφικά κείμενα σημαντικών συγγραφέων γιατί –ως έναν βαθμό τουλάχιστον –αποκαλύπτουν πώς η ζωή τους διαμόρφωσε τη λογοτεχνία τους, για την ακρίβεια ποια κομμάτια της εμπειρίας, της πραγματικής ζωής –όπου ασφαλώς συγκαταλέγεται η φαντασία –γονιμοποίησαν τις άλλες παράλληλες ζωές, τις ζωές της μυθοπλασίας τους.

Σημασία έχει βέβαια τι αναζητεί ο κάθε αναγνώστης σε τέτοιου είδους κείμενα: άλλοι ψάχνουν άγνωστες και σπαρταριστές λεπτομέρειες του βίου (που μπορεί και να μην υπάρχουν) ή προσπαθούν να εντοπίσουν ποια γεγονότα πέρασαν ενδεχομένως απαράλλαχτα σε κάποια μυθιστορήματα· άλλοι πάλι επικεντρώνονται σε εκείνον τον μυστήριο ομφάλιο λώρο που συνδέει τον δημιουργό με τον κόσμο.

PAUL AUSTER

Ημερολόγιο του χειμώνα

Μετάφραση Σταυρούλα Αργυροπούλου.

Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2014,

σελ. 240, τιμή 13,30 ευρώ

* Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 5 Νοεμβρίου.

Το «Ημερολόγιο του χειμώνα» του Αμερικανού Πολ Οστερ είναι μια εκ βαθέων εξομολόγηση γραμμένη σε δεύτερο πρόσωπο, μια ανθρώπινη μα και καλλιτεχνική μαρτυρία που αξίζει να διαβαστεί ακόμη και από εκείνους, τους αλλοτινούς αναγνώστες του δηλαδή, που πιστεύουν πως ό,τι είχε να δώσει, καταπώς λέμε, το έδωσε. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 2012 (ακολούθησε ένα δεύτερο, συμπληρωματικό υπό τον τίτλο «Report from the Interior» το 2013) και περιέχει μια σειρά προσωπικές καταγραφές του συγγραφέα, άλλες καθαρά πραγματολογικού και άλλες δοκιμιακού χαρακτήρα, από μια πρόσφατη αναστοχαστική περίοδο του «ύστερου Πολ Οστερ», ό,τι θα μπορούσαμε να δούμε ως έναν αργό και αβέβαιο βηματισμό από τα 63 προς τα 66 του χρόνια.

Αν στην αυτοβιογραφική «Επινόηση της μοναξιάς» (1982) κυριαρχεί η μορφή του νεκρού πατέρα –ο οποίος πέθανε κυριολεκτικώς στην αγκαλιά της «φιλεναδίτσας» του –και ένας προβληματισμός για την ίδια την πατρότητα, εδώ ο θάνατος της μάνας από συγκοπή (Μάιος 2002) πυροδοτεί, δύο ημέρες αργότερα, την πρώτη «κρίση πανικού» στη ζωή του συγγραφέα.
«Χρόνια είχα να την ακούσω τόσο ευτυχισμένη» είπε ο Πολ Οστερ στη δεύτερη σύζυγό του Σίρι Χούστβεντ (ο πρώτος του γάμος με τη Λίντια Ντέιβις διήρκεσε τέσσερα χρόνια) ύστερα από μια παρατεταμένη, κεφάτη τηλεφωνική συνομιλία που είχε μαζί της. Οταν η Ντέμπι, η κοπέλα που μία φορά την εβδομάδα καθάριζε το διαμέρισμα της μητέρας του, του ανακοίνωσε από τηλεφώνου ότι τη βρήκε νεκρή στο κρεβάτι της, εσύ, ο γιος της, παραδόξως «δεν μένεις εμβρόντητος, δεν σοκάρεσαι, δεν νευριάζεις καν». Φθάνεις, αντιθέτως, στο σημείο να διερωτηθείς ακόμη κι αν σε χαροποίησε, έστω και λίγο, ο χαμός της. Η αντίδραση ωστόσο είναι αναπόφευκτη. «Δεν μπορούσες να κλάψεις. Δεν μπορούσες να πενθήσεις, όπως κάνουν συνήθως οι άνθρωποι, κι έτσι το ίδιο σου το κορμί κατέρρευσε και πένθησε για σένα» γράφει ο Πολ Οστερ και εκεί ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι αυτή η αφήγηση, μια αφήγηση κατά τ’ άλλα σπειροειδής αλλά όχι χαοτική μέσα στον χρόνο, αναβλύζει περισσότερο από το ίδιο το σώμα, επειδή ακριβώς «εκεί αρχίζει η ιστορία, μέσα στο σώμα σου, και τα πάντα θα τελειώσουν επίσης μέσα στο σώμα σου».
Ο Πολ Οστερ αποφαίνεται, προς το τέλος του βιβλίου, ότι «το γράψιμο είναι μια μορφή χορού», κάτι που συνειδητοποιεί παρακολουθώντας μια «βουβή παράσταση» οκτώ χορευτών σε ένα σχολικό γυμναστήριο, μια εμπειρία καθοριστική για τη «δεύτερη ενσάρκωσή» του ως συγγραφέα.
«Το γράψιμο ξεκινά μέσα στο σώμα σου, είναι η μουσική του σώματος, κι έστω κι αν τα λόγια έχουν νόημα, αν μπορούν μερικές φορές να έχουν νόημα, η μουσική των λόγων βρίσκεται εκεί όπου αρχίζουν τα νοήματα».
Σε τούτο το βιβλίο ακόμη και το πιο ταπεινό σημάδι, λ.χ. μια επίκτητη ουλή στο φρύδι, έχει την ιστορία του και τη σημασία του. Σε τούτο το βιβλίο το σώμα είναι που ενορχηστρώνει την ανάκληση των περασμένων, οι απολαύσεις και οι καταπονήσεις του ενεργοποιούν τη μνήμη. Ο αναγνώστης παρακολουθεί, βέβαια, τις περιπλανήσεις αυτού του σώματος –προϊόν της «γενετικής δεξαμενής» των Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης -, παρακολουθεί την πορεία του από την παιδική ηλικία στο Νιου Τζέρσεϊ –όταν η άκρη του περιτμημένου πέους μοιάζει με στρατιωτικό κράνος –ως την καθοριστική στιγμή του πρώτου «ψευδοεμφράγματος» στην Παρκ Σλοπ του Μπρούκλιν (όπου ο Πολ Οστερ κατοικεί ως σήμερα).
Και ενδιαμέσως την πρώτη σεξουαλική επαφή με μια νεαρή μαύρη καλλονή σε ένα μπορντέλο στο Κουίνς ή την υπέροχη εμπειρία με μια «διαφορετική» πόρνη στο Παρίσι των αρχών της δεκαετίας του 1970 –γυμνός και ξαπλωμένος, «καθώς άρχισες να μιλάς για ποίηση, η Σάντρα έκλεισε τα μάτια και άρχισε να απαγγέλλει Μποντλέρ» και εσύ, ο συγγραφέας, προσδοκάς, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ότι ο «καταραμένος» ποιητής «θα ανακαθόταν στον τάφο του και θα έστηνε αυτί».
Η αφήγηση εδώ επέχει εν τέλει μια θέση απογραφής υπαρξιακού χαρακτήρα από την ώρα που ο συγγραφέας αναρωτιέται «πόσα πρωινά απέμειναν» από εδώ και στο εξής, μια και «στο κάτω κάτω ο χρόνος εξαντλείται».
Ο Πολ Οστερ διερευνά εδώ πώς νιώθει ο ίδιος ζώντας μέσα στο σώμα του από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Φτιάχνει «έναν κατάλογο από αισθητηριακά δεδομένα», μια «φαινομενολογία της αναπνοής», ένα εγχείρημα που στην αρχή φαντάζει ρευστό, ίσως άπιαστο, αλλά στο τέλος λαμβάνει στερεή μορφή και βρίσκει τον χώρο του στο οστερικό οικοδόμημα.

PAUL AUSTER

Σάνσετ Παρκ

Μετάφραση Σπύρος Γιανναράς.

Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2014,

σελ. 304, τιμή 15,50 ευρώ

* Ο Πολ Οστερ, καλεσμένος της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, επισκέπτεται την Αθήνα τις επόμενες ημέρες και την Τετάρτη 5 Νοεμβρίου, στις 7 το βράδυ, συνομιλεί με τον δημοσιογράφο Ηλία Μαγκλίνη σε μια δημόσια εκδήλωση, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Λέξεις και Σκέψεις».

Από το Μεταίχμιο, που εκδίδει πλέον αποκλειστικά τον Πολ Οστερ στην ελληνική γλώσσα, έχει ήδη κυκλοφορήσει το πλέον πρόσφατο (2010) μυθιστόρημά του Σάνσετ Παρκ με φόντο την πρόσφατη οικονομική κατάρρευση στις ΗΠΑ και την αβεβαιότητα της νεολαίας. Ο συγγραφέας της Τριλογίας της Νέας Υόρκης αναμένεται εντός του 2016 να παραδώσει στον αμερικανό εκδότη «το πιο φιλόδοξο έργο του» που λέγεται ότι θα φθάσει τις 1.000 σελίδες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ