Tα πρώτα αποσπάσματα της «Φόνισσας» που ακούστηκαν ένα βράδυ του περασμένου Ιουλίου στο ανοιχτό θεατράκι στο Μπούρτζι της Σκιάθου, στο νησί του Παπαδιαμάντη, ήρθαν να δικαιώσουν τον πολυαναμενόμενο χαρακτήρα της επικείμενης πρεμιέρας του έργου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 19 Νοεμβρίου.
Η νέα όπερα του Γιώργου Κουμεντάκη, βασισμένη στο ομότιτλο διήγημα του «αγίου των ελληνικών γραμμάτων», αποτελεί παραγγελία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο πλαίσιο της πρόθεσής της να στηρίξει την εγχώρια λυρική δημιουργία, η οποία, όπως εύστοχα επεσήμανε και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του οργανισμού Μύρων Μιχαηλίδης στη διάρκεια του σχετικού συμποσίου που διοργάνωσε η ΕΛΣ στη Σκιάθο το περασμένο καλοκαίρι, «τα τελευταία χρόνια δεν είχε να υπερηφανευτεί για κάποιο μείζον γεγονός».
Η «Φόνισσα» αποκαλύπτει ένα μουσικό ψηφιδωτό στο «χτίσιμο» του οποίου συμβάλλουν όλες οι δυνάμεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Πέρα από τους μονωδούς, η σύνθεση προβλέπει μεγάλη συμφωνική ορχήστρα, τρεις μουσικούς επί σκηνής (μπαγιάν, σαξόφωνο, κρουστά), καθώς και τέσσερα χορωδιακά σύνολα. Η ανδρική χορωδία στο βάθος της σκηνής εστιάζει στα δεινά της ανθρώπινης φύσης, ενώ μια πολυπληθής γυναικεία λειτουργεί ως καθρέφτης της καθημερινότητας. Μία ακόμη γυναικεία χορωδία, ολιγομελής, με τέσσερις μοιρολογίστρες, ερμηνεύει χορωδιακά που βασίζονται στα πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου. Η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ έχει τον ρόλο του παιδικού χορού που τροφοδοτεί την εγκληματική φύση της ηρωίδας. Ο ομώνυμος ρόλος, ωστόσο, απαιτεί πρωτόγνωρες αντοχές καθώς η βασική πρωταγωνίστρια βρίσκεται περίπου δύο ώρες επί σκηνής κατευθύνοντας και παρακολουθώντας τα πάντα. Καθώς η αντίστροφη μέτρηση για την πρεμιέρα έχει αρχίσει, τα κεντρικά πρόσωπα της παραγωγής αποκαλύπτουν τα «μυστικά» ενός από τα πλέον αναμενόμενα καλλιτεχνικά γεγονότα της εφετινής σεζόν.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗΣ
Ο συνθέτης
«Ανοιχτός ο δρόμος στο μέλλον»
«Ανέκαθεν ένιωθα οικειότητα με τον Παπαδιαμάντη. Ετσι αυτά τα τρία χρόνια που κράτησε η σύνθεση της “Φόνισσας” ο συγγραφέας ήταν η βασική μου παρέα. Τη Φραγκογιαννού την αντιμετώπιζα και εξακολουθώ να την αντιμετωπίζω με δέος. Μόλις τώρα, στη διάρκεια των προβών, της έχω δώσει μέσα μου μορφή μέσα από τις προσωπικότητες των δύο πρωταγωνιστριών οι οποίες είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Πολυσύνθετος χαρακτήρας η Φραγκογιαννού, είναι σαφώς ένα πρόσωπο που υπερβαίνει το μέτρο και αυτό κατά τη γνώμη μου προσφέρει τη δυνατότητα να την κατατάξει κανείς δίπλα στις μεγάλες ηρωίδες του λυρικού θεάτρου. Για μένα, ως συνθέτη, η “Φόνισσα” σηματοδοτεί το τέλος μιας μακράς πορείας που άρχισε μετά το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004 και σφραγίστηκε από την προσπάθεια μετουσίωσης της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής μέσα από την προσωπική μου γραφή. Το πού θα κινηθώ από ‘δώ κι εμπρός είναι άγνωστο. Σίγουρα θα πάω κάπου αλλού. Ο δρόμος είναι τόσο ανοιχτός που με προκαλεί και με ευχαριστεί. Θα ήταν όμως παράλογο να το σκεφτώ τώρα που βρίσκομαι μέσα στη διαδικασία του ανεβάσματος της όπερας. Το κεφάλαιο αυτό δεν θα κλείσει ούτε με το πέρας των παραστάσεων αλλά έπειτα από αρκετό καιρό, όταν πια “καθήσει” μέσα μου».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΒΩΛΟΣ
Ο λιμπρετίστας
«Από τη Γενούφα στη Φραγκογιαννού»
«Η ιδέα για τη διασκευή της “Φόνισσας” σε όπερα γεννήθηκε μέσα μου όταν έτυχε να παρακολουθήσω μια παράσταση της “Γενούφας” του Γιάνατσεκ στο Φεστιβάλ του Glyndebourne τη δεκαετία του ’90. Τότε είπα μέσα μου: “Αυτό είναι μια Φόνισσα”. Το πρότεινα στον Γιώργο Κουμεντάκη πριν από 5-6 χρόνια και ξεκινήσαμε χωρίς να είναι ξεκάθαρο εξαρχής τι μορφή θα έπαιρνε το εγχείρημα. Τη νουβέλα του Παπαδιαμάντη την είχα υπόψη μου, βέβαια, αλλά αυτή τη φορά τη διάβασα πιο οργανωμένα. Από τις πρώτες αναγνώσεις με εντυπωσίασε το ζωντανό και συμπυκνωμένο συναίσθημα που αποπνέει. Κατόπιν άρχισα να ξεχωρίζω τα κομμάτια που μου φαινόταν ότι “ζητούσαν μουσική”. Για το καθαυτό λιμπρέτο χρησιμοποιήθηκε κατά 90% αυτούσιο το κείμενο του Παπαδιαμάντη, ενώ σε πολλά σημεία όπου αντί για διάλογο στην ουσία έχουμε εσωτερικούς μονολόγους μετατράπηκαν και αυτοί σε κείμενο. Παράλληλα προστέθηκαν και κάποια παραδοσιακά τραγούδια και αργότερα οργανώθηκαν και σκηνικές οδηγίες. Είναι το πρώτο μου λιμπρέτο όπου η διαδικασία αποδείχθηκε πολύ δημιουργική. Η συνεργασία δεν ήταν εύκολη γιατί ο καθένας έχει το δικό του όραμα, αλλά η όλη εμπειρία ήταν σαφώς διεγερτική».
ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ο μαέστρος
«Κόσμος ιδιαίτερος και συγκινητικός»
«Το να διευθύνω ένα καινούργιο έργο δεν είναι πρωτόγνωρο για μένα αλλά παραμένει συναρπαστικό. Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι πως δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός γιατί είμαι βυθισμένος στο σύμπαν της “Φόνισσας”. Αγαπώ την κάθε νότα της όπερας, την κάθε πτυχή. Δεν ξέρω πώς θα το εισπράξει ο θεατής που θα το ακούσει για πρώτη φορά γιατί αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τον σκηνοθετικό και δραματουργικό παράγοντα. Ωστόσο από τη στιγμή που θα εισχωρήσει κανείς στον κόσμο του έργου το θεωρώ σχεδόν αδύνατον να μη συγκινηθεί. Ο Κουμεντάκης καταφέρνει με τρόπο μοναδικό να συγκεράσει ακούσματα της ελληνικής παράδοσης με τη δυτική συμφωνική μουσική. Αυτός ο συγκερασμός δημιουργεί ένα αποτέλεσμα πολύ ιδιαίτερο που επιδρά σε πολύ πιο βαθύ επίπεδο της ψυχής μου. Πρόκειται για μια μεγάλη αρετή του έργου το οποίο, χωρίς να είναι προχωρημένα μοντέρνο στην αρμονία του, είναι απίστευτα σύγχρονο και πρωτότυπο. Αυτό το οποίο θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον για το κοινό, κατά τη γνώμη μου, είναι οι εναλλαγές των ηχοχρωμάτων: αυτό το απότομο πέρασμα από το βουητό, τον πυκνό ήχο, σε κάτι απόλυτα εσωτερικό, στη μοναξιά, στο συνεπτυγμένο που σου κόβει την ανάσα. Για μένα είναι συναρπαστικό να δουλεύω με τις δύο πρωταγωνίστριες γιατί φωτίζουν το έργο από διαφορετική γωνία».
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ
Ο σκηνοθέτης
«Ο ζόφος της ηρωίδας και η ατμόσφαιρα θρίλερ»
«Το να σκηνοθετείς ένα καινούργιο έργο είναι πολύ διαφορετική εμπειρία από την κλασική όπερα, όπου ο σκηνοθέτης μπαίνει τελευταίος έχοντας ένα δεδομένο αποτέλεσμα μπροστά του. Εν προκειμένω παρακολούθησα ολόκληρη την πορεία της δημιουργίας και ο συνθέτης, από την πλευρά του, είναι παρών σε μεγάλο μέρος των προβών. Ετσι υπάρχει μια πραγματικά δημιουργική συνεργασία. Το ζητούμενο στην παράσταση είναι να φτιάξουμε μια όσο το δυνατόν πιο καθαρή αφήγηση η οποία θα λειτουργήσει άμεσα και σύγχρονα. Αυτό άλλωστε ταιριάζει και στη μουσική, η οποία, παρ’ όλες τις αναφορές της στην παράδοση, δεν έχει καμία σχέση με φολκλόρ. Από την άλλη πλευρά, δεν θέλουμε να χάσουμε και την επαφή με το ελληνικό χρώμα και την ατμόσφαιρα. Αυτό που σίγουρα έχει σημασία είναι να αναδειχθεί ο ζόφος της Φόνισσας. Το έργο του Κουμεντάκη είναι, θα μπορούσα να πω, ένα μονόδραμα όπου τα πάντα περνούν μέσα από την προσωπικότητα της ηρωίδας. Στην παράσταση παίζουμε πολύ με τους εφιάλτες της Φραγκογιαννούς προκειμένου να δείξουμε την εξέλιξη της παράνοιάς της έως την τελική σκηνή του έργου, η οποία είναι δραματουργικά τολμηρή. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι μοιάζει με τη λογική του θρίλερ. Ο Κουμεντάκης δεν αφηγείται απλώς μια ιστορία, ανασυνθέτει ένα ψυχικό τοπίο».
ΠΕΤΡΟΣ ΤΟΥΛΟΥΔΗΣ
Ο σκηνογράφος
«Ο χώρος συμπάσχει με την πλοκή του έργου»
«Μελετώντας το κείμενο της “Φόνισσας” είχα την αίσθηση ότι αυτό το πρόσωπο ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τη φύση. Πιο συγκεκριμένα, είχα την αίσθηση ότι στεκόμουν δίπλα σε έναν καταρράκτη. Ισως να επηρεάστηκα και από τη μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη που άκουγα ανά διαστήματα. Προσπάθησα να δημιουργήσω ένα τοπίο με ελαφρές κατασκευές, σχεδόν εφήμερες, φτιαγμένες με χειρωνακτικό τρόπο, που να συνθέτουν ένα είδος οικισμού κοντά στο υγρό στοιχείο. Για τους ανθρώπους σε αυτή τη χώρα η ζωή στους εξωτερικούς χώρους των οικισμών και των χωριών ήταν και είναι ένα σημείο αναφοράς της καθημερινότητάς τους. Κατά τη διάρκεια της παράστασης ο σκηνογραφικός χώρος “συμπάσχει” με την πλοκή του έργου. Μια ανεστραμμένη πραγματικότητα εικονοποιείται μέσα από το μυαλό της Φόνισσας και τα ίδια τα στοιχεία του σκηνικού γίνονται μηχανισμοί που οδηγούν τον θεατή στο μοιραίο τέλος της αφήγησης.
Τα κοστούμια σχεδιάστηκαν, σε συνεργασία με την ενδυματολόγο Ιωάννα Τσάμη, σε γκρίζες αποχρώσεις χρωμάτων με το σκεπτικό ενός κολάζ ασπρόμαυρων φωτογραφιών, δημιουργώντας μια χρονική απόσταση από το τώρα και ευελπιστώντας να προτείνουν μια νέα ανάγνωση σε πραγματικό χρόνο».
ΕΙΡΗΝΗ ΤΣΙΡΑΚΙΔΟΥ
Η φόνισσα
«Καθώς η ίδια έχω μια φυσική τάση στην υπερβολή, ο σκηνοθέτης την αντιμετώπισε με χιούμορ. Δεν θα ξεχάσω κάποια στιγμή που μου είπε: “Βρε παιδί μου, μην ξεδιπλώνεσαι σαν Καρυάτιδα, μια λαϊκή γυναίκα ερμηνεύεις…”. Πέρα από το χιούμορ, πρόκειται για μια πραγματικά ενδιαφέρουσα πορεία. Η προσωπικότητα της Φόνισσας δεν είναι ούτε ρεαλιστική ούτε αφηρημένα ρομαντική και έχει πολύ ενδιαφέρον το πότε μπαίνει στις δικές της παραισθήσεις και πότε βγαίνει απ’ αυτές. Επειδή το έργο είναι γραμμένο στην ελληνική γλώσσα, ήθελα να το προσεγγίσω έτσι ώστε το τραγούδι να είναι μεν οπερατικό, να μην έχει όμως τον “βαρύ” λυρικό ήχο, και αυτό θεωρώ ότι ταιριάζει και στη μουσική, η οποία φέρει τόσα παραδοσιακά στοιχεία. Είναι σαν να περπατάς στο μεταίχμιο δύο κόσμων.
Αναφορικά με την ίδια την ηρωίδα, η Φραγκογιαννού είναι μια γυναίκα που δεν γεννήθηκε παθολογικά σχιζοφρενής, οδηγήθηκε στην παράνοια στην πορεία της ζωής της, όταν το παράπονό της κατέληξε να γίνει εμμονή μέσα της. Αυτή είναι μεγάλη διαφορά και υπαγορεύει τελείως διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση».
ΤΖΟΥΛΙΑ ΣΟΥΓΛΑΚΟΥ
Η άλλη φόνισσα
«Πρόκειται για μια πολύ διαφορετική διαδικασία από αυτήν της κλασικής όπερας όπου ο ρόλος είναι δεδομένος. Η εμπειρία ενός καινούργιου έργου ανοίγει άλλους δρόμους και είναι πραγματικά υπέροχη. Προσωπικά αυτό το διάστημα το βιώνω ως πραγματικό δώρο στη ζωή μου και αισθάνομαι τυχερή. Η Φραγκογιαννού είναι μια απλή γυναίκα που κρύβει μέσα της το χάος. Μάλλον δεν το κρύβει, το βιώνει. Θέλοντας λοιπόν να βάλει τάξη σ’ αυτό, φτάνει να σκοτώνει αθώα κοριτσάκια. Η ηρωίδα μού ήταν οικεία και πολύ αγαπημένη μέσα από το διάβασμα του Παπαδιαμάντη. Ενα πρόσωπο που παλεύει με τους εφιάλτες του, με την παράνοιά του, ένα πρόσωπο βασανισμένο από παιδί, το οποίο κάποια στιγμή μέσα στο δράμα του παρανοεί. Πέρα από όλα αυτά, θεωρώ αυτό καθαυτό το ανέβασμα της “Φόνισσας” πολύ σημαντικό. Μακάρι να γίνει η αφορμή να αρχίσει κάτι να χαράζει, να δώσει έναυσμα ώστε να βρει βήμα έκφρασης η ελληνική δημιουργία».
πότε & πού:
Η «Φόνισσα» του Γ. Κουμεντάκη, βασισμένη στο ομότιτλο διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη, θα παρουσιαστεί από την Εθνική Λυρική Σκηνή στις 19, 21, 23 και 26/11 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη)
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



