Η Δανία και η Γερμανία έχουν επωφεληθεί από την εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά περισσότερο από ό,τι άλλες χώρες την περίοδο 1992-2012, σύμφωνα με το Ίδρυμα Bertelsmann. Στις τελευταίες θέσεις Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία.
«Ο βαθμός ενσωμάτωσης μιας χώρας στην εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά καθορίζει την ανάπτυξη της οικονομίας». Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει έρευνα του Ιδρύματος Bertelsmann που συμπεριλαμβάνει 14 κράτη μέλη της ΕΕ, ανάμεσα σε αυτά και την Ελλάδα.
Στους κερδισμένους της ελεύθερης διακίνησης προϊόντων, ατόμων, υπηρεσιών και κεφαλαίων κατά την χρονική περίοδο μεταξύ 1992 και 2012 συγκαταλέγονται η Δανία και η Γερμανία, με ετήσια κατά κεφαλή άνοδο του εισοδήματος της τάξεως των 500 ευρώ για την πρώτη και 450 για τη δεύτερη.
Αισθητά μικρότερες είναι οι αυξήσεις στις χώρες του Νότου. Στην Ιταλία το μέσο ετήσιο εισόδημα αυξήθηκε κατά 80 ευρώ, στην Ισπανία και στην Ελλάδα κατά 70 και στην Πορτογαλία μόλις κατά 20 ευρώ.
H κρίση επιτάχυνε μία ήδη υπάρχουσα κατάστασηΟι χαμηλές αυξήσεις δεν είναι πρωταρχικά αποτέλεσμα της κρίσης που ξέσπασε τα τελευταία χρόνια. Η κρίση απλώς επιτάχυνε προς το χειρότερο μια κατάσταση που υπήρχε από πριν, όπως συμπεραίνει η έρευνα.
Αιτία των χαμηλών ρυθμών αύξησης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος είναι οι ανεπαρκείς επιτυχίες στην προσπάθεια ενσωμάτωσης των χωρών του Νότου στην εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Από τότε η Ελλάδα διατηρεί μονίμως την τελευταία θέση στην κλίμακα ενσωμάτωσης της έρευνας. Δείκτες για αυτή την κλίμακα είναι, μεταξύ άλλων, η οικονομική διασύνδεση της εθνικής οικονομίας με τις υπόλοιπες οικονομίες της ΕΕ ή ακόμη οι προσπάθειες που καταβάλλονται για να προσαρμοστεί η εγχώρια αγορά στα επίπεδα των άλλων αγορών. Τέλος, από το ξέσπασμα της κρίσης το 2009 όλοι οι οικονομικοί δείκτες της Ελλάδας έχουν καταρρεύσει.