«Σήμερα εγκρίθηκε η επένδυση της Cosco από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΛΠ η οποία θα φέρει το λιμάνι του Πειραιά στη κορυφή διεθνώς». Αυτό επεσήμανε το μεσημέρι της Πέμπτης ο υπουργός Ναυτιλίας και Αιγαίου κ. Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης μετά το τέλος της συνεδρίασης του ΔΣ του Οργανισμού το οποίο ενέκρινε τον φιλικό διακανονισμό μεταξύ της θυγατρικής της Cosco και του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς ΑΕ, παρά τις όποιες ενστάσεις είχαν διατυπώσει παράγοντες του ΤΑΙΠΕΔ.
Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του υπουργείου η συμφωνία για νέες επενδύσεις στο λιμάνι του Πειραιά γίνεται μέσω Φιλικού Διακανονισμού μεταξύ ΟΛΠ ΑΕ – ΣΕΠ ΑΕ και τελούσε όλο το διάστημα υπό την προσωπική εποπτεία και ευθύνη του υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου.
Στην ανακοίνωση επισημαίνεται ότι «σύμφωνα με το επιχειρηματικό της σχέδιο, περιλαμβάνονται επενδύσεις ύψους 230 εκατ. ευρώ και ειδικότερα: (α) η κατασκευή και εκμετάλλευση του Δυτικού Προβλήτα III του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων του ΟΛΠ ΑΕ από τη ΣΕΠ ΑΕ, (β) η κατασκευή για λογαριασμό του ΟΛΠ Α.Ε του Προβλήτα Πετρελαιοειδών και (γ) η αναβάθμιση με νέο μηχανολογικό εξοπλισμό των Προβλητών II και Ανατολικού Προβλήτα ΙΙΙ ΣΕΜΠΟ».
Σημειώνεται, στην ίδια ανακοίνωση, ότι με την επένδυση αυτή δημιουργούνται 700 νέες θέσεις εργασίας στον Πειραιά και 1.500 έμμεσες, ενώ, παράλληλα, διασφαλίζεται η αναπτυξιακή προοπτική του λιμανιού, το οποίο πλέον αναμένεται ανακτήσει κυρίαρχο ρόλο μεταξύ των λιμανιών όλης της Μεσογείου.
Ο κ. Βαρβιτσιώτης δήλωσε πως «είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς, διότι είναι η μεγαλύτερη επένδυση που γίνεται στη χώρα μας στα χρόνια της κρίσης. Σηματοδοτεί την εμπιστοσύνη μεγάλων ξένων επενδυτών στη χώρα μας, ενώ παράλληλα δίνει στο λιμάνι του Πειραιά τη δυνατότητα να γίνει το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της Μεσογείου. Να αυξήσει, δηλαδή, τη δυναμικότητά του από τα 3,7 εκατ. εμπορευματοκιβώτια στα 6,2 εκατ. εμπορευματοκιβώτια ετησίως».
Ο υπουργός Ναυτιλίας και Αιγαίου πρόσθεσε ότι «στόχος μας ήταν πάντοτε να αξιοποιήσουμε τις λιμενικές υποδομές προς όφελος της Εθνικής Οικονομίας, ανοίγοντας ορίζοντες προς το εξωτερικό. Αυτός ήταν ένας στόχος ο οποίος στην αρχή αμφισβητήθηκε, αλλά σήμερα η επένδυση στο λιμάνι του Πειραιά θεωρείται ένα κορυφαίο παράδειγμα επιτυχημένης προσέλκυσης ξένων επενδύσεων. Προσωπικά, αισθάνομαι ιδιαίτερα ευτυχής γιατί όλη αυτή η πορεία έγινε επί υπουργίας μου, αφού στην αρχή υπήρχε μόνο η προφορική δέσμευση ανάμεσα στον έλληνα πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, και τον Κινέζο ομόλογό του, όταν και συμφώνησαν να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο θα επεκταθεί η παρουσία της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά».
Τόνισε ακόμη σχετικά με την διαπραγμάτευση που έγινε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι «είχαμε θέσει από νωρίς τον όρο ότι οποιαδήποτε συμφωνία θα τελούσε υπό την προκαταρκτική έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το κάναμε αυτό διότι δεν θέλαμε στο μέλλον να υπάρχει οποιαδήποτε ανησυχία για ενδεχόμενες κρατικές ενισχύσεις ή παραβίασης των όρων που επιβάλlει η ΕΕ για τη διαφάνεια στην κατάρτιση τόσο μεγάλων συμβάσεων. Όντως, οι απαντήσεις που λάβαμε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δείχνουν ακριβώς αυτό: Ότι υπήρξε μια σοβαρή, ουσιαστική και συστηματική τεκμηρίωση που επιβεβαιώνει τη συμβατότητα αυτής της συμφωνίας με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο».
Και πρόσθεσε πως «μία χώρα που βρίσκεται σε κρίση και από την οποία ζητάμε να αυξήσει το ΑΕΠ της προσελκύοντας ξένες επενδύσεις, δεν μπορεί αυτές να «κολλάνε» στα γρανάζια της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών και για μακρύ χρονικό διάστημα να μην υπάρχει θετική ή αρνητική απάντηση» και αναφερόμενος στη συμβολή του Πρωθυπουργού ανέφερε ότι «ήταν η προσωπική του παρέμβαση που οδήγησε στην αποστολή των απαντήσεων, των τεκμηριωμένων απαντήσεων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη Γενική Διεύθυνση της Εσωτερικής Αγοράς τόσο σύντομα.»
Ο κ. Βαρβιτσιώτης επεσήμανε ότι η αύξηση που έχει δείξει ο ΟΛΠ τα τελευταία χρόνια στα εμπορευματοκιβώτια δείχνει ότι υπάρχει ακόμα πολύ μεγάλο περιθώριο για την ανάπτυξη όλων, γενικά των υποδομών της χώρας που πρέπει να αξιοποιήσει την γεωστρατηγική της θέση, ιδιαίτερα στη σημερινή περίοδο γεωπολιτικής ανασφάλειας σε όλες τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. «Τώρα είναι η ευκαιρία να γίνουμε πραγματικά η πύλη εισόδου εμπορευμάτων της Ευρώπης και η πύλη των εξαγωγών της Ευρώπης» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Σε ανακοίνωση του ο ΟΛΠ αναφέρει πως το Διοικητικό Συμβούλιο «ενέκρινε το επιχειρηματικό σχέδιο Συμφωνίας μέσω Φιλικού Διακανονισμού ΟΛΠ – ΣΕΠ και αποφάσισε την αποστολή του στο Ελεγκτικό Συνέδριο για προσυμβατικό έλεγχο».
Στην ανακοίνωση αναφέρεται πως όπως είναι γνωστό οι δυο πλευρές έχουν αποφασίσει την κατασκευή του δυτικού Γ’ Προβλήτα Εμπορευματοκιβωτίων και την ανανέωση του μηχανολογικού εξοπλισμού δαπάνης 230 εκατ. ευρώ, την οποία θα επενδύσει εξ ολοκλήρου η ΣΕΠ ΑΕ.
Όπως δήλωσε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΟΛΠ ΑΕ κ. Γιώργος Ανωμερίτης: «Για τον Οργανισμό ο Φιλικός Διακανονισμός Β’ της Σύμβασης Παραχώρησης είναι μια επικερδής επιχειρηματική δραστηριότητα, στα πλαίσια των πολιτικών των παραχωρήσεων λιμενικών υπηρεσιών, όπως γίνεται σε όλα τα λιμάνια του κόσμου. Πολύ δε περισσότερο που ο παραχωρούμενος χώρος είναι θάλασσα και όχι ενεργά λειτουργών προβλήτας. Το ΔΣ του ΟΛΠ ΑΕ από την αρχή επέλεξε και ενέταξε στη συμφωνία αυτή, το μέγιστο της διαδικασίας διαφάνειας: α) να αποσταλεί δηλαδή το σχέδιο συμφωνίας στην ΕΕ, β) να αποσταλεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο, γ) να εγκριθεί από τη Γενική Συνέλευση και δ) να ψηφισθεί στη Βουλή».
Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού και η Επιτροπή Εσωτερικού Ελέγχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκριναν τον φιλικό διακανονισμό.
Η δημοσιοποίηση της απόφασης για τον φιλικό διακανονισμό, όπως ανέφεραν πληροφορίες, οδήγησε σε παραίτηση την εκπρόσωπο του ΤΑΙΠΕΔ στο Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού. Στελέχη του ΤΑΙΠΕΔ ωστόσο έσπευσαν εξ αρχής να αποδώσουν την παραίτηση σε προσωπικούς λόγους.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του ΟΛΠ ο πρόεδρος του ΤΑΙΠΕΔ κ. Κωνσταντίνος Μανιατόπουλος με επιστολή του προς τον κ. Ανωμερίτη, όρισε ως μέλος του ΔΣ στη θέση της παραιτηθείσας για προσωπικούς λόγους κυρίας Ελισάβετ Αργυροπούλου τον επίσης προερχόμενο από το ΤΑΙΠΕΔ project manager κ. Αθανάσιο Λιάγκο.
Όπως λένε επιπροσθέτως παράγοντες του Οργανισμού από τα οικονομικά στοιχεία προκύπτει ότι η επένδυση θα ανέλθει σε 230 εκατ. ευρώ και η Καθαρά Παρούσα Αξία της Σύμβασης Παραχώρησης θα ανέλθει, όταν ολοκληρωθεί η επένδυση, σε 860 εκατ. ευρώ κατά το απαισιόδοξο σενάριο και σε 1,084 δισ. ευρώ στο αισιόδοξο σενάριο από 498 εκατ. ευρώ που ήταν κατά την έναρξη της αρχικής σύμβασης. Παράλληλα διεθνείς μέτοχοι του ΟΛΠ ΑΕ ανεβάζουν πλέον τη συνολική αξία του Οργανισμού στο ποσό των 1,8 – 2 δισ. ευρώ.