Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ανακοίνωσε την Πέμπτη, ότι αποδέχτηκε την αίτηση αναίρεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία ζητούσε την ακύρωση απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου από τις 20 Σεπτεμβρίου 2012, που είχε δικαιώσει τη ΔΕΗ στο θέμα του μονοπωλίου των κοιτασμάτων λιγνίτη.

Με την απόφασή του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η Συνθήκη επιβάλλει στα κράτη-μέλη να μη θεσπίζουν και να μη διατηρούν μέτρα αντίθετα προς τους κανόνες της Συνθήκης ως προς τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα.

Επίσης, η Συνθήκη απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της, εφόσον η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών-μελών.

Σε ό,τι αφορά το ιστορικό της υπόθεσης επισημαίνεται ότι μετά από καταγγελία που έλαβε η Επιτροπή το 2003 από ιδιώτη, διαπίστωσε ότι τα δικαιώματα της ΔΕΗ δημιουργούσαν ανισότητα ευκαιριών μεταξύ των επιχειρήσεων στην πρόσβαση σε πρωτογενή καύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και παρείχαν στην εταιρεία τη δυνατότητα να διατηρήσει τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.

Κατά την Επιτροπή, η ΔΕΗ κατείχε δεσπόζουσα θέση στις αγορές προμήθειας λιγνίτη και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας με μερίδιο που υπερέβαινε το 97% και 85%, αντιστοίχως.

Η ΔΕΗ κατέθεσε προσφυγή στο Γενικό Δικαστήριο στις 13 Μαΐου 2008 και ζήτησε την ακύρωση της απόφασης της Κομισιόν.

Το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε τον Σεπτέμβριο του 2012 ότι για την αδυναμία των λοιπών επιχειρήσεων να αποκτήσουν πρόσβαση στα διαθέσιμα κοιτάσματα λιγνίτη δεν ευθύνεται η ΔΕΗ, εφόσον η παραχώρηση αδειών εκμεταλλεύσεως λιγνίτη εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση της.

Ο ρόλος της ΔΕΗ στην εν λόγω αγορά περιοριζόταν στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων εκείνων των οποίων κατείχε τα δικαιώματα εκμετάλλευσης.

Το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση της Επιτροπής διότι δεν είχε αποδείξει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.

Στις 30 Νοεμβρίου 2012 η Επιτροπή ζήτησε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.