Η μεταπολεμική ιστορία της χώρας περνάει ως έναν βαθμό και μέσα από την πορεία της ΔΕΗ, που συνδέεται άμεσα με την οικονομική ανάπτυξη και ανασυγκρότηση της χώρας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηταν Αύγουστος του 1950 όταν ιδρύθηκε η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού με σκοπό τη λειτουργία της «χάριν του δημοσίου συμφέροντος» και τη χάραξη και εφαρμογή μιας εθνικής ενεργειακής πολιτικής.
Η αμερικανική εταιρεία Ebasco υπογράφει σύμβαση με την ελληνική κυβέρνηση και αρχίζει μια νέα εποχή. Είναι η μετάβαση από τον αγγλικό όμιλο Power and Traction Finance Company LtD (γνωστό και ως «Πάουερ») που αργότερα ίδρυσε την Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών – Πειραιώς.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο «πατριάρχης» της ελληνικής Δεξιάς, συγκρούεται στην πρώτη θητεία του με την «αποικιοκρατία του ρεύματος», όπως είχε χαρακτηριστεί, και με τον νόμο 3523 του 1956 η ΔΕΗ ορίζεται ως μοναδικός φορέας για την παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας. Ηταν ο νόμος με τον οποίο ουσιαστικά κρατικοποιήθηκαν όλες οι ηλεκτρικές επιχειρήσεις της χώρας, συνολικά 415 (μικρές και μεσαίες, ελληνικές και ξένες).
Ανέκαθεν η ενέργεια αποτελούσε πεδίο σύγκρουσης διαφόρων συμφερόντων και στη χώρα μας αυτό αποτυπώθηκε μετά το 1989, έτος κατά το οποίο υπήρξε ο πρώτος μικρός σταθμός παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην οδό Αριστείδου στο κέντρο της Αθήνας. Η ΔΕΗ, παρά τις κατά καιρούς διαφωνίες, ενστάσεις και προβληματισμούς κυρίως για τη στάση των κατά καιρούς διοικήσεών της, αλλά και τις πρακτικές των συνδικαλιστών της, έγραψε τη δική της ιστορία στην ανοικοδόμηση της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Είναι η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα με περίπου 7,4 εκατ. πελάτες και σε διάφορες περιόδους αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Η αντίληψη περί κρατικού ελέγχου που είχε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανατράπηκε για πρώτη φορά από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, όταν το καλοκαίρι του 1993, επί κυβέρνησης ΝΔ και λίγο πριν από την πτώση της κυβέρνησής του, ψηφίστηκε νόμος που καταργούσε το κρατικό μονοπώλιο της ΔΕΗ στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και έδινε τη δυνατότητα κατασκευής μονάδων από ιδιώτες.
Στη συνέχεια υπήρξαν διάφορες κοινοτικές οδηγίες και προσαρμογή της χώρας σταδιακά στα πρότυπα που όριζε η ΕΕ, με αποκορύφωμα τις αρχές του 2001, όταν επί κυβερνήσεως ΠαΣοΚ και πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη η ΔΕΗ άρχισε να λειτουργεί ως ανώνυμη εταιρεία και λίγο αργότερα εισήχθη στα Χρηματιστήρια Αξιών της Αθήνας και του Λονδίνου. Το 2001 ήταν έτος-σταθμός για τη ΔΕΗ καθώς επέλεξε μια στρατηγική διεύρυνσης του ρόλου της και εκμετάλλευσης του ευρύτατου δικτύου της και προχώρησε στην ίδρυση εταιρείας σταθερής τηλεφωνίας, της Tellas, που έφθασε το 2004 να έχει 650.000 συνδρομητές και μερίδιο 12%.
Η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ παρέδωσε τη ΔΕΗ με μια άκρως ικανοποιητική πορεία επί διοίκησης Στέργιου Νέζη και Δημήτρη Παπούλια το 2004 στη ΝΔ, σύμφωνα με υψηλόβαθμα «πράσινα στελέχη» της εποχής, κερδοφόρα (600 εκατ. ευρώ κέρδη προ φόρων εκείνη τη χρονιά), ακμαία και νοικοκυρεμένη, με προοπτική για άλματα προόδου και δυνατότητες υπερανάπτυξης, ενώ κάλυψε με απόλυτη επιτυχία τις απαιτήσεις των Ολυμπιακών Αγώνων. Ως τότε η ΔΕΗ έφθανε να κερδίζει πάνω από 500 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Η μεγαλύτερη βιομηχανική επιχείρηση των Βαλκανίων, που έχει στη διάθεσή της 44 εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής, εκμεταλλεύεται ορυχεία, διαθέτει φράγματα και διατηρεί ένα δίκτυο διανομής του ρεύματος απολύτως ολοκληρωμένο και διεθνώς συνδεδεμένο, άρχισε, σύμφωνα με κεντρικά στελέχη του ΠαΣοΚ, να αντιμετωπίζει θέμα όταν τη διοίκηση επί κυβερνήσεων Καραμανλή ανέλαβε ο Ιωάννης Παλαιοκρασσάς, που όμως, όπως είναι φυσικό, έχει αντίθετη άποψη.
Το 2008 η ΔΕΗ αποκόμισε από τις πολλαπλές αυξήσεις τιμολογίων επιπλέον έσοδα 1 δισ. ευρώ, ενώ η επιβάρυνση της επιχείρησης από τις αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων δεν ξεπέρασε τα 400 εκατ. ευρώ. Η ΔΕΗ δεν δαπάνησε εκείνη τη χρονιά για επενδύσεις και κατέγραψε ζημιές περίπου 200 εκατ. ευρώ, αν και, όπως εκτιμούσαν οι διεθνείς σύμβουλοι, υπήρχαν δυνατότητες για εξοικονόμηση 700 εκατ. ευρώ μόνο από τον έλεγχο των δαπανών της.
Η εταιρεία βρέθηκε να αντιμετωπίζει σοβαρά ταμειακά προβλήματα, ενώ κατά καιρούς επικρίθηκαν οι διοικήσεις της ΔΕΗ, επί Τάκη Αθανασόπουλου και Δημήτρη Μανιτάκη ως τη σημερινή επί Αρθούρου Ζερβού, για σωρεία λαθών και για έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού, ενώ κατά καιρούς έχει ασκηθεί σκληρή κριτική για επίμαχες συμβάσεις της εταιρείας.
Ο νυν πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Αρθούρος Ζερβός τα βλέπει όμως όλα ρόδινα και δίνει σημασία στην έκδοση του ομολόγου των 700 εκατ. ευρώ καθώς, σύμφωνα με τον ίδιο, «έχουν περάσει 14 χρόνια από την τελευταία φορά που η ΔΕΗ είχε πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου», ενώ επιμένει με βάση τα όσα είπε πρόσφατα, αντικρούοντας ότι δεν έχει γίνει τίποτα, ότι το 2013 ο όμιλος πραγματοποίησε επενδύσεις συνολικού ύψους 718 εκατ. ευρώ σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων του. Οι αριθμοί όμως είναι αμείλικτοι καθώς το 2013 έκλεισε για τη ΔΕΗ με ζημιές 225,3 εκατ. ευρώ. Η μάχη για τη ΔΕΗ, ακριβώς 64 χρόνια μετά την ίδρυσή της, αγριεύει και αναδεικνύει και ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, ενώ η ιστορία αποτελεί «οδηγό» για να κατανοηθούν πολλά για την εταιρεία που, παρά τα αρκετά λάθη στρατηγικής και άστοχων ενεργειών και συμφωνιών, συνδέθηκε με την ανάπτυξη του τόπου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η κάτω βόλτα

Από τα κέρδη στις ζημιές
Οι βασικές αρχές της εταιρικής διακυβέρνησης ακυρώθηκαν στην πράξη από τις περίφημες αρχές της «νέας διακυβέρνησης», όπως ήταν το σύνθημα της κυβέρνησης Καραμανλή. Ο κ. Ι. Παλαιοκρασσάς επικρίνεται διότι εξαρχής επιδόθηκε σε ένα «κυνήγι μαγισσών», για το οποίο δεν είχε ενημερωθεί το Μέγαρο Μαξίμου, παραπέμποντας στη Δικαιοσύνη διάφορες υποθέσεις που αφορούσαν τις προηγούμενες διοικήσεις. Η πορεία του δεν διήρκεσε πολύ καθώς στις αρχές του 2007 οδηγήθηκε σε παραίτηση. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι και οι επτά φάκελοι που πήγαν στη Δικαιοσύνη κατέληξαν στο αρχείο ως «προφανώς αβάσιμοι», ενώ εξετάστηκαν από επτά διαφορετικούς εισαγγελείς.

Τα οικονομικά της ΔΕΗ σταδιακά χειροτέρευαν. Ενδεικτικά το 2001 η ΔΕΗ είχε τζίρο 3.074 εκατ. ευρώ και κέρδη 353 εκατ. ευρώ, το 2003 με τζίρο 3.082 εκατ. ευρώ είχε κέρδη 362 εκατ. ευρώ και η «χρυσή χρονιά» ήταν το 2004 με τζίρο 4.018 εκατ. ευρώ και κέρδη 439 εκατ. Από εκείνο το σημείο άρχισε η πτώση με κέρδη 210 εκατ. ευρώ το 2005 και 40 εκατ. ευρώ το 2006, ενώ και το 2007 θα κατέγραφε ζημιές, αλλά «η παρτίδα σώθηκε» από την πώληση της τηλεπικοινωνιακής Tellas.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ