Ο διευθυντής της διαβόητης εταιρεία σεκιούριτι Blackwater στο Ιράκ είχε απειλήσει να σκοτώσει τον ίδιο τον επικεφαλής των ερευνητών του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών που διεξήγαγε έρευνα, αποκάλυψαν πριν λίγες ώρες οι New York Times.

Με σημείωμά του, ο επικεφαλής της έρευνας Τζιν Ρίχτερ είχε προειδοποιήσει ότι η Blackwater θεωρείτο στο Ιράκ «υπεράνω του νόμου». Στο εσωτερικό υπόμνημα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ -που χρονολογείται την 31η Αυγούστου 2007, δηλαδή δύο εβδομάδες πριν από το μακελειό στην πλατεία Νισούρ της Βαγδάτης, όταν οι φρουροί της Blackwater ανοίξουν πυρ αδιακρίτως εναντίον ιρακινών αμάχων σκοτώνοντας 17 άτομα, ανάμεσά τους κι ένα εννιάχρονο αγόρι- επισημαίνεται πως ο Ντάνιελ Κάρολ, ο διευθυντής του προγράμματος της Blackwater στο Ιράκ, είπε στον Ρίχτερ, έπειτα από διαπληκτισμό, ότι «θα μπορούσε να με σκοτώσει επί τόπου και ότι κανείς δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε αφού είμαστε στο Ιράκ».

Επιστρέφοντας στην Ουάσιγκτον, ο Ρίχτερ έγραψε στο υπόμνημα ότι «η έλλειψη ελέγχου επί των ενεργειών της εταιρίας είχε δημιουργήσει ένα πλήρως παραβατικό περιβάλλον», τονίζοντας πως οι υπάλληλοι της Blackwater «φέρονται να θεωρούν τους εαυτούς τους υπεράνω του νόμου».



«Πήρα στα σοβαρά την απειλή του Κάρολ. Ήμασταν σε εμπόλεμη ζώνη, όπου πολλά μπορούν να συμβούν χωρίς προειδοποίηση και, κυρίως όταν πρόκειται για θέματα που μπορεί να έχουν αρνητικές συνέπειες σε ένα προσοδοφόρο συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών ασφάλειας»,
καταλήγει ο Ρίχτερ, ενώ ένας συνάδελφος του στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ επιβεβαίωσε ότι όντως άκουσε τις απειλές αυτές.
Την περίοδο αυτή δικάζονται στις ΗΠΑ τέσσερις πρώην υπάλληλοι της Blackwater,στο πλαίσιο μιας δίκης που άρχισε στα μέσα Ιουνίου και η οποία αναμένεται να διαρκέσει μήνες. Οι υπάλληλοι κατηγορούνται για την εμπλοκή τους, μεταξύ άλλων, στο μακελειό στην πλατεία Νισούρ της Βαγδάτης, στις 16 Σεπτεμβρίου του 2007, όπου 17 ιρακινοί πολίτες άοπλοι (σύμφωνα με την ιρακινή έρευνα) ή 14 (σύμφωνα με την έρευνα των ΗΠΑ), σκοτώθηκαν από τα πυρά φρουρών της Blackwater που προστάτευαν αυτοκινητοπομπή του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών στο πλαίσιο ενός συμβολαίου ύψους ενός δισεκατομμυρίου ευρώ. Με την άνοδό της στην εξουσία το 2009, η κυβέρνηση του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα έλυσε το συμβόλαιο συνεργασίας της αμφιλεγόμενης εταιρίας με το υπουργείο Εξωτερικών.