Ενας μικρός χωμάτινος λόφος ξεπροβάλλει φωτισμένος στο κέντρο της σκηνής. Τον διακοσμούν λίγα φυτά, ενώ από πάνω του αιωρούνται τρεις ή τέσσερις ανέκφραστοι κροκόδειλοι. Μια γυναίκα με μαύρο κομπινεζόν και μαύρο καλσόν περιφέρεται γύρω του. Είναι προφανές πως κάτι τη βασανίζει. Περπατάει νευρικά, κάθεται σε μια καρέκλα, κρύβει το πρόσωπό της, χειρονομεί ανεξέλεγκτα στον αέρα, κλαίει, φωνάζει. «Πού είναι η Γουέντι;» ρωτάει ξανά και ξανά. Σέρνεται προς τον λοφίσκο και φθάνοντας εκεί αρχίζει τις ερωτικές περιπτύξεις με τον εαυτό της βογγώντας ηχηρά. Ο άνεμος δυναμώνει, μοιάζει με σεισμό. Το εσώρουχο με τις χρυσές παγέτες στραφταλίζει μέσα στο σκοτάδι. Ακούγεται η φωνή της Νάταλι Γουντ (από την ταινία του Ελία Καζάν «Splendor in the Grass») να διαβάζει τους περίφημους στίχους του Γουόρντσγουορθ: «Though nothing can bring back the hour / of splendor in the grass, of glory in the flower / we will grieve not, rather find / strength in what remains behind», ενώ η φωνή μιας καθηγήτριας ρωτάει επίμονα την τάξη: «Τι νομίζετε πως θέλει να πει με αυτά τα λόγια ο ποιητής;».
Η γυναίκα με τα μαύρα, που αποκαλεί τον εαυτό της Γουέντι, ξαπλώνει αποκαμωμένη. Μάλλον ονειρεύεται καθώς δύο παράξενες φιγούρες –μια στεφανωμένη ξανθιά κοπέλα με πλισέ φούστα και μια Κινέζα με εντυπωσιακή παραδοσιακή ρόμπα –στέκονται από πάνω της, τη σκεπάζουν και υπόσχονται να απαλύνουν τον πόνο της. Λίγο μετά η Γουέντι βρίσκεται στη Σανγκάη, η Κινέζα γίνεται καθηγήτρια (ή μήπως αστυνόμος;) και την υποβάλλει σε μια σουρεαλιστική ανάκριση. «Είχες σεξουαλικές επαφές με Κινέζους; Τι θα κάνεις το δεύτερο μισό της ζωής σου; Θα μάθεις τη γλώσσα μας; Τι να κάνω για να βλαστήσουν φλόγες στα μαλλιά σου;» ρωτάει τη Γουέντι, που καταλαμβάνεται από ερωτικές φαντασιώσεις και ομολογεί πως θα ‘θελε να βρει έναν τρόπο να ικανοποιήσει όλες τις επιθυμίες του εραστή της για να μην την εγκαταλείψει.
Ακολουθεί ένα ευχάριστο –και παρατεταμένο –μουσικό διάλειμμα: τα μέλη της ορχήστρας παίρνουν τις θέσεις τους στην εξέδρα, στο βάθος της σκηνής, ενώ ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Κινέζων αρχίζει να στροβιλίζεται στους ρυθμούς του βαλς που πλημμυρίζουν την αίθουσα. Δύο κανονικοί άνθρωποι που παράτησαν τις δουλειές τους (ο άνδρας είναι μηχανικός, η γυναίκα κομμώτρια) προκειμένου να ικανοποιήσουν το άσβεστο πάθος τους για χορό, όπως μαθαίνουμε στη «συνέντευξη» που δίνουν επί σκηνής μετά το τελευταίο βαλς.
Οι ηχογραφημένοι στίχοι του Γουόρντσγουορθ ακούγονται κάθε τόσο. Η ενασχόληση με τη χαμένη νιότη γίνεται όλο και πιο έντονη, όλο και πιο εμμονική. «Τίποτα δεν μπορεί να φέρει πίσω τις ώρες της λάμψης στο γρασίδι…». Η Ουτόγια της Νορβηγίας, εκεί όπου 69 νέοι δολοφονήθηκαν το 2011 από έναν μανιακό, αναφέρεται ξανά και ξανά. Στο μυαλό της Λίντελ η Ουτόγια δεν είναι μόνο το νησί της σφαγής αλλά και της αιώνιας νεότητας. Τα παιδιά αυτά δεν θα γεράσουν ποτέ. Σαν άλλοι Πίτερ Παν θα έχουν μια Γουέντι να τους αγαπάει ασφυκτικά. Αυτήν εδώ τη σκοτεινή εκδοχή της παραμυθένιας Γουέντι, αυτήν εδώ που πάσχει από κατάθλιψη, επειδή κάθε φορά που ερωτεύεται νιώθει να την εγκαταλείπουν. Δηλώνει διεστραμμένη, απόλυτα απροσάρμοστη, τέρας. Σιχαίνεται τις γιορτές, τους χαρούμενους ανθρώπους, τη συνύπαρξη με το ανθρώπινο είδος. «Μπροστά στην αρρώστια και στον πόνο εγώ θέλω ν’ αυνανιστώ» επιμένει. «Ετσι δυναμώνω τις ιδέες και τη σκέψη μου…».
Η περσόνα που ενσαρκώνει η Λίντελ επιδίδεται, στο δεύτερο μισό της παράστασης, σε έναν παραληρηματικό μονόλογο εν είδει περφόρμανς. Μια Ερινύα που ήρθε για να στοιχειώσει όλους όσοι βολεύονται στο «πλεόνασμα αξιοπρέπειάς» τους, μια μαινάδα που ονειρεύεται κτηνώδεις σεξουαλικές πράξεις, μια πληγωμένη κόρη που μισεί τη μητέρα της γιατί «όλες οι μάνες είναι σκρόφες, ζυμώνουν τις κόρες τους με τα χειρότερα υλικά του εαυτού τους», μια ερωτευμένη που βιώνει στο διηνεκές την προδοσία, μια γυναίκα που σκάβει ασταμάτητα μέχρι να ματώσει, που βλέπει ολοκάθαρα τη βρωμιά των άλλων επειδή πρώτα την έχει μυρίσει επάνω της και φυσικά μια γυναίκα που μεγαλώνει, γερνάει, μαραίνεται.
«Για ν’ αντέξω την αγωνία που συνοδεύει την απώλεια της νιότης έχω ανάγκη την ποιητική “εκδίκηση”. Με οποιονδήποτε τρόπο…» έχει πει η Λίντελ σε παλαιότερη συνέντευξή της. Η εκδίκησή της αυτή κατακλύζεται από οργή προς καθετί κεκαλυμμένο, κάθε πρόφαση κοινωνικής ευαισθησίας, κάθε άλλοθι θυσίας για χάρη της προσωπικής ή της οικουμενικής οικογένειας. Βρίζει τις μητέρες, τους ακτιβιστές, τους ανάπηρους. Βρίσκει τους αλκοολικούς εξαιρετικά βαρετούς. Η ωμότητά της διαγράφεται αφοπλιστική, η έκθεσή της αδίστακτη, ο λόγος προκλητικός, το σώμα φλεγόμενο. Οπως είχε πει η ίδια στο παρελθόν: «Αν πρόκειται να μιλήσουμε για το ανθρώπινο, πρέπει να σπάσουμε το φράγμα της σεμνότητας. Για να κυλιστούμε στη λάσπη της ανθρώπινης κατάστασης, πρέπει να ξεκόψουμε από την ορθότητα, από το κοινωνικό συμβόλαιο. Να δουλέψουμε λες και κλείνουμε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και βρισκόμαστε μόνοι. Ασεμνη αποκάλυψη. Αυτή είναι η πορνογραφία της ψυχής». Και σε αυτή την οδυνηρή, ξέφρενη, τολμηρή, συγκινητική και αναζωογονητική πορνογραφία η Ανχέλικα Λίντελ αφιερώνει όλες τις δυνάμεις της χαρίζοντάς μας μια πραγματικά μοναδική θεατρική εμπειρία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ