Κάποτε είχε ζωή αυτό το μέρος. Ηταν μια συνοικία βιοτεχνών και συνταξιούχων. Πάρκα με δέντρα, αυτοκίνητα, καφενεία, εμπορικά καταστήματα. Γέροι διέσχιζαν τους δρόμους, παιδιά έπαιζαν μέσα σε αμαξάκια. Συνηθισμένος κόσμος, φυσιολογικός κόσμος. Δεν πάει πολύς καιρός… «Σήμερα όμως; Οποιος άνθρωπος, ακόμη και ο πιο αθώος, τύχει να χαθεί σε τούτο ‘δώ το μέρος μπορεί να βρεθεί σφαγμένος μέρα μεσημέρι μέσα στην κάψα του ήλιου. Το κουφάρι του θα το πετάξουν στο ποτάμι. Και κανείς δεν θα διανοηθεί να τον γυρέψει» λέει ένας από τους ήρωες που βρίσκεται άθελά του στην περιοχή της εγκαταλελειμμένης αποβάθρας.
Οπως και να ‘χει, το φέρι δεν πρόκειται να ξαναπιάσει εδώ –αυτό είναι βέβαιο. Η αποβάθρα καταργήθηκε. Η εταιρεία αδυνατεί να διατηρεί δρομολόγιο που δεν εξυπηρετεί σοβαρό αριθμό ατόμων. Τώρα πια ο δρόμος έχει αχρηστευθεί, δεν υπάρχει ηλεκτρικό ούτε νερό. Βρώμικοι τοίχοι, κάτουρα σκύλων, ερημιά. Οι άνθρωποι έχουν γίνει πολύ νευρικοί. Πίνουν το νερό της βροχής από τους σκουπιδοτενεκέδες και πνίγονται από τις κατεβασιές των οχετών. Το πρωί ο ήλιος τούς ψήνει σαν κάμπιες και το βράδυ στριφογυρνάνε άυπνοι στα κρεβάτια τους. Μονάχα οι ήχοι από το ποτάμι προσφέρουν την ταπεινή ποικιλία τους. «Κοιτάξτε γύρω σας, δεν θα βρείτε τίποτα, ψάξτε τις γωνιές, σκάψτε το χώμα, κάντε ανασκαφές στα κεφάλια των ανθρώπων. Δεν έχει απομείνει τίποτα, ούτε ίχνος ονείρου πουθενά» λέει ο Σαρλ, που λαχταράει να περάσει στην απέναντι όχθη, εκεί όπου τον περιμένει μια θέση «γορίλα» σε νάιτ-κλαμπ.
Στη δυτική αποβάθρα κανένας δεν πάει με τη θέλησή του. Το μόνο που θέλει όμως ο Κοχ είναι να τερματίσει τη ζωή του: για κάτι τέτοιο η δυτική αποβάθρα διαγράφεται ιδανικός προορισμός. Ευκατάστατος επιχειρηματίας που ενεπλάκη σε μυστηριώδη υπόθεση κατάχρησης χρημάτων, ο Κοχ αναζητεί τώρα συνεργό στην ύστατη επένδυσή του. Αν και διατεθειμένος να πληρώσει ακριβά τον θάνατό του, τα ανταλλάγματα που προσφέρει (πιστωτικές κάρτες, ακριβά ρούχα, ένα Ρόλεξ, μια Τζάγκουαρ) σε όποιον τον βοηθήσει δεν φαντάζουν αρκούντως ελκυστικά στους ενδιαφερομένους. Οι διαπραγματεύσεις λοιπόν αρχίζουν: ποιο το τίμημα της απόδρασης; Οχι μόνο από αυτή τη ζωή στην ανυπαρξία ή σε μια καινούργια ζωή, στο λιμάνι, αλλά ακόμη και προς τα πίσω, στην παλιά ζωή, στην πατρίδα την οποία εγκατέλειψαν οι μετανάστες ήρωες του έργου κυνηγώντας ψευδαισθήσεις καλύτερων ημερών.
Καθηλωμένοι σε ένα παλιό υπόστεγο στέκουν τώρα διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα για να ξεφύγουν. Κάθε προσπάθειά τους όμως προσκρούει στην αδιαφορία ή στην άρνηση του άλλου. Κανένας δεν θέλει να βοηθήσει κανέναν –ούτε ο γιος τη μάνα, ούτε ο αδελφός την αδελφή. Σε αυτόν τον μικρόκοσμο της κοινωνίας –εκεί όπου τυχαία και αναγκαστικά συνυπάρχουν οι ξοφλημένοι με τους εύπορους, οι ξένοι με τους γηγενείς, οι σακάτες με τους υγιείς –το συλλογικό μοντέλο έχει εξαφανιστεί. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω: ο καθένας μόνος παλεύει όπως-όπως να βγει από το Καθαρτήριο, μόνο και μόνο για να καταλήξει στον αφανισμό του.
«Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σ’ αυτό το έργο είναι να το αποδώσεις συναισθηματικά και όχι ελαφρά» επέμενε ο Κολτές στις σημειώσεις του για τη «Δυτική αποβάθρα». Και ο Πατρίς Σερό, γάλλος σκηνοθέτης που πρωτοανέβασε το έργο αυτό, έγραφε για τον φίλο του Κολτές, λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του τελευταίου: «Δεν ανεχόταν να χαρακτηρίζονται τα έργα του σκοτεινά ή απελπισμένα ή ρυπαρά… Είχε δίκιο… Τα έργα του δεν είναι ούτε σκοτεινά ούτε ρυπαρά, δεν έχουν σχέση με τη συνηθισμένη απελπισία: είναι κάτι άλλο, πολύ πιο σκληρό, πιο γαλήνια ωμό για μας, για μένα. Σε τελευταία ανάλυση κι ο Τσέχοφ θύμωνε που έβλεπαν τα έργα του μόνο σαν τραγωδίες».
Ο Λουντοβίκ Λαγκάρντ, σκηνοθέτης της παράστασης που είδαμε στο Εθνικό (στο πλαίσιο των δράσεων «Ελλάς – Γαλλία, Συμμαχία 2014»), έλαβε εμφανώς υπόψη του τις προθέσεις του συγγραφέα. Εξόρκισε τη «μαυρίλα» επιστρατεύοντας το χιούμορ, μια διάθεση κωμική που πηγαίνει κόντρα στην αθλιότητα και στην απελπισία της ζωής των ηρώων. Δεν είναι όμως από μόνο του αρκετό αυτό. Οι ισορροπίες διαγράφονται εύθραυστες. Οπως και στον Τσέχοφ, υπάρχει μια υπόγεια μελαγχολία που πρέπει να συνοδεύει υπόκωφα τη φαινομενική ελαφρότητα. Διαφορετικά καταλήγουμε σε μια μονοδιάστατη απόδοση των καταστάσεων και των σχέσεων, ένα κωμικό περίβλημα που κραυγάζει την κουφότητα και την αναπηρία του. Εν τέλει, καμία από τις ερμηνείες δεν καταφέρνει να βγάλει αυτό το δισυπόστατο ζητούμενο: είτε αρκούνται στην παρουσίαση μιας συμπαθούς καρικατούρας (Μαρία Ναυπλιώτου, Νίκος Χατζόπουλος) είτε αυτοϋπονομεύονται μέσα από άγαρμπες, ασυντόνιστες δραματικές εξάρσεις που κλωτσάνε στο πουθενά (Θέμις Μπαζάκα). Η αποστασιοποίηση του Δημήτρη Λάλου μένει και αυτή μετέωρη, χωρίς να αποδώσει καρπούς. Κανένας από τους ηθοποιούς δεν πλάθει έναν ολοκληρωμένο ρόλο, είτε προς τη μία κατεύθυνση είτε προς την άλλη. Η νεαρή Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη επιτυγχάνει στιγμιαία έκλαμψη στον ερωτικό μονόλογό της προς τον Σαρλ, δεν είναι όμως αυτό αρκετό να επουλώσει το αίσθημα ανικανοποίητου που γεννά το σύνολο της παράστασης. Εξαιρετικά, παρ’ όλα αυτά, αποδεικνύονται τα σκηνικά του Antoine Vasseur, δύο τεράστιες, ογκώδεις ημικυκλικές κατασκευές, οι οποίες, σε συνδυασμό με τον υποβλητικό φωτισμό του Sebastien Michaud, συνθέτουν ανάγλυφο κλίμα μυστηρίου και προσμονής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ