Στην ταινία «Brazil» του Τέρι Γκίλιαμ ο Σαμ Λάουρι ονειρεύεται συχνά πως πετάει στα σύννεφα. Στα όνειρα αυτά τα φτερά του ήρωα δεν φυτρώνουν από την πλάτη του: αποτελούν μέρος μιας απλής μηχανικής κατασκευής δεμένης στο σώμα του, η οποία θυμίζει τις περίφημες πτητικές μηχανές του Λεονάρντο ντα Βίντσι –αν κι εδώ το κομμάτι της «ουράς» απουσιάζει.
Τι μπορεί να συνδέει τον Σαμ Λάουρι, έναν καταπιεσμένο υπάλληλο με ρομαντικές φαντασιώσεις απόδρασης από το καφκικό σύμπαν που τον περιβάλλει, με τον αφηγητή της Αννας Κοκκίνου; Είναι κατ’ αρχάς η ομοιότητα των φτερών τους που προκάλεσε στο μυαλό μου αυτούς τους συνειρμούς και η αναφορά της σκηνοθέτιδος –αν είναι συνειδητή δεν γνωρίζω –στη σατιρική δυστοπία του Γκίλιαμ που προσδίδει μία ακόμη ενδιαφέρουσα διάσταση στο νέο της εγχείρημα.
Ο αφηγητής της Κοκκίνου μπορεί κι αυτός να πετάξει μόνο νοητικά. Καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι –πολλαπλές επίσης οι θεατρικές αναφορές, από τον Ταντάσι Σουζούκι ως το Wooster Group, ενώ παρεμπιπτόντως και ο ήρωας του «Brazil» καταλήγει ακινητοποιημένος σε καρέκλα αιχμαλωσίας -, ανοιγοκλείνει συχνά τα φτερά του χάρη σε έναν μοχλό τοποθετημένο στο μπράτσο της πολυθρόνας του. Το πλάσμα αυτό δεν είμαστε σίγουροι αν είναι άνδρας ή γυναίκα: το ολόλευκο πρόσωπο, τα κοντά, «φλεγόμενα» μαλλιά, η μαύρη δερμάτινη στολή και οι δερμάτινες μπότες δεν μας αφήνουν να πάρουμε μια τελειωτική απόφαση. Τα δύο μάτια έχουν διαφορετικά χρώματα, το ένα καφέ, το άλλο γαλάζιο, επιτείνοντας την εντύπωση μιας αλλόκοσμης περσόνας που βλέπει σε περισσότερες σφαίρες από εμάς. Μπροστά της ένα φθαρμένο τετράδιο γεμάτο χειρόγραφες σημειώσεις και μια οθόνη υπολογιστή που ρυθμίζει τις αλλοιώσεις της φωνής με μείκτες και φίλτρα.
Καθηλωμένος αλλά εξοπλισμένος με εξαρτήματα πτήσης. Ανίκανος να περπατήσει στη γη αλλά καθ’ όλα έτοιμος να περιπλανηθεί στις πεδιάδες της Ιστορίας. Mας μιλάει για το παρελθόν, για έναν μακρινό και πολύνεκρο πόλεμο, αλλά μοιάζει σαν να έρχεται από το μέλλον. Χωρίς αποσκευές αλλά φορτωμένος με μια πολύτιμη γραπτή κληρονομιά που θέλει να μας τη μεταδώσει όσο το δυνατόν πιο πειστικά: την «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου» του Θουκυδίδη. Ο αποκαλυπτικός (όσον αφορά τον ιμπεριαλιστικό κυνισμό των δυνατών) διάλογος Αθηναίων – Μηλίων, ο καθηλωτικός Κερκυραϊκός Εμφύλιος, ο μνημειώδης Επιτάφιος, η ολέθρια Σικελική Εκστρατεία, η σπαρακτική μοίρα των αιχμαλώτων στα λατομεία των Συρακουσών, οι χρησμοί, τα φυσικά φαινόμενα, οι ναυμαχίες και οι νυχτομαχίες, οι φιλοδοξίες και οι φόβοι, όλα τα τραγικά γεγονότα και όλες οι αιτίες των γεγονότων ενός πολέμου, όλα όσα έχουν συμβεί και συμβαίνουν και θα ξανασυμβούν, είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει «τέλος» στην εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας.
Είναι πραγματικά συγκινητικός αυτός ο άφυλος φουτουριστικός μάντης, άνθρωπος-μηχανή, ιστορικός-ρομπότ, σφηνωμένος στις διαστάσεις του χωροχρόνου, που επινοεί η Κοκκίνου για να μας αφηγηθεί (επιλεκτικά) το σπουδαίο κείμενο του Θουκυδίδη σε μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου. Οι παραμορφωμένες φωνές της –που λειτουργούν αντιστικτικά με τη δραματικότητα των γεγονότων -, το διαπεραστικό βλέμμα της, τα φτερά-μέλη που πασχίζουν συναισθηματικά μαζί της, οι προσεκτικά επιλεγμένες προβολές στον τοίχο, η υποβλητικότητα του μουσικού περιβάλλοντος και του φωτισμού και προπαντός το ολόψυχο δόσιμό της στην τέχνη της αφήγησης συνθέτουν μια συναρπαστική θεατρική εμπειρία που θα γινόταν, νομίζω, ακόμη συναρπαστικότερη αν περιόριζε τη δίωρη διάρκειά της.
YΓ.: «Ο σχεδιασμός του μηχανισμού των φτερών είναι του Δημήτρη Κορρέ».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ