Κουτιά με βίδες. Παλιές βαλίτσες, μια μηχανή κοπής γκαζόν, μια τοστιέρα, μια σόμπα γκαζιού. Πάνω στη σόμπα ένα μικρό άγαλμα του Βούδα. Δεκάδες μεταχειρισμένα αντικείμενα συνωστίζονται στο δωμάτιο του Αστον: ανεπιθύμητη «παλιατζούρα» για τους περισσότερους ανθρώπους αλλά όχι για τον ιδιοκτήτη τους, που καταπιάνεται ακούραστα με τη φροντίδα και την επιδιόρθωσή τους. Ο Βούδας του τον κάνει ιδιαίτερα υπερήφανο: «Τον περιμάζεψα από ένα… ένα μαγαζί. Μου φάνηκε πολύ ωραίος. Δεν ξέρω γιατί…» λέει ο Αστον στον Ντέιβις, τον ηλικιωμένο άστεγο, τον οποίο επίσης περιμάζεψε από ένα μπαρ και τον έφερε στο δωμάτιό του για να τον φιλοξενήσει.
Ολα τα πράγματα του Αστον, φθαρμένα ή χαλασμένα τα περισσότερα, αντικατοπτρίζουν το ολέθριο παρελθόν του: σχέσεις κατεστραμμένες, εμπειρίες τραυματικές. Η ηλεκτρική πρίζα την οποία επισκευάζει μανιωδώς είναι προφανώς συνδεδεμένη στο μυαλό του με τη θεραπεία ηλεκτροσόκ που υπέστη προ ετών στο ψυχιατρείο. Ο Βούδας εκπέμπει την ίδια αλλόκοσμη σοφία που διέκρινε τον κάποτε χαρισματικό «ποιητή» Αστον, στέκεται όμως τώρα σιωπηλός και ανεξιχνίαστος, ακριβώς όπως ο «απενεργοποιημένος» ιδιοκτήτης του. Οταν ο εξίσου δυσπρόσιτος αδελφός του, ο Μικ, θρυμματίζει στο τέλος το πολύτιμο αγαλματίδιο πάνω σε μια έκρηξη οργής, ο θεατής περιμένει σημάδια ακραίας ταραχής από την πλευρά του Αστον· ο τελευταίος όμως αντιμετωπίζει το διαμελισμένο αντικείμενο μάλλον με απάθεια. Και αυτό επειδή ο εισβολέας πρέπει να φύγει: ο παραγκωνισμένος γέρος που του δόθηκε η ευκαιρία να φτιάξει μια νέα οικογένεια αποδείχθηκε εντελώς ανίκανος να ανταποδώσει τη στοργή που του προσεφέρθη. Στην αρχή οι δυο «γιοι» του μοιάζουν διχασμένοι: ο ένας του φέρεται ευγενικά, ο άλλος επιθετικά και ο γέρος προσπαθεί με πονηριά να διακρίνει ποιος από τους δύο έχει το πάνω χέρι, ώστε να συνάψει την πιο συμφέρουσα συμμαχία. Τελικά όμως ο Αστον και ο Μικ ενώνουν τις δυνάμεις τους και απορρίπτουν τον αλαζόνα «πατέρα». Το σπάσιμο του Βούδα σηματοδοτεί αυτή την οριστική ρήξη: τα «περιττά» πράγματα πρέπει να μας αδειάζουν τη γωνιά. Ακόμη και ο αγαθός Αστον δεν μπορεί να διαφωνήσει σε αυτό. Με την πλάτη γυρισμένη, ακούει ασυγκίνητος τα παρακάλια του γερο-Ντέιβις να μείνει λίγο ακόμη μαζί του. Είναι όμως αργά πια: ο Βούδας ερρίφθη.
Υπάρχει κάτι κωμικοτραγικό σε αυτόν τον ηλικιωμένο, κουρελή «Αδάμ», που βρίζει τους μετανάστες και απαιτεί να του βρουν καφέ παπούτσια για να τα σετάρει με τα καφέ του κουρέλια. Ο Ντέιβις μπορεί να διαγράφεται ως λαμπρή κωμική φιγούρα, ταυτόχρονα όμως στέκεται ως απειλητικός «τρίτος» που διεκδικεί όσα δεν του ανήκουν, ενώ περιφρονεί όσα του δωρίζονται. Ο Γιώργος Κιμούλης επέλεξε να αναδείξει μόνο την κωμική πλευρά του ήρωα. Για την ακρίβεια, έφτιαξε μια καρικατούρα γκρινιάρη γερομπαγάσα που μασάει τα λόγια του λες κι έχει βαμβάκια στο στόμα. Κάτι τα υπερμεγέθη φρύδια, κάτι το στυλ «με τη μασελίτσα», κάτι τα αστεία του που θυμίζουν κωμωδία του συρμού, ο Ντέιβις του Κιμούλη μας πετάει διαρκώς έξω από το έργο, καθώς δεν διαθέτει εσωτερική δύναμη αλλά κυρίως νιαρ νιαρ και κόλπα εμπνευσμένα από το θεατρικό μουσείο των μπαμπαλήδων.
Τώρα πώς ταιριάζει αυτή η υποκριτική επιλογή με τον Νικ Κέιβ, τον Λου Ριντ ή άλλους σύγχρονους τραγουδοποιούς που παρελαύνουν ηχητικά μπροστά μας, δεν το γνωρίζω. Η σκηνοθεσία προσθέτει όχι μόνο ροκ ακούσματα αλλά και μια δόση ποίησης (Τ. Σ. Ελιοτ) και μια ακόμη πιο γερή δόση «επικαιρότητας» με επαναλαμβανόμενα τηλεοπτικά πλάνα από «εξεγέρσεις στους δρόμους»: εφαρμόζει δηλαδή το λίγο απ’ όλα, αφαιρεί την αιχμή από τις συγκρούσεις (κανέναν δεν πείθουν τα «ξεσπάσματα» με μαχαίρια και οικιακά σκεύη) και παρουσιάζει έναν πλαδαρό, κουραστικό «Επιστάτη», χαμένο μέσα στη μουτσούνα του.
Ο Γιώργος Χρανιώτης ως Μικ εμφανίζεται με ένα ημιμόνιμο μειδίαμα στο πρόσωπο, λες και δεν μπορεί να συγκρατήσει τα γέλια του (ως ηθοποιός, όχι ως ρόλος). Ο Νίκος Γεωργάκης καταβάλλει φιλότιμη προσπάθεια να παραμείνει σοβαρός, χάνει όμως τη μάχη όταν η μελό, επεξηγηματική μουσική υπόκρουση καταστρέφει τον μονόλογό του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ