Δεν ήθελε να πεθάνει. Οχι σήμερα, ειδικά όχι σήμερα, που θα γινόταν είκοσι πέντε χρόνων, δύο μηνών και έξι ημερών. Σήμερα που θα πήγαινε να δει το αγαπημένο της συγκρότημα, σήμερα που θα βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από τα σώματά τους, θα εισέπραττε αβίαστα τα βλέμματά τους, θα ρουφούσε ατόφια την ενέργειά τους, θα χανόταν ολοκληρωτικά στις ιδρωμένες, ασυνάρτητες μελωδίες τους, που τόσο της θύμιζαν τον αληθινό εαυτό της, αυτόν που ούτε η ίδια δεν γνώριζε καλά-καλά ακόμη, αλλά πάσχιζε να τον ανακαλύψει με όλο το πάθος και με όλα τα λάθη που γεννιούνταν από τις άγαρμπες μεθόδους της.
Να, όμως, που δεν τα προγραμματίζεις αυτά τα πράγματα: δεν προγραμματίζεις την πτώση σου σ’ ένα πηγάδι. Την αναμέτρησή σου με το άγνωστο, με το κενό, με το επέκεινα, όπως θες πες το, το ίδιο τρομακτικό παραμένει. Πόσες εκδοχές υπάρχουν; Τσιγγάνα ιερόδουλη δεκατριών χρόνων που κρύβεται κυνηγημένη στις καλαμιές και φαντάζεται μια απίθανη διάσωση. Φαφούτα γριά που πήγε να κάνει μια ευχή –να ξαναβγάλει μαλλιά –και γλίστρησε μοιραία. Ερωτευμένος γίγαντας που έχασε στη μαύρη τρύπα το δαχτυλίδι της αγαπημένης του κι έστειλε ένα ανθρωπάκι για να του το βγάλει. Πόσα λεπτά, πόσες ώρες, πόσες μέρες χρειάζεται το ανθρωπάκι; Πότε θα έρθει ο καλός της να τη σώσει;
Ο χρόνος δεν κυλά και μετά κυλά αστραπιαία. Θραύσματα, σπαράγματα, αναμνήσεις –όλα εκείνα τ’ ασήμαντα επεισόδια ίσως ήταν τελικά σημαντικά. Ισως έπρεπε να τα είχε αξιολογήσει καλύτερα τη στιγμή που συνέβαιναν και ίσως γι’ αυτό τώρα τιμωρείται. Οταν η θεία έφερνε τις τηγανητές πατάτες στο τραπέζι και ο θείος τραγουδούσε λαϊκά, μήπως δεν έπρεπε να είχε καρφώσει με λάγνο βλέμμα τον ξάδελφό της Μάριο; Και είναι κι αυτό το ανέκδοτο με τον τύπο που πάει στο σουπερμάρκετ και ζητάει μισό κιλό φέτα, τι γίνεται μετά, δεν μπορεί να θυμηθεί, εκνευρίζεται, διψάει… Ισως πρόκειται για μια τεράστια παρεξήγηση· δεν εξηγείται αλλιώς. Αυτή είναι φιλήσυχη κοπέλα, κανονική, εντελώς κανονική, δεν συμβαίνουν αυτά στους κανονικούς ανθρώπους. Δεν εξαφανίζεται ο Θεός την ώρα που τον έχεις ανάγκη, μόνο και μόνο για να στείλει στη θέση Του έναν τροφαντό βάτραχο που σε κοιτάζει μακάρια, ανίκανος να σε βοηθήσει ή, έστω, να σου μεταφέρει ένα μήνυμα παρηγοριάς από τον αγαπημένο σου.
Κουράστηκε να περιμένει. Γιατί αργεί; Αφού τον αγαπάει τόσο… Στο μυαλό της ξεπηδάει η ιστορία ενός άνδρα που εγκλωβίστηκε στα Τάρταρα… Κι ενός άλλου που βρέθηκε κρεμασμένος στο πατρικό του. Πώς γίνεται; Πώς γίνεται κάποιος να σταματάει να αγαπάει; Τι θα τρώμε σε χίλια χρόνια; «Αν θυμηθώ θα κλάψω, κι αν κλάψω θα σωθώ». Τίποτα. Κι όλο μικραίνει το σώμα της μέσα στο σκοτάδι. Δεν μένει παρά ν’ αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση… Χρώματα, ευχές, επιθυμίες, γεύσεις. «Φύσα, πνοή θανάτου, στο μπαλόνι, κάνε το ουρλιαχτό μου να τελειώνει». Αυτά. Ενα ποίημα σε δεκαπεντασύλλαβο και ας κλείσουν τα φώτα. «Πόσο τρελή που πίστευα η αγάπη θα με σώσει. Κρίμα! Πόσο γελάστηκα!».
Σε αυτή τη δεύτερη δουλειά της ομάδας Kursk, πλήθος μικρές αφηγήσεις και ρεμβασμοί συνθέτουν μια «προσευχή» γεμάτη χιούμορ, τρυφερότητα και σουρεαλισμό. Η παιγνιώδης διάθεση δίνει από την αρχή το στίγμα του εγχειρήματος, όταν μια τριμελής μπάντα της συμφοράς –οργανοπαίκτες, ταχυδακτυλουργοί, πονηρά ξωτικά, πρώτα ξαδέλφια του Πακ από το «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας» –αρχίζει να επιδεικνύει ενώπιον μας τα «κακότεχνα» νούμερα στα οποία (δεν) ειδικεύεται: τα πόδια-λάστιχο, τα πλαστικά στιλέτα κ.ο.κ. Ολα εκτυλίσσονται πάνω στην εξαιρετική σκηνική κατασκευή σχήματος Χ, η οποία θυμίζει κάτι από εργαστήρι παλιομοδίτη μάγου ή από κρύπτη ξεχασμένων παιχνιδιών, που ανυπομονούν να αναστηθούν και να βγουν ξανά στη δράση.
Μπορεί η ατμόσφαιρα «αποτυχημένου» τσίρκου να αποδίδεται πρόχειρα και μπορεί τα σκανταλιάρικα ξωτικά (Χάρης Φραγκούλης, Αργύρης Πανταζάρας, Γιάννης Παπαδόπουλος) να μην είναι τελικά τόσο αστεία ή τόσο ζαβολιάρικα όσο θα ήθελαν (με εξαίρεση το απολαυστικό τελευταίο δεκάλεπτο-έκπληξη, σύντομη παρωδία του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»). Μπορεί η αδυναμία αυστηρότερης επιλογής των επιμέρους ιστοριών να δημιουργεί ενίοτε την εντύπωση μακρόσυρτης πλαδαρότητας. Επιπροσθέτως, μπορεί η Ηρώ Μπέζου ως «κοπέλα που έπεσε…» να μην καταφέρνει, με τη μονοκόμματη ερμηνεία της, να μας παρασύρει στον κόσμο αυτού του σύγχρονου παραμυθιού, όπου οι οικείοι λεκτικοί βάτραχοι της καθημερινότητας μεταμορφώνονται συχνά σε μικρά ποιητικά «διαμάντια». Σίγουρα, όμως, έχουμε να κάνουμε με μια ευφρόσυνη, ζουμερή προσπάθεια νέων καλλιτεχνών που αγαπούν και φροντίζουν με θέρμη τον λόγο (τα κείμενα είναι δικά τους), ενώ κατανοούν βαθύτατα τη σημασία τού να είναι κανείς σοβαρός –προπαντός όταν παίζει.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



