Το σχέδιο νόμου-πλαισίου που προωθεί το υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας επιδιώκει την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης των επιχειρήσεων μέσα από την εφαρμογή επιτυχημένων διεθνών πρακτικών και την εισαγωγή νέων θεσμών.
Ειδικότερα το υπουργείο προκειμένου να καταστείλει τη γραφειοκρατία και τις υπέρμετρες καθυστερήσεις στην αδειοδότηση μιας επιχείρησης, που συνιστούσαν τροχοπέδη στην επενδυτική δραστηριότητα στη χώρα, αξιοποίησε διεθνείς μελέτες και επέλεξε να ενσωματώσει στο εθνικό σύστημα αδειοδότησης τεχνικές που έχουν χρησιμοποιηθεί στο εξωτερικό από κράτη που χαρακτηρίζονται από την αποτελεσματικότητα που διέπει τις εν λόγω διαδικασίες.
Ως εκ τούτου κεντρικό ρόλο στην αδειοδότηση έχουν πλέον τα συστήματα αυτοσυμμόρφωσης (self-compliance), όπου μια απλή υπεύθυνη δήλωση καλείται να αντικαταστήσει πληθώρα εγκρίσεων.
Ομοίως σε εφαρμογή τίθενται και οι πιστοποιήσεις που θα χορηγούνται από ειδικά πιστοποιημένους τρίτους φορείς αξιολόγησης συμμόρφωσης με πρότυπα και θα παρέχουν επάρκεια ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων για τη χορήγηση της άδειας.

Με αυτόν τον τρόπο η Διοίκηση επιθυμεί να μειώσει την παρέμβασή του κατά την έναρξη της δραστηριότητας μιας επιχείρησης και καλείται να ασκήσει ελεγκτικό/εποπτικό ex posteriori ρόλο κατά τη λειτουργία αυτής. Κατ’ επέκταση η Διοίκηση αφενός δεν λειτουργεί ανασταλτικά ως προς την επενδυτική δραστηριότητα, ωστόσο διατηρεί τον έλεγχο μέσα από τη σύσταση ελεγκτικών μηχανισμών και την καθιέρωση υψηλών προστίμων τόσο κατά των ενδιαφερόμενων μερών όσο και κατά των οργανισμών αξιολόγησης συμμόρφωσης.
Εν τούτοις, προβληματισμός υπάρχει όσον αφορά την εφαρμογή του εν λόγω νόμου-πλαισίου, καθώς καλείται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να επιφέρει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης.

Ειδικότερα:

Με την ψήφιση του νόμου αυτού ο υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και ο κατά περίπτωση συναρμόδιος υπουργός θα κληθούν από κοινού πλέον να συνδράμουν στην εφαρμογή του νόμου και στην έκδοση των σχετικών κοινών υπουργικών αποφάσεων. Ως εκ τούτου απαιτείται εφεξής η συνεργασία περισσοτέρων αρμόδιων φορέων για την υλοποίηση του όλου εγχειρήματος, σημειωτέον δε ότι συνολικά είκοσι ένα (21) κατ’ εξουσιοδότηση προεδρικά διατάγματα και κοινές υπουργικές αποφάσεις θα πρέπει να εκδοθούν άμεσα, οι οποίες θα εξειδικεύουν τις εν λόγω διαδικασίες. Σκόπιμα λοιπόν ο νομοθέτης έχει θέσει σαφείς προθεσμίες (λ.χ. εννεάμηνο από την ψήφιση του νομοσχεδίου) προκειμένου να πιέσει τους φορείς προς αυτή την κατεύθυνση και να μην καταστεί ο νόμος-πλαίσιο κενός περιεχομένου.
Είναι βέβαιο ότι από την έναρξη ισχύος του νόμου θα εμφανιστούν προβλήματα στην εφαρμογή του, δεδομένου μάλιστα ότι όλη η διαδικασία αδειοδότησης θα γίνεται πλέον υποχρεωτικά με χρήση τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών. Εχοντας ως πρόσφατο παράδειγμα τη λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ), η έγκαιρη υλοποίηση του εγχειρήματος και η ηλεκτρονική διασύνδεση των αρχείων με όσο το δυνατόν μικρότερες δυσλειτουργίες αποτελούν ένα ακόμα στοίχημα για τη Διοίκηση.
Ομοίως στο σχέδιο νόμου εισάγονται θεσμοί και διαδικασίες όπως οι οργανισμοί αξιολόγησης συμμόρφωσης καθώς και οι ελεγκτές της δραστηριότητας των επιχειρήσεων, οι οποίοι θα πρέπει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να έχουν τεθεί σε ισχύ και να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην όλη διαδικασία.
Περαιτέρω το προτεινόμενο σύστημα ελέγχων και προστίμων δημιουργεί προβληματισμούς, καθώς τα επαπειλούμενα ιδιαίτερα μεγάλα πρόστιμα καταλαμβάνουν πολύ μεγάλο εύρος κλίμακας ενώ δεν περιγράφονται στον νόμο τα κριτήρια επιβολής τους. Σημειωτέον δε ότι η μεταφορά του ελέγχου από προληπτικό σε κατασταλτικό μπορεί μεν να ευνοήσει τη διαδικασία αδειοδότησης αλλά αν δεν υπάρχουν συγκεκριμένα κριτήρια επιβολής θα έχει ως συνέπεια την επιφόρτιση του υπουργείου με πληθώρα ενδικοφανών προσφυγών ενδεχομένως και των δικαστηρίων. Σημειωτέον δε ότι σε άλλα κράτη υπάρχουν ανεπτυγμένοι μηχανισμοί εναλλακτικών μέτρων επίλυσης διαφορών, με μεγάλη δυνατότητα ουσιαστικής συνδιαλλαγής με τη Διοίκηση σε όλα τα στάδια αδειοδότησης για να αποφεύγονται δικαστικές διαμάχες.
Επιπλέον καίτοι με τον εν λόγω νόμο-πλαίσιο επιδιώκεται η διαφάνεια στις επαφές με τη Διοίκηση μέσω ενός απρόσωπου ηλεκτρονικού συστήματος, η διαφάνεια δεν μεταφέρεται και στο επίπεδο του ελέγχου, καθώς δεν επεξηγείται μέχρι τώρα και δεν διασφαλίζεται με ποια κριτήρια θα διενεργούνται οι έλεγχοι και σε ποιες επιχειρήσεις. Είναι βέβαια προφανές ότι πλείονα ζητήματα δεν δύνανται να αντιμετωπισθούν στο πλαίσιο του εν λόγω νομοσχεδίου, οπότε πρέπει να αναμένουμε και τα σχετικά προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις που θα εξειδικεύουν τον νόμο-πλαίσιο.
Ομοίως, με τη θέσπιση συγκεκριμένων προθεσμιών εκ μέρους της Διοίκησης επιδιώκεται η επιτάχυνση των διαδικασιών, εν τούτοις δεν είναι σαφές πώς θα υποχρεωθεί η Διοίκηση να τηρεί τις προθεσμίες και ποιες θα είναι οι συνέπειες μη τήρησης αυτών.
Τέλος με τις τελικές διατάξεις του νόμου-πλαισίου αναφέρεται ότι με την έκδοση και των σχετικών προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων καταργείται κάθε αντίθετη διάταξη νόμου. Εν τούτοις το γεγονός ότι ο νόμος-πλαίσιο δεν έχει ολιστική προσέγγιση και είναι ασαφές το πεδίο εφαρμογής του (π.χ. θα καταλαμβάνει μόνο συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, ενώ λ.χ. δεν θα επεκτείνεται στο χωροταξικό) δημιουργεί περαιτέρω προβληματισμούς ως προς το ποιοι νόμοι και εάν καταργούνται. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι δεν είναι σαφές λ.χ. εάν ο Ν. 3982/2011 για την αδειοδότηση τεχνικών επαγγελματικών και μεταποιητικών δραστηριοτήτων και επιχειρηματικών πάρκων θα καταργηθεί στο σύνολό του με τη θέση σε ισχύ του εν λόγω νόμου-πλαισίου ή εάν το ίδιο θα συμβεί και με άλλους νόμους, όπως ο Ν. 4002/11 για τα τουριστικά καταλύματα και ο Ν. 3851/10 για την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ο ίδιος προβληματισμός υπάρχει και για το τι μέλλει γενέσθαι σε περίπτωση που η Διοίκηση δεν επιτύχει τη συμμόρφωσή της με τον νόμο-πλαίσιο εντός του εννεαμήνου ή/και στο μεσοδιάστημα. Είναι σκόπιμο στο τελικό κείμενο του νόμου να περιληφθεί πρόβλεψη για την αδειοδοτική διαδικασία κατά το μεταβατικό διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση της εφαρμογής μέσω των προεδρικών διαταγμάτων και των υπουργικών αποφάσεων.
Οι κ.κ. Τ. Αναστασιάδης και Ε. Πλατής είναι μέλη της δικηγορικής εταιρείας «Πλατής – Αναστασιάδης & Συνεργάτες», η οποία τον Ιούλιο του 2013 ανέλαβε μέσω διεθνούς διαγωνισμού τη διεξαγωγή συγκριτικής μελέτης των συστημάτων αδειοδότησης σε 11 χώρες για λογαριασμό της Παγκόσμιας Τράπεζας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ