Οδηγώντας στην Εθνική οδό με κατεύθυνση την Τρίπολη και ενώ ανεπαίσθητα ο πλοηγός, για όσους τον χρησιμοποιούν, δείχνει 650 μ. υψόμετρο, φτάνουμε στο οροπέδιο της Μαντίνειας. Η αίσθηση που μας αφήνει το τοπίο είναι ευχάριστη, λουσμένη στο φως, με το αγροτικό στοιχείο να κυριαρχεί. Πρακτικά, η ζώνη της Μαντίνειας βρίσκεται περιμετρικά της Τρίπολης, στο βορειοανατολικό κυρίως τμήμα. Συντηρεί αυτό που λέμε προφίλ αμπελουργικής περιοχής ψυχρού κλίματος, αν και βρίσκεται γεωγραφικά στο πιο νότιο τμήμα της Ευρώπης.

Ο πατριάρχης της Μεσογαίας

Οπως φαίνεται, γνώριζαν καλά τη δουλειά τους οι γάλλοι εμπειρογνώμονες-οινολόγοι που παρότρυναν τον Ανδρέα Καμπά (εν έτει 1931, παρακαλώ) να επενδύσει στην οινοποίηση λευκού και αφρώδους κρασιού αντίστοιχα. Αναφέρομαι στον Ανδρέα Καμπά γιατί, εκτός από πατριάρχης της Μεσογαίας, ήταν ο άνθρωπος που βοήθησε τον τόπο να ενηλικιωθεί οινικά. Εγκαταστάθηκε στην περιοχή το 1931, στο «εργοστάσιον της Τριπόλεως», όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν στην αλληλογραφία της εποχής, και φρόντισε με την πάροδο του χρόνου να κάνει την περιοχή γνωστή για τα λευκά κρασιά της. Αλλη λεπτομέρεια που μου κάνει εντύπωση είναι πως αν και η ενασχόλησή του ήταν ιδιαίτερα πρώιμη σε σχέση με ό,τι συνέβαινε στον υπόλοιπο ελληνικό αμπελώνα, φρόντιζε να δίνει τοπωνυμική κατεύθυνση, ομοιογένεια και συνέπεια στη σύσταση της καλλιέργειας: μία περιοχή, μία γηγενής ποικιλία, το Μοσχοφίλερο. Μοιραία, ο καταναλωτής ήξερε τι να περιμένει. Μην ξεχνάμε πως ακόμη και στις μέρες μας υπάρχουν περιοχές με ασαφή προσανατολισμό και ποιοτικά σκαμπανεβάσματα που δυσκολεύουν τον δυνητικό πελάτη. Παρενθετικά, η ζώνη αναγνωρίστηκε ως ΟΠΑΠ (Ονομασία Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητας) το 1971.

Το κλήμα και το κλίμα

Σήμερα στην περιοχή υπάρχουν 7.000 στρέμματα φυτεμένα με Μοσχοφίλερο. Δραστηριοποιούνται γύρω στους δέκα οινοποιούς εντός ζώνης και περίπου άλλα 20 οινοποιεία εκτός ζώνης εμφιαλώνουν λευκά κρασιά με Μοσχοφίλερο χωρίς να έχουν την ένδειξη ΠΟΠ στις ετικέτες τους. Οπως προαναφέραμε, το τοπίο ξεφεύγει από τη συνηθισμένη μορφή με τα κλήματα ανεπτυγμένα στις πλαγιές των λόφων. Αντιθέτως, ο αμπελώνας της Μαντίνειας είναι σε οροπέδιο με τα κλήματα να περιστοιχίζονται από τα γύρω βουνά. Αλλο στοιχείο που επηρεάζει θετικά το κρασί που φτάνει στα ποτήρια μας είναι η δραματική αυξομείωση της θερμοκρασίας κατά τη διάρκεια της ημέρας, που ενθαρρύνει, μεταξύ άλλων, τον έντονο αρωματικό χαρακτήρα του κρασιού. Vinis extremis, στα δικά μας μέτρα και σταθμά.

Οινική ταυτότητα

Γευστικά, πιστεύω πως το Mοσχοφίλερο είναι στον σωστό δρόμο. Το κυριότερο πλεονέκτημα της περιοχής είναι η ομοιογένεια και, μοιραία, η αναγνωρισιμότητα των κρασιών της περιοχής. Λειτουργεί σαν προστατευτική κορνίζα που μας προφυλάσσει από φαινόμενα αναρχίας-πειραματισμών, που, κατά την προσωπική μου άποψη, δεν είναι πάντα ευεργετικά. Οποιον παραγωγό και να διαλέξω ξέρω, πάνω-κάτω, τι να περιμένω. Βέβαια, η τυπικότητα στα χαρακτηριστικά του σταφυλιού, σε συνδυασμό με την επίδραση του μικροκλίματος της ζώνης, δεν απαγορεύει σε κάθε σπίτι να διατηρεί το δικό του ξεχωριστό στυλ. Στην πράξη, το Μοσχοφίλερο έχει πολύ πλούσιο αρωματικό δυναμικό, με ανθώδη αρώματα – όπως το τριαντάφυλλο – να κυριαρχούν. Συμπληρωματικά βρίσκουμε αρώματα εσπεριδοειδών και κάποιες φυτικές-πράσινες νότες, τυπικές σε ψυχρές περιοχές με ήπια, αργή ωρίμανση. Στο στόμα, το κρασί χαρακτηρίζεται από έντονη οξύτητα, φυτικό, «πράσινο» στυλ και ιδιαίτερα ελαφρύ σώμα. Καθ’ ότι ερυθρωπή ποικιλία (γκριζωπή πιο σωστά), κάποιες φορές το χρώμα του έχει ροδίζουσες ανταύγειες – μη σας ανησυχεί, είναι ό,τι πιο φυσιολογικό μπορεί να του συμβεί.

Ερωτες στο τραπέζι

Το θεωρώ εντυπωσιακό ως απεριτίφ, αν και τα πάει εξίσου καλά και στο τραπέζι του φαγητού. Ιδανικό για ελαφριά μεσημεριανά γεύματα και σαλάτες, ευχάριστο με μαγειρευτά θαλασσινά, όπως σουπιές κρασάτες ή μπαρμπούνια σαβόρο, και αποτελεσματικό σε προκλήσεις όπως σπαράγγια με σος ολαντέζ. Εκεί που το φαντάζομαι να κάνει πάρτι είναι με τα πιάτα της ασιατικής κουζίνας, η οποία γίνεται ολοένα και πιο δημοφιλής στη χώρα μας.
Το Μοσχοφίλερο μεσουρανούσε επί χρόνια στις προτιμήσεις μας, περιφρονήθηκε για λίγο καιρό, ειδικά όταν γνωριστήκαμε με το βαρέλι, τις δρύινες επιλογές κρασιών και το πιο κοσμοπολίτικο Sauvignon blanc, και πλέον επιστρέφει δυναμικά στα ποτήρια μας. Κάτι σαν το ψητό της μαμάς μας: οικείο, αγαπημένο, πάντα το περιφρονούμε και πάντα γυρνάμε σ’ αυτό.

Mια μεγάλη διάκριση

Πρόσφατα το αμερικανικό περιοδικό «Wine Spectator» συμπεριέλαβε τη Νάουσα Μπουτάρη ανάμεσα στα 100 καλύτερα κρασιά του κόσμου για το 2013. Διαβάζοντας τη δημοσίευση, αισθάνθηκα την ανάγκη να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου προς όλους τους συντελεστές αυτής της διάκρισης, προς όλους τους ανθρώπους που βοηθούν σοδειά τη σοδειά στην παραγωγή αυτού του κρασιού. Η Νάουσα Μπουτάρη, εκτός από σήμα κατατεθέν του οινοποιείου, κουβαλάει στην ετικέτα της όλο μας το οινικό γίγνεσθαι, όλο μας το ιστορικό αρχείο. Πιστεύω πως οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στην οικογένεια Μπουτάρη για τα 133 χρόνια προσφοράς και συνέπειας στα αμπελοοινικά δρώμενα.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014.