Εξω από το σπίτι, κάπου στην οδό Αδάμαντος 4 στον Λυκαβηττό, έχει φασαρία. Μια κατάληψη έχει γίνει σε ένα διπλανό κτίριο και οι ένοικοι της φιλήσυχης πολυκατοικίας, θα μπορούσες να πεις και πολυκατοικίας νοικοκυραίων, δεν μπορούν να κοιμηθούν. Κάποιοι γκρινιάζουν, κάποιοι πάνε στην κατάληψη για να μιλήσουν «στα παιδιά» για τις δικές τους καταλήψεις, κάποιοι τρώνε ντομάτες επειδή διαμαρτύρονται.

Η ιστορία είναι φανταστική, τηλεοπτική, προέρχεται από το μακρινό 1989, όταν οι «Απαράδεκτοι» κατακτούν την ελληνική τηλεόραση και διακωμωδούν ήθη της εποχής. Η Δήμητρα Παπαδοπούλου γράφει ιστορίες από τη ζωή της, η τηλεόραση γίνεται διασκεδαστική και αντανακλά τις νεοελληνικές συνήθειες. Είναι επίσης η απόδειξη πως η ιστορία των καταλήψεων είναι παλιά στην Αθήνα, πως στην εποχή της πρώτης μεγάλης αμφισβήτησης της Μεταπολίτευσης, πάνω στα σκάνδαλα και στα ειδικά δικαστήρια, παρατημένα παλιά αρχοντικά, όπως η βίλα Αμαλία, το σπίτι της Μαρίας Κάλλας, η κατάληψη «Λέλας Καραγιάννη» στην Κυψέλη, καταλαμβάνονται. Για χρόνια είχαν ενταχθεί στη μικροκαθημερινότητα της πόλης. Τα κτίρια, παρατημένα από την ανελέητη γραφειοκρατία του ελληνικού κράτους, έμεναν στα αζήτητα και η ζωή συνεχιζόταν.

Μέχρι που ήρθε ένα επικοινωνιακό αδιέξοδο. Με το μέσο νοικοκυριό να έχει χάσει το μέτρημα στους φόρους, την ανεργία κοντά στο 40%, την πολιτική διαφθορά σαν δεδομένη και τις δημοσκοπήσεις μοναδικό όπλο για να αφουγκραστούν την κοινωνία, οι κυβερνώντες αποφάσισαν να πουλήσουν το μοναδικό που μπορεί να αγοραστεί: φόβο και τηλεοπτική ασφάλεια.

Με συντονισμένες τηλεοπτικές επιχειρήσεις, εδώ και καιρό γίνεται μια επιλεκτική επίθεση κατά της «ανομίας», με προφανή σκοπό την τέρψη του μέσου ψηφοφόρου, αυτού που ανήκει στους περιβόητους νοικοκυραίους, αυτούς για τους οποίους ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας εξήγησε με πάθος: «Μα και εμείς νοικοκυραίοι είμαστε». Αφού λοιπόν όλοι είμαστε νοικοκυραίοι, γιατί να μαλώνουμε;

Ποιοι είναι οι νοικοκυραίοι για τα μάτια των οποίων γίνεται όλη αυτή η διαμάχη; Οι νοικοκυραίοι είναι αυτοί τους οποίους φλερτάρουν τα περισσότερα κόμματα. Είναι αυτοί που δεν φωνάζουν πολύ, αυτοί που δεν θέλουν εντάσεις, διαδηλώσεις και φωνές, αυτοί που έχουν συμβιβαστεί με τη ζωή τους, αυτοί που ενοχλούνται από οτιδήποτε τους διαταράσσει την κανονικότητα. Ηταν αυτοί που εξόρισαν την κυβέρνηση Καραμανλή επειδή ο Δεκέμβρης του 2008 τους ενόχλησε, αυτοί που ήταν αγανακτισμένοι το 2010, προτού φύγουν για διακοπές και ηρεμήσουν, αυτοί που επέλεξαν, έστω και οριακά, Νέα Δημοκρατία, άρα Ευρώπη, το καλοκαίρι του 2012.

Οι νοικοκυραίοι όμως αλλάζουν, όπως και οι εποχές. Οσο και να φοβούνται, έχουν σημαντικότερα προβλήματα να λύσουν. Αν δεν είναι άνεργοι, έχουν χάσει το 30% του εισοδήματός τους. Βιώνουν την πρωτόγνωρη εμπειρία τού να μην έχεις επαρκή θέρμανση. Δεν ξέρουν ποιο είναι το μέλλον για πρώτη φορά ύστερα από 30 ομαλά χρόνια. Και ασφαλώς φοβούνται.

Αυτό είναι το εκλογικό target group για το οποίο τηλεοπτικές επιχειρήσεις σκηνοθετούνται, αχρησιμοποίητα κτίρια (μερικά εκ των οποίων αδικαιολόγητα αχρησιμοποίητα, όπως το παρατημένο από το κράτος σπίτι της Μαρίας Κάλλας) ανακαταλαμβάνονται και πολιτικοί εκπρόσωποι ξελαρυγγιάζονται φωνάζοντας «Καταδικάστε τη βία» με πρωτόγνωρο πάθος.

Υπάρχει, όμως, ένας κίνδυνος σε όλο αυτό. Η κυβέρνηση, φοβούμενη την αριστερή επέλαση του ΣΥΡΙΖΑ, υιοθετεί όλο και πιο δεξιά ατζέντα, προσπαθώντας να κερδίσει το κενό μεταξύ της Χρυσής Αυγής και των αγανακτισμένων ψηφοφόρων της. Η ρητορική της άκρας Δεξιάς επιβλήθηκε, συνηθίστηκε και υιοθετήθηκε. Κάπως έτσι η νομιμότητα άρχισε να επιβάλλεται: επιλεκτικά, επιτακτικά και τηλεοπτικά. Οπως το 1992 ο Μπιλ Κλίντον κέρδισε τον Τζορτζ Μπους με τη φράση «Είναι η οικονομία, ανόητε» να εξελίσσεται σε βασικό σύνθημα της προεκλογικής του εκστρατείας, η τωρινή πολιτική κατάσταση συμπυκνώνεται στο «Είναι οι νοικοκυραίοι, ανόητε».

Επιστροφή στο ξεκίνημα: Κάποια στιγμή ο Σπύρος Παπαδόπουλος, που υποδυόταν την επιτομή του πρώην αριστερού, νυν ενταγμένου «νοικοκυραίου», πηγαίνει στην κατάληψη, μιλάει με τα «παιδιά» με μια ξεχασμένη ρητορική παλιού ανέξοδου αριστερού και στο τέλος δέχεται ένα γιαούρτι (βελουτέ) στο πρόσωπο. Συμπέρασμα: Οι νοικοκυραίοι δεν έχουν πάντα δίκιο. Και όσο και αν η παλιά ρητορική σού φαίνεται ασφαλής, αν και πολυχρησιμοποιημένη, έρχεται η στιγμή που δεν πουλάει πια. Ειδικά αν έχουν τελειώσει τα λεφτά.