Δεκαοκτώ χρόνια µετά τον τερµατισµό του καθεστώτος των φυλετικών διακρίσεων στη Νότια Αφρική, το µακελειό των µεταλλωρύχων στο ορυχείο πλατίνας της πολυεθνικής εταιρείας Lonmin ήρθε να καταδείξει ότι ελάχιστα πράγµατα έχουν αλλάξει για τα σχεδόν 50 εκατοµµύρια φτωχούς κατοίκους της.
Αρκετοί έσπευσαν να συγκρίνουν τη δολοφονία των 34 μεταλλωρύχων με παλαιότερες σφαγές του Απαρτχάιντ, όπως εκείνες της Σάρπβιλ (1960) και του Σοβέτο (1976).
Οι συγκρίσεις αυτές όμως παραγνωρίζουν μία βασική λεπτομέρεια: ενώ οι εργάτες που παίζουν καθημερινά τη ζωή τους κορόνα-γράμματα υπό άθλιες συνθήκες στα έγκατα της γης για ένα μεροκάματο πείνας παραμένουν μαύροι, οι αστυνομικοί που άνοιξαν πυρ πισώπλατα εναντίον τους δεν είναι πια λευκοί. Μαύροι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ, κατ’ εντολή μαύρων πολιτικών, που υπερασπίζονται πλέον τα συμφέροντα (και) μαύρων εκατομμυριούχων.
Οπως αποκαλύφθηκε μετά τη σφαγή, οι τρεις υψηλότερα αμειβόμενοι executives της Lonmin – μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ένας μαύρος πρώην επικεφαλής του συνδικάτου των μεταλλωρύχων, ο Σίριλ Ραμαφόσα – έβγαλαν περισσότερα χρήματα από τους 3.600 σκαφτιάδες του ορυχείου της Μαρικάνα. Το Απαρτχάιντ λοιπόν πράγματι επιζεί στη Νότια Αφρική – απλώς αντί για ρατσιστικό είναι πλέον ταξικό.
Η Νότια Αφρική διαθέτει το 80% των γνωστών αποθεμάτων λευκόχρυσου (πλατίνας) στον κόσμο. Μόνο στη Μαρικάνα, εκατό χιλιόμετρα βορειοδυτικά από το Γιοχάνεσμπουργκ, εξορύσσεται το 12% της παγκόσμιας παραγωγής λευκόχρυσου – του πολυτιμότερου μετάλλου στον κόσμο. Ο λόγος που ξεκίνησε η απεργία είναι ότι οι χιλιάδες εργάτες στο ορυχείο της Lonmin, όπως και οι συνάδελφοί τους στα γειτονικά ορυχεία, αποφάσισαν ότι 400 ευρώ μισθός δεν είναι αρκετά για τη δουλειά που κάνουν, μία από τις πιο σκληρές και επικίνδυνες στον κόσμο.
Χρόνια τώρα το επίσημο συνδικαλιστικό τους όργανο, η Εθνική Ενωση Μεταλλωρύχων (NUM), που παραδοσιακά ελέγχεται από το κυβερνών Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο (ANC), υποσχόταν πως θα βελτιώσει τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας τους. Αντ’ αυτού, οι μαύροι εργάτες των ορυχείων έβλεπαν τους συνδικαλιστικούς τους ηγέτες να μετατρέπονται οι ίδιοι σε μεγαλοστελέχη των εξορυκτικών επιχειρήσεων ή σε υπουργούς, ενώ οι ίδιοι εξακολουθούσαν να πεθαίνουν νέοι στα λαγούμια.
Ετσι αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τους το διεφθαρμένο συνδικάτο και να ιδρύσουν την Ενωση Εργατών Μετάλλου και Κατασκευών (AMCU), με αμιγώς εργατική ηγεσία, το οποίο ξεκίνησε τον Αύγουστο απεργία με μοναδικό αίτημα τον τριπλασιασμό του μισθού των μεταλλωρύχων.
Αυτό ήταν: με προσωπική εντολή του προέδρου Τζέικομπ Ζούμα, οι δυνάμεις της τάξης, απαρτιζόμενες στην πλειονότητά τους από μαύρους αστυνομικούς, άνοιξαν πυρ στο ψαχνό σε ένα πλήθος 3.000 ανθρώπων. Σύμφωνα μάλιστα με τις ιατροδικαστικές γνωματεύσεις, που διαψεύδουν τις αναφορές της αστυνομίας, στις περισσότερες περιπτώσεις οι άνδρες πυροβολήθηκαν πισώπλατα ενώ έτρεχαν για να σωθούν.
Οι ανακρίσεις που εξήγγειλε εσπευσμένα ο πρόεδρος Ζούμα, ο οποίος φέρει προσωπική ευθύνη για το μακελειό, και οι εκκλήσεις διαφόρων στελεχών του ANC και των συνδικάτων για κοινωνική ειρήνη δεν πρόκειται να αλλάξουν την κατάσταση. Αντί να πνιγεί στο αίμα και παρά τις εκατοντάδες συλλήψεις και την κακοποίηση πολλών κρατουμένων εργατών, η απεργία συνεχίζεται στο ορυχείο της Lonmin και ήδη επεκτάθηκε και σε άλλα ορυχεία της Μαρικάνα και των γύρω χρυσοφόρων περιοχών.
Καταπίεση
Αλλαξε μόνο το χρώμα
Η βαριά σκιά του Νέλσον Μαντέλα και η ιστορία των ένδοξων αγώνων κατά του Απαρτχάιντ δεν επαρκούν πλέον για να δικαιολογήσουν το τεράστιο χάσμα μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων, ανεξαρτήτως χρώματος. «Στο παρελθόν το καθεστώς Απαρτχάιντ μεταχειριζόταν τους μαύρους σαν αντικείμενα, το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, αλλά με διαφορετική μορφή» αναφέρει το κεντρικό άρθρο της εφημερίδας «Sowetan».
Μία γενιά έχει περάσει από τον θρίαμβο του Μαντέλα, αλλά για τους κατοίκους των γκέτο το μόνο που άλλαξε είναι το χρώμα των καταπιεστών τους. Η ανεργία ξεπερνά επισήμως το 25%, ενώ το ένα τρίτο του πληθυσμού ζει χάρη σε βοηθήματα πρόνοιας.
Οι λευκοί φυσικά εξακολουθούν να ελέγχουν την οικονομία μέσω των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και να ζουν οχυρωμένοι σε πολυτελείς επαύλεις-«χρυσά κελιά», περιστοιχισμένοι από σωματοφύλακες: τώρα όμως πλέον κρύβονται πίσω από τους μαύρους πολιτικούς και τη μαύρη αστυνομία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ