«Οι Γυναίκες ζούνε σαν Νυχτερίδες ή Κουκουβάγιες, εργάζονται σαν Κτήνη και πεθαίνουν σαν Σκουλήκια» έγραφε τον 17ο αιώνα η Μάργκαρετ Κάβεντις, δούκισσα του Νιούκαστλ, γνωστή και ως Τρελο-Ματζ (Mad Madge) εξαιτίας της επίµονης ενασχόλησής της µε τη λογοτεχνία και το γράψιµο. Από ποιήµατα και θεατρικά έργα ως φιλοσοφικά δοκίµια, η πένα της δούκισσας πραγµατικά δεν γνώριζε φραγµούς. Το έργο της «The Blazing World» θεωρείται ένα από τα πρώτα µυθιστορήµατα επιστηµονικής φαντασίας.

Η Κάβεντις άσκησε κριτική σε επιφανείς διανοητές της εποχής της, τον Τόµας Χοµπς και τον Ρενέ Ντεκάρτ. Υψωσε µία από τις πρώτες φωνές υπέρ των δικαιωµάτων των ζώων. ∆εν έκρυψε ποτέ την επιθυµία της να γίνει διάσηµη µέσα από το έργο της. Και όλα αυτά σε µια εποχή όπου όσες, ελάχιστες, γυναίκες τολµούσαν να δηµοσιεύσουν λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά κείµενα δεν τα υπέγραφαν ποτέ µε το όνοµά τους. Ισως γι’ αυτό ο σύγχρονός της Σάµιουελ Πέπις αποκαλούσε την Κάβεντις «τρελή, ξιπασµένη και γελοία».

Οπως σηµειώνει η Βιρτζίνια Γουλφ, όσες γυναίκες εκείνη την εποχή δεν υιοθετούσαν µια απολογητική στάση για τις λογοτεχνικές απόπειρές τους – αρνούνταν, δηλαδή, να τις παρουσιάσουν ως ανάλαφρα, διασκεδαστικά σκετσάκια – θεωρούνταν τρελές, λάθη της φύσης. Και η Κάβεντις, γράφει η Γουλφ, «έβλεπε το πλήθος να στριµώχνεται γύρω από την άµαξά της όποτε έβγαινε από το σπίτι της, καθώς η τρελή ∆ούκισσα έγινε µπαµπούλας για να φοβίζουν οι µαµάδες τις έξυπνες θυγατέρες τους».

Τα πράγµατα δεν βελτιώθηκαν ιδιαίτερα τον 19ο αιώνα. Μια αίσθηση ενοχής βασανίζει κάθε γυναίκα που ασχολείται µε το γράψιµο, αυτό το κατ’ εξοχήν αρσενικό προνόµιο. Το 1837 η Σαρλότ Μπροντέ εξοµολογείται σε µια επιστολή της: «Πασχίζω να υπηρετώ όλα τα καθήκοντα που οφείλει να εκπληρώνει µια γυναίκα… ∆εν τα καταφέρνω όµως πάντοτε, εφόσον καµιά φορά, ενώ διδάσκω ή πλέκω, νιώθω ότι θα προτιµούσα να διαβάζω ή να γράφω». Οι αδελφές Μπροντέ έκρυβαν τη θηλυκή ταυτότητά τους πίσω από ανδρικά ψευδώνυµα. Το ίδιο και η Τζορτζ Ελιοτ.

Αγχος, ντροπή, αµφιβολία, στρέβλωση: δεν είναι να απορεί κανείς που όταν η ηρωίδα της βικτωριανής ποιήτριας Μαίρης Κόλριτζ κοιτάζει στον καθρέφτη αντικρίζει µια γυναίκα αποτρελαµένη, «αγριεµένη / µε κάτι παραπάνω από γυναικεία απελπισία». Και αναφωνεί: «Εγώ είµαι αυτή!». Ολος αυτός ο πόνος, όλος αυτός ο εγκλωβισµός, όλη αυτή η σκληρότητα της προκατάληψης που καταδιώκει τη γυναίκα δηµιουργό αναδύεται σπαρακτικά από τις επιστολές της Καµίλ Κλοντέλ (1863-1943) οι οποίες συνθέτουν τον καµβά του µονολόγου «Το κύµα της τρέλας». Οι µαρτυρίες της εποχής αναφέρουν ότι η σπουδαία γαλλίδα γλύπτρια έπασχε από µανία καταδιώξεως (µιλάει για την καθαρίστρια που της έριχνε υπνωτικό προκειµένου να κλέβει τα σχέδιά της και κατηγορεί τον Ροντέν, τον µεγάλο της έρωτα, για πνευµατική κλοπή). Φαίνεται πως, µετά τον χωρισµό της µε τον Ροντέν και ενώ αντιµετώπιζε τεράστια οικονοµικά προβλήµατα, άρχισε να ζει ολοένα και πιο αποµονωµένη, καταστρέφοντας συχνά τα ίδια της τα έργα. Εκείνα τα χρόνια, βέβαια, αρκούσαν πολύ λιγότερα για να θεωρηθεί µια γυναίκα τρελή. Οπως και συνέβη στην περίπτωση της Καµίλ, η οποία, ύστερα από παρέµβαση της οικογένειάς της, κατέληξε σε άσυλο της Νότιας Γαλλίας. Εκεί πέρασε τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής της. Ακόµη πιο τροµακτικό από το γεγονός ότι βρέθηκε φυλακισµένη µια προικισµένη γυναίκα λόγω της στενοµυαλιάς των οικείων της (η µητέρα της ντρεπόταν για τη συµπεριφορά της) ακούγεται το γεγονός ότι οι τελευταίοι δεν πήγαιναν σχεδόν ποτέ να την επισκεφθούν. Ακόµη και ο αδελφός της, ο επιφανής συγγραφέας Πολ Κλοντέλ, ελάχιστα της συµπαραστάθηκε. Παρά τις διαβεβαιώσεις των γιατρών ότι η Καµίλ θα µπορούσε να επανενταχθεί δοκιµαστικά στο οικογενειακό της περιβάλλον, οι συγγενείς της επέλεγαν τη σιωπή. «∆εν ήρθατε να µε δείτε ούτε µία φορά» τους γράφει. Και αλλού: «Είµαι τόσο θλιµµένη που βρίσκοµαι εδώ ώστε δεν µοιάζω πια µε ανθρώπινο πλάσµα». Τη σταδιακή αυτή καταβύθιση στην άβυσσο της µοναξιάς και της εγκατάλειψης επιχείρησαν να αποδώσουν ο σκηνοθέτης και η ηθοποιός του Λυδία Φωτοπούλου, αποφεύγοντας επιµελώς κάθε µελοδραµατική χροιά. Με άξονα µια πανύψηλη στοίβα από τραχιά, υπερµεγέθη επιστολόχαρτα στο κέντρο της σκηνής, παρακολουθούµε τη µία γοητευτική εικόνα να διαδέχεται την άλλη: τη Λυδία-Καµίλ να στηρίζεται πάνω τους, να σκαρφαλώνει στην κορυφή, να σκίζει τα χάρτινα φύλλα, να τα πετάει ένα ένα στο πάτωµα, να τα κολλάει µε σελοτέιπ εµµονικά στο πάτωµα, να τα χρησιµοποιεί ως σκέπασµα ενάντια στο αφόρητο γαλλικό κρύο.

Πίσω της προβάλλονται φωτογραφίες ντοκουµέντα: η Καµίλ στο Παρίσι των αρχών του εικοστού αιώνα, µόνη ή µε φίλους, εικόνες από τα γλυπτά της, από το άσυλο Montdevergues κ.ο.κ. Σίγουρα έχει πολλά να µάθει κανείς παρακολουθώντας την παράσταση: πέρα από τον επιµορφωτικό της χαρακτήρα, όµως, δεν έχει να προσφέρει ιδιαίτερη συγκίνηση. Η ηθοποιός στέκεται µε λεπτότητα απέναντι στην ηρωίδα της, δεν καταφέρνει όµως να µεταδώσει την ψυχική οδύνη της Κλοντέλ. Περισσότερο την αφηγείται παρά τη βιώνει σωµατικά. Τα ωραία κινησιολογικά ευρήµατα εξαντλούνται σε µια εικαστική προσέγγιση, χωρίς να εισχωρούν σε βαθύτερες διαστάσεις. Το σύνολο δίνει τελικά την αίσθηση µιας ευχάριστης και καθώς πρέπει φιλολογικής βραδιάς τυλιγµένης στις µελαγχολικές νότες του Κλοντ Ντεµπυσί.

ΥΓ.: Οι πληροφορίες στο πρώτο µέρος του κειµένου προέρχονται από το βιβλίο «The Madwoman in the Attic» των Sandra Μ. Gilbert και Susan Gubar (Yale University Press).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ