Πριν από 43 χρόνια ο Αριστείδης Παγκρατίδης, καταδικασμένος τετράκις εις θάνατον από το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την κατηγορία του «σίριαλ κίλερ», εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες. «Μανούλα μου, είμαι αθώος» ήταν οι τελευταίες λέξεις του προτού οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος τον ξαπλώσουν νεκρό στο δάσος του Σέιχ Σου, από το οποίο πήρε το προσωνύμιο «δράκος του Σέιχ Σου».
Σαράντα χρόνια μετά αποδείχθηκε ότι ο Αριστείδης Παγκρατίδης, Αρίστος γι΄ αυτούς που τον ήξεραν, δεν ήταν δολοφόνος αλλά θύμα. Ο πραγματικός «δράκος» ανήκε σε καλή οικογένεια της Θεσσαλονίκης, είχε πληρώσει και είχε διαφύγει.
Ο Θωμάς Κοροβίνης στήνει ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα στηριγμένο στα ντοκουμέντα και στην ιδιαίτερη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη. Μιλούν γι΄ αυτόν επινοημένα πρόσωπα που τον γνώρισαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συναγελάστηκαν μαζί του, άνθρωποι φιλικοί και εχθρικοί προς αυτόν. Και μέσα από την εξιστόρηση της ζωής και της πορείας κατάβασης στον θάνατο του Παγκρατίδη περνάει η Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ΄50. Εκεί εστιάζει ο μυθιστοριογράφος αλλά και παραμυθάς, συλλέκτης, τραγουδιστής αλλά και ερευνητής συγγραφέας.
Η δεκαετία του ΄50 στη Θεσσαλονίκη είναι σκληρή, προσδιορισμένη ιστορικά. Τη χρονιά που δικάζεται ο Παγκρατίδης, 1963, είναι η χρονιά της δολοφονίας του Λαμπράκη από το παρακράτος. Οι νικητές του Εμφυλίου έχουν διαμορφώσει ένα καθεστώς εκτός θεσμών, εκτός δικαιοσύνης, εκτός νομιμότητας, με τη σύμφωνη όμως γνώμη των υπηρετών του νόμου και της τάξης. Ο Παγκρατίδης ήταν χαμένος από χέρι. Δεν ήταν ευυπόληπτος, ήταν ένας αλήτης. Ηταν φτωχός, αδύναμος κοινωνικά, ευάλωτος ψυχικά, ένοχος συναισθηματικά. Το παρακράτος με τη βοήθεια της Αστυνομίας- που ζητούσε εξιλέωση για την υπόθεση Λαμπράκη- έστησε τον μηχανισμό κατασκευής ενός ενόχου. Τύπος, καθεστηκυία τάξη, Αστυνομία και δικαστές ήταν εκτελεστές ενός σχεδίου με ήρωα έναν άνθρωπο που πρωταγωνιστούσε σε μια υπόθεση που θύμιζε Ντίκενς και Γιάννη Αγιάννη του Ουγκό.
Ντυμένος με κουρέλια
Γεννήθηκε το 1940 στον Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας του Χαράλαμπος, λοχαγός του Ελληνικού Στρατού, δολοφονείται από τον ΕΑΜ. Η οικογένεια, ο Αρίστος, η αδελφή του Μαρία, ο αδελφός του Παγκράτης και η μητέρα τους μετακομίζουν το 1945 στη Θεσσαλονίκη. Ζουν σε παράγκες και αργότερα σε φτωχόσπιτα. Η μητέρα του δουλεύει ως πλύστρα, γνωρίζεται με τον εισπράκτορα Ευγένιο Αλεξιάδη και συζούν σε ένα σπίτι στην Ανω Τούμπα. Ο Αρίστος φοίτησε μόνο σε δύο τάξεις του δημοτικού σχολείου.
Η ζωή του ήταν ένα με την αλάνα. Ντυμένος με κουρέλια, βρώμικος, έπαιζε όλη μέρα με τα χώματα και τις πέτρες. Με τους φίλους του, όπως τα περιγράφει ένας από αυτούς, έκαναν τρέλες, ενοχλούσαν τον κόσμο με την μπάλα και τις φωνές τους. Θαύμαζαν τον Ταρζάν. Μόλις μεγάλωσαν κατέβηκαν στο κέντρο της πόλης, πήγαιναν σινεμά να δουν αστυνομικά και καουμπόικα, χάζευαν τις πληθωρικές γυναίκες και κυνηγιόνταν με τους αστυνομικούς. Η οικογένεια του Αρίστου είναι από τις πιο φτωχές οικογένειες του μαχαλά, έτσι μπαίνει από μικρός στη βιοπάλη. Δουλεύει κατ΄ αρχάς σε παντοφλάδικο και μετά σε τσαγκαράδικο. Μετά δούλεψε ως χαμάλης-αχθοφόρος στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης ως το 1955. Κλέβουν με έναν φίλο του δύο ποδήλατα για να πάνε στην Αθήνα αναζητώντας καλύτερη ζωή. Συλλαμβάνονται και οδηγούνται στο Αναμορφωτήριο Ανηλίκων στο Βίδον της Κέρκυρας.
Δύο χρόνια μετά βγαίνει από το Αναμορφωτήριο και επιστρέφει στην Τούμπα. Αρχίζει να δουλεύει πάλι δεξιά και αριστερά. Καταλήγει πάλι χαμάλης στο λιμάνι. Αργότερα και λίγο προτού πάει φαντάρος το 1959 δουλεύει στον «γύρο του θανάτου». Είναι το περίφημο ξύλινο βαρέλι που στα εσωτερικά του τοιχώματα μοτοσικλετιστές έτρεχαν με μεγάλη ταχύτητα. Ο ιδιοκτήτης της «επιχείρησης» έχει να το λέει για το πόσο υπάκουος και καλός δουλευτής είναι ο Αρίστος. Θα παρουσιαστεί στον στρατό το 1959, θα περάσει άσχημα, θα λιποτακτήσει, θα συλληφθεί, θα καταδικαστεί αλλά τελικά θα πάρει απολυτήριο ως ψυχικά διαταραγμένος.
Η τριπλή σεξουαλικότητα
Η σεξουαλική του ζωή ήταν αυτή που τον πρόδωσε, πάνω στην αταξία της σεξουαλικότητάς του βασίστηκε το «κοινό αίσθημα» αλλά και η Ασφάλεια για να τον καταδικάσει. Μικρό παιδί τον αποπλανεί ένας χημικός, μάρτυρας αργότερα στη δίκη. Τον δελεάζει με χρήματα για να ασελγεί πάνω του. Αργότερα στα δεκατέσσερά του ασελγεί πάνω του ο Βασίλης Τενεκετζής. «Δεν ευχα ριστιόταν αλλά το δεχόταν για τις 15-20 δραχμές που είχε ανάγκη όταν έμενε άνεργος» θα πει στο δικαστήριο ο μάρτυρας Τενεκετζής. Ο Μαμούνας, ένας βαρκάρης που πούλαγε μαμούνια, δηλαδή δολώματα για ψαράδες, τον έπεισε να πάει μαζί του για 30 δραχμές. Ενας άλλος εργάτης παραδέχεται ότι τον έπεισε να κοιμηθεί μαζί του δωροδοκώντας τον με ένα πιάτο φασολάδα. Ο Αρίστος λέει ότι από το 1957 ως και το 1959 πήγαινε με πόρνες πίσω από το παλιό γήπεδο του ΠΑΟΚ αλλά καμιά φορά και σε φτηνά ξενοδοχεία. Μερικές φορές πηγαίνει και με άνδρες, του αρέσει να είναι αυτός ενεργητικός. Συχνάζει στην ταβέρνα «Η πεθερά», όπου σχετίζεται με τραβεστί. Μαθαίνει και συνηθίζει στην ηδονοβλεψία αλλά και να καπνίζει χασίς. Ενα κορμί ήταν ο Αρίστος που το σέρνανε δεξιά κι αριστερά.
Η κατηγορία, η δίκη, η καταδίκη
Ο Αριστείδης Παγκρατίδης θα κατηγορηθεί για «απόπειρα ανθρωποκτονίας μετά ληστείας εις βάρος του ζεύγους Αθανασίου Παναγιώτου και Ελεονώρας Βλάχου εις το Σέιχ Σου. Ανθρωποκτονία μετά ληστείας εις βάρος του ζεύγους Κωνσταντίνου Ραΐση και Ευδοκίας Παληογιάννη εις αγροτική περιοχή του αεροδρομίου Μίκρας και ανθρωποκτονία μετά ληστείας εις βάρος της Μελπομένης Πατρικίου εις οικίσκον του Δημοτικού Νοσοκομείου». Υπάρχει η ομολογία του που την πήραν με συνεχείς εκβιασμούς από έναν άνθρωπο που φοβόταν και είχε χάσει το λογικό του.
Ο εισαγγελέας της έδρας Μιχαήλ Σγουρίτσας θα πει: «Δεν μπορώ να είμαι βέβαιος για την ενοχή του. Γι΄ αυτό και προτείνω να του επιβληθεί όχι η θανατική ποινή αλλά η ποινή των ισοβίων». Ο Παγκρατίδης στερήθηκε όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα κατά την προδικασία. Τον πίεσαν ψυχολογικά και σωματικά για να δημιουργήσουν με το υλικό της προδικασίας το φανταστικό πρόσωπο του «δράκου» που ταίριαζε στις προσδοκίες των εφημερίδων και του «κοινού». Μία και μοναδική μάρτυς υπήρξε και αυτή δεν τον αναγνώρισε, αγνοήθηκε σωματικό υλικό που βρέθηκε σε πτώμα και τον απέκλειε από δράστη γιατί δεν του ανήκε, η «ομολογία» του είναι μνημείο κατασκευής αλλά αυτός ήταν τόσο χαμένος που δεν ήξερε τι έλεγε, προσπαθούσε να είναι συνεπής με την «ομολογία του».
Ο Αριστείδης Παγκρατίδης οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσης, στο δάσος του Σέιχ Σου, εκεί που σαν παιδί γνώρισε τις μόνες χαρούμενες μέρες του, τα ξημερώματα της 16ης προς 17η Φεβρουαρίου 1966. Στράφηκε προς τους άνδρες του αποσπάσματος: «Παιδιά, σας παρακαλώ, σκοπεύστε με καλά για να μην τυραννιέμαι». Λίγο πριν τον ήχο των όπλων θα φωνάξει: «Μανούλα μου, είμαι αθώος».
Το μυθιστόρημα
Ο Θωμάς Κοροβίνης,εκτός από τα ρεπορτάζ της εποχής και κάποια λίγα επίσημα κείμενα από εφημερίδες και υλικά της δίκης,οργάνωσε την αφήγησή του με βάση τις επινοημένες αφηγήσεις ανθρώπων που γνώρισαν τον Παγκρατίδη: της μητέρας του,ενός παιδικού φίλου,μιας παραδουλεύτρας που γνώριζε την οικογένεια,ενός παρακρατικού γείτονα του Αρίστου,ενός χωροφύλακα δημοκρατικών φρονημάτων της εποχής,ενός αστού της παραλίας, των κατά καιρούς αφεντικών του, μιας πόρνης,μιας γνωστής του Αρίστου τραγουδίστριας.Ο μυθιστορηματικός χρόνος παρακολουθεί τον ήρωα από το ΄55 ως το ΄60,από 15 ως 20 χρόνων,με φλασμπάκ στο παρελθόν του και αναφορές στο ολέθριο μέλλον του.Αυτές οι παράλληλες αφηγήσεις μπορεί να έχουν ως επίκεντρο επιφανειακά τον Παγκρατίδη,στην πραγματικότητα όμως ξεδιπλώνουν εικόνες μιας εποχής,μιας κοινωνίας και των ανθρώπων που τη διαμόρφωσαν ή διαμορφώθηκαν από αυτήν.Είναι η ιστορία της δεκαετίας του ΄50,λίγο πριν από την αντιπαροχή,με τον φόβο του αστυφύλακα,το κυνήγι των κομμουνιστών, τις πολιτικές αντιπαραθέσεις,τη φτώχεια και την ανέχεια.Ηταν η κοινωνία των χαμηλών επαγγελμάτων, των μεροκαματιάρηδων αλλά και η κοινωνία τού «έξω καρδιά»,της ευτυχίας που μπορούσε να προσφέρει μια βόλτα με πασατέμπο και μαλλί της γριάς,δύο ώρες σινεμά με τον Τζόνι Βαϊσμίλερ και η παρακολούθηση του «γύρου του θανάτου».Εκπληκτικό το κεφάλαιο του Ιωάννη Χαλεπλή,ιδιοκτήτη του συγκροτήματος «Γύρος του θανάτου»,που αφηγείται τις κοινωνίες των χωριών που επισκεπτόταν και τις τοπικές κουλτούρες.Εντυπωσιακό το κεφάλαιο όπου μια τραβεστί,η Λολό,διηγείται σε καλιαρντά τον κύκλο της και πώς τα ΄φτιαξε με τον Αρίστο ή εκείνο το κεφάλαιο όπου η Σύλβα, μια τραγουδίστρια σε λαϊκό κέντρο, διηγείται τη σύντομη αλλά πολύ δυνατή γνωριμία της με τον Αρίστο.Η Σύλβα θα πει και τον τελικό λόγο για τον αδικοχαμένο αγαπημένο της:
«Αυτόν τον κυνηγούσε η ζωή,καρντάση μου,όπως κυνηγούσαν οι μοτοσικλέτες τον κίνδυνο σ΄ εκείνο τον τρελό το γύρο του θανάτου».
Θωμάς Κοροβίνης
Ο Θωμάς Κοροβίνης,φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση,ερευνά εδώ και χρόνια πτυχές του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού,καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους.Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά.Εγραψε τα βιβλία: Τουρκικές παροιμίες, Κανάλ ντ΄ Αμούρ,Τα πρόσωπα της Σωτηρίας Μπέλλου,Φαχισέ Τσίκα, Σκανδαλιστικές και βωμολοχικές ελληνικές παροιμίες,Κωνσταντινούπολη- Λογοτεχνική ανθολογία: Τούρκοι ποιητές υμνούν την Κωνσταντινούπολη, Ο Μάρκος στο χαρέμι. Είναι συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών.Δισκογραφία: Από έβενο κι αχάτη,Φουζουλή: Λεϊλά και Μετζνούν,Τακίμια. Συχνά παρουσιάζει συναυλίες με δικό του ρεπερτόριο ή με θέματα του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.
Ο ίδιος πιστεύει ότι η πολυσχιδής δημιουργικότητά του οφείλεται και στην ανάγκη να αποφύγει την ανία και την τριβή με την επανάληψη.Δηλώνει ότι έχει καημό να διασώσει τη ζώσα μνήμη και όχι μόνο της Θεσσαλονίκης. Πιστεύει ότι η δουλειά του διαφυλάσσει ένα κομμάτι από την κουλτούρα εποχών που είχαν κάτι να μας πουν.