Σπούδασε οικονομικά στην Αθήνα και στο Παρίσι. Σε ηλικία 23 ετών ανέλαβε την εταιρεία του πατέρα του, που μετονομάστηκε σε «Μίνως Μάτσας και Υιός» και η οποία μέσα στις επόμενες δεκαετίες κατάφερε να καταλάβει την πρώτη θέση στην ελληνική δισκογραφία. Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά.
Γεννήθηκα σε μια μεσοαστική οικογένεια, με έναν πατέρα που διέθετε ιδιωτικό αυτοκίνητο, πράγμα σπάνιο για την εποχή, ενώ από τα δύο μου κιόλας χρόνια είχα γαλλίδα δασκάλα. Ξαφνικά όμως αισθάνθηκα μια μεγάλη αναστάτωση γύρω μου και βρέθηκα φορτωμένος σε ένα καμιόνι, φυγαδευμένος για ένα ορεινό χωριό της Ευρυτανίας, τη Ζεμιανή. Η γερμανική Κατοχή μάς είχε «χτυπήσει». Από εκεί, μέσα σε δύο χρόνια, από χωριό σε χωριό, φτάσαμε περπατώντας στη Λαμία. Εκεί τα αγγλικά καμιόνια μάς πήραν και μας ξεφόρτωσαν ξανά στην Αθήνα. Το Γ΄ Ράιχ είχε πέσει.
Η εποχή της αναδημιουργίας ήταν δύσκολη. Θυμάμαι το συναίσθημα του να ξέρω ότι δεν υπήρχαν λεφτά για να γυρίσουμε με το τραμ σπίτι μας. Θυμάμαι να μαζεύω τις μπουκιές από το τραπέζι του μεσημεριού για το βραδινό. Ζήλεψα τις φωτογραφίες του Ταρζάν σε έναν κινηματογράφο, αλλά λεφτά δεν υπήρχαν για να τον «γνωρίσω». Ολα αυτά όμως με έκαναν να νιώθω «μεγάλος» προτού μεγαλώσω και να «πλάθω» οράματα δημιουργίας πριν την ώρα μου.
Οι γονείς μου ήταν δύο τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες. Ο πατέρας ήταν αυστηρός. Με έμαθε όμως τι είναι δικαιοσύνη, καλοσύνη και καθήκον. Η μητέρα μου, η πιο γλυκιά γυναίκα του κόσμου. Σήμερα, στα 94 της, οι νοσοκόμες μου λένε: «Τη φροντίζουμε διπλά. Θέλουμε να ζήσει όσο γίνεται. Δεν θα ξαναβρούμε τέτοια γερόντισσα».
Η μουσική είναι μια πολυπρόσωπη μάγισσα. Με το ραβδάκι της άλλοτε με κάνει να ονειρεύομαι, άλλοτε με νανουρίζει και άλλοτε με βγάζει απ’ το πετσί μου, κάνοντάς με να χορεύω παθιασμένα μέχρι να εξαντληθώ.
Το ταλέντο είναι ένα θείο δώρο. Δώρο της φύσης, που μόνο του όμως δεν προχωράει. Στην καριέρα μου γνώρισα μεγάλα ταλέντα που χάθηκαν γιατί δεν είχαν μυαλό και δεν ήθελαν να βοηθηθούν για να αποκτήσουν, καλλιτέχνες που ο Θεός τούς έδωσε το 90% του μυαλού στο λαρύγγι και το 10% στον εγκέφαλο. Γνώρισα και άλλους, που με λιγότερο ταλέντο αλλά πολύ μυαλό πέτυχαν τα «ακατόρθωτα».
Από παιδί αισθανόμουν αγάπη και ενδιαφέρον για τον άνθρωπο. Τυχαία κάποια στιγμή διάβασα ένα βιβλίο του Ντέιλ Κάρνεγκι με τίτλο «Πώς να αποκτήσετε φίλους και να επηρεάζετε το περιβάλλον». Αυτό μου άνοιξε ορίζοντες. Με έκανε να διαβάσω, να μάθω περισσότερα γύρω από τον χαρακτήρα των ανθρώπων, τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις τους. Εγινα ένας «αυτοδίδακτος ψυχολόγος». Ηταν ένα μάθημα ζωής, που με βοήθησε να συνδυάζω συχνά το «νερό» με τη «φωτιά».
Βασικός γνώμονας των επιλογών μου ήταν ένας: η διαίσθηση. Αυτή με βοήθησε ώστε διάφορους καλλιτέχνες, που οι ανταγωνιστές μου είχαν απορρίψει, όπως τον Γιώργο Νταλάρα, τη Χαρούλα Αλεξίου και τόσους άλλους, τους «αγκάλιασα» και βοήθησα να γίνουν αυτοί που έγιναν. Με αυτό το κεφάλαιο λοιπόν που λέγεται διαίσθηση και ένα χρέος 2 εκατ. δραχμών προς τους πιστωτές της Οdeon, το 1961, ξεκίνησα την καριέρα μου.
Τρεις σημαντικές αποφάσεις ξεχωρίζουν στην επαγγελματική μου ζωή. Στο ξεκίνημά μου, η αναβίωση από το μηδέν μιας χρεοκοπημένης δισκογραφικής εταιρείας. Αργότερα, το «σπάσιμο» του μονοπωλίου της Columbia και η δημιουργία δεύτερου εργοστασίου και, τέλος, η πρόβλεψη του μέλλοντος το 1990, με συνέπεια να συνεταιριστώ με την ΕΜΙ για να φτιάξουμε την παγκοσμιοποιημένη MINOS-EMI.
Το καλό τραγούδι είναι συνειρμός στιγμής που πρέπει, με μια στροφή του, να ευαισθητοποιεί τις χορδές της ψυχής. Το «ποιοτικό» και το «εμπορικό» τραγούδι πρέπει να συμπίπτουν και τότε μιλάμε για καλό τραγούδι. Οταν δεν υπάρχει αυτή η σύμπτωση, τότε μιλάμε για «κακώς εννοούμενο ποιοτικό τραγούδι», μιλάμε για κακό τραγούδι.
Η επαγγελματική επιτυχία και η ευτυχία σε προσωπικό επίπεδο είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Δεν είναι απαραίτητο να συνυπάρχουν – καμιά φορά μάλιστα το ένα μπορεί να σκοτώσει το άλλο.
Για τον έρωτα πιστεύω ότι αντί να σπαταλάς τον χρόνο σου ψάχνοντας να βρεις την τέλεια γυναίκα, είναι καλύτερα να τον σπαταλάς για να χτίσεις τον τέλειο έρωτα! Ζω με τη γυναίκα μου 43 χρόνια. Αυτό που με πρωτογοήτευσε σε αυτήν ήταν η ομορφιά της. Και αυτό που με κάνει να την έχω δίπλα μου μέχρι σήμερα είναι η απόλυτη ευθύτητα και η ειλικρίνειά της.
Η ευτυχία έχει δύο προϋποθέσεις: καλή υγεία, αλλά ασθενή μνήμη. Εγώ παλαιότερα είχα πολύ ισχυρή μνήμη. Ούτε στιγμή δεν ξεχνούσα τους στόχους μου, τη συμπεριφορά των ανθρώπων, μια αποτυχία μου, το καθήκον μου. Γι’ αυτό δύσκολα μπορούσα να νιώσω ευτυχισμένος. Με το πέρασμα του χρόνου όμως, είτε η μνήμη μου αδυνάτισε, είτε έγινα σοφότερος. Ετσι σήμερα μπορώ να βλέπω μια ηλιόλουστη ημέρα ή να κάνω έναν περίπατο στο δάσος και να νιώθω ευτυχής. Σκέπτομαι κάθε στιγμή ότι τίποτε δεν είναι δεδομένο στη ζωή και ότι όλες αυτές οι – μικρές για εμάς – χαρές για άλλους είναι άπιαστο όνειρο.
Δημοσιεύτηκε στο BHMAMEN, τεύχος 57, σελ. 160-161, Δεκέμβριος 2010
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ