Η κρίση του Τύπου είναι διεθνής. Το επιχειρηματικό μοντέλο παραγωγής και διανομής πληροφοριών έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του και το καινούργιο που θα το αντικαταστήσει δεν έχει βρεθεί ακόμη. Βέβαια, από τη δεκαετία του 1990 είχε αναγγελθεί το τέλος των εφημερίδων, της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, της δημοσιογραφίας, είχε αναγγελθεί ότι τα νέα μέσα θα αντικαθιστούσαν τα παλιά, οι bloggers τους δημοσιογράφους και ούτω καθεξής. Φυσικά, τίποτε από αυτά δεν έχει συμβεί ενώ ταυτόχρονα μπορούμε να πούμε ότι όλα έχουν συμβεί.

Το σίγουρο είναι ότι ένα παλιό μοντέλο έχει περαιωθεί, έχει εξαντληθεί και ότι ένα καινούργιο γεννιέται, όπου τα παλιά και τα νέα μέσα αναζητούν αλλήλους. Οι εφημερίδες γνωρίζουν κρίση αλλά φαίνεται ότι αντέχουν. Οπλο τους είναι το know how παραγωγής πληροφοριών αλλά και υλικές ιδιότητες που τις κάνουν αναντικατάστατες. Πρέπει όμως να ορίσουν, οι ίδιες κυρίως, τη νέα λειτουργία τους μέσα σε αυτό το καινούργιο μείγμα των μέσων, να μπορέσουν να εξελιχθούν «σε ένα επικοινωνιακό συνεχές μεταξύ παραδοσιακού hard copy (υλικό αντίγραφο) και εμφάνισης online». Αυτό δηλαδή που ονομάζουμε στα αγγλικά convergence journalism, στα γαλλικά multimediatisation, στα ελληνικά πολυμεσικότητα, αν και ο ελληνικός όρος δεν παραπέμπει απολύτως στη δημοσιογραφική αφήγηση που είναι μείγμα μέσων (λέξεις, ήχοι, εικόνες, γραφήματα κτλ.). Αυτή η διαδικασία μετάβασης δικαιολογεί από μιαν άλλη πλευρά την ευθραυστότητα του δημοσιογράφου, γιατί προϋποθέτει νέες επαγγελματικές δεξιότητες αλλά και επιχειρηματικές προσαρμογές, κεφάλαια και ένα είδος επιχειρηματικής κουλτούρας προσηλωμένης στον Τύπο.

Και εδώ ερχόμαστε στην ελληνική περίπτωση. Εδώ η κρίση είναι διαφορετική γιατί η επιχειρηματικότητα στον χώρο του Τύπου πάσχει πολλαπλώς. Βασικό στοιχείο της είναι η εξάρτησή της. Δεν χρειάζεται να δώσουμε περισσότερα στοιχεία από το γεγονός ότι πολλά μέσα επιβιώνουν χάρη στην κρατική διαφήμιση. Και όλες οι δημοσιογραφικές αρχές- η περίφημη αρχή της αντικειμενικότητας- στηρίζεται στην (οικονομική) ανεξαρτησία του Τύπου. Χωρίς αυτήν όλα πάνε περίπατο. Υπάρχουν όμως και άλλες εγγενείς αμαρτίες, που πλήττουν ιδιαίτερα τη δημοσιογραφία και την αξιοπιστία της. Είναι, πρώτον, η δημοσιογραφία της γνώμης, που θριαμβεύει στην παραθυρική τηλεόραση. Η δημοσιογραφία της γνώμης, που φυσικά δεν έχει καμία σχέση με πληροφορίες αλλά ούτε και με χειραγώγηση, είναι αυτή που καθορίζει το λεγόμενο «θεματικό πλαίσιο της δημοσιότητας». Και είναι ακόμη η δημοσιογραφία της επικοινωνίας που μετατρέπει τον δημοσιογράφο σε εκπρόσωπο συμφερόντων, οικονομικών, πολιτικών κ.λπ., τον μετατρέπει σε εκφραστή συμφερόντων ή τον ταυτίζει με μία και μοναδική πηγή.

nbak@dolnet.gr