Για να δωρίσεις πρέπει πρωτίστως να έχεις και να κατέχεις. Επομένως η αρχική τοποθέτηση του ζητήματος της «ευεργεσίας», κατά την ύστερη περίοδο της Τουρκοκρατίας, αφορά τους τρόπους συγκρότησης κινητής και ακίνητης περιουσίας από πλειάδα ταξιδεμένων ελληνικής καταγωγής. Προηγείται η συσσώρευση εμπορικού κεφαλαίου για να ακολουθήσει, αργότερα, το βιομηχανικό. Πού μπορούσε να ευδοκιμήσει μια τέτοια οικονομική δραστηριότητα; Σε όλους τους χώρους της Διασποράς, από τη Δυτική ώς την Ανατολική Ευρώπη και τις αποικίες της. Μια τέτοια παρουσία κυμάνθηκε ανάμεσα στην «ενσωμάτωση» και την πλήρη «αφομοίωση». Οι συντελεστές που απέτρεπαν ή έστω που επιβράδυναν τη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή την «αφομοίωση», ήταν η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι κοινότητες.

Αν λοιπόν προϋπάρχει ανθηρή οικονομική δραστηριότητα και λειτουργούν θεσμοί που αποτρέπουν ή που επιβραδύνουν την «αφομοίωση», τι δίδει την τελική ώθηση στην «ευεργεσία»; Εκτυλίσσεται στους κόλπους της παροικίας η διαρκής σύγκριση ανάμεσα στο «εκεί» και το «εδώ», στο «χτες» και το «τώρα». Κυρίως όμως ενδιαφέρουν οι τρόποι μετατροπής του οικονομικού κεφαλαίου σε μορφωτικό κεφάλαιο.

Ειδικότερα, μέσω των «γραμμάτων» και των σπουδών επιτελείται η αντιπαράθεση γενέθλιου τόπου και χώρων σταδιοδρόμησης. Ετσι από τη μια πλευρά δακτυλοδεικτείται η Οθωμανική Αυτοκρατορία ως «τυραννική» ή «δεσποτική διοίκησις» και από την άλλη ανατιμώνται οι χώρες των «φώτων». Επιπλέον, η γλώσσα της εθνικής ομάδας δεν αποτελούσε τη συνεχή οικείωση του παρόντος αλλά και το μέσο επανοικείωσης του ιστορικού παρελθόντος. Ετσι η αρχαιότητα δεν ήταν απλώς το εφαλτήριο να καμαρώνεις για το παρελθόν αλλά συνέλκεται με την ευρύτερη, ανά την Ευρώπη, «ανακάλυψή» της, που αντιστοιχούσε βέβαια και στην καταξίωση των «νεωτέρων» που προκόβουν. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις η «ευεργεσία» νοείται ως ώθηση της εθνικής «αναγέννησης» και ως επιταχυντής της δημιουργίας ελληνικού εθνικού κράτους.

Από τη σκοπιά όμως του συγκεκριμένου «ευεργέτη»; Λειτουργούν αμοιβαία επιδρώντες συντελεστές που δίδουν την οριστική ώθηση. Αναμφίβολα, υπάρχουν κάποιοι που προηγούνται και άλλοι που έπονται ακολουθώντας το παράδειγμά τους. Συνυπάρχει η υπαρξιακή συνιστώσα, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται κανείς στην οικονομική και την κοινωνική ιεραρχία. Για τούτο το ερώτημα του ποιητή απευθύνεται σε όλους: «Αραγες να ΄ναι η μοναξιά σ΄ όλους τους κόσμους η ίδια;».

Ζωηρή συχνά παραμένει η μνήμη του γενέθλιου τόπου μέσα από την απώλεια των γονιών, αδελφών ή ενός παιδιού που χάθηκε νωρίς. Το αντιστάθμισμα, βέβαια, σ΄ ένα συνεπακόλουθο αίσθημα μελαγχολίας είναι, όπως έλεγε ο Κant, η ροπή προς το «υψηλό» ή προς ό,τι υπερβαίνει την καθημερινότητα. Συναφώς, η υστεροφημία την οποία προεξοφλεί μια φιλογενής γενναιοδωρία συναρτάται και με την ικανοποίηση του αισθήματος δικαίωσης. Σε κάθε περίπτωση, η «ευεργεσία» σκηνοθετεί μια μορφή θεοδικίας με σημείο αιχμής τον θάνατο. Δηλαδή, το αντίδοτο στον «mors immortalis» είναι αυτό που θα μείνει, ένα όνομα και επομένως ένα μνημόσυνο.

Ποιες θα ήταν κάποιες νύξεις για τις τωρινές εκδοχές της «ευεργεσίας»; Από όσο γνωρίζω οι κυριότερες μορφές του φαινομένου αφορούν τους δωρητές οργάνων του σώματος, τους διανοούμενους που δωρίζουν τις βιβλιοθήκες τους και θεσμοθετούν υποτροφίες. Ακόμη, τους συλλέκτες και ιδίως τους καλλιτέχνες που συγκροτούν μουσειακές συλλογές και στήνουν μουσεία στον γενέθλιο τόπο τους. Οπως, για παράδειγμα, ολοκληρώνεται στο Ελληνικό Ιωαννίνων το Μουσείο Θόδωρου Παπαγιάννη.

Θα προσέθετα και μια τέταρτη κατηγορία «ευεργετών». Δηλαδή, τους εκφραστές των μορφών εθελοντικής εργασίας που ενσαρκώνουν τον μαχόμενο «ανθρωπισμό». Πρόκειται για τους πρωταγωνιστές των συλλόγων της γειτονιάς που λειτουργούν ως χορηγοί ακόμη και του υπό διάθεση χρόνου τους, χωρίς βέβαια να παραλείψω τους «Γιατρούς Χωρίς Σύνορα» και τις εντελώς δραστικές μορφές του «ψηφιακού ευεργετισμού». Ολες αυτές οι μορφές του σημερινού «ευεργετισμού» αναπτύσσονται μέσα σε μια ολοένα και πιο παθητική κοινωνία που διαθέτει λιγότερες αντιστάσεις στον συλλογικό πόνο. Αλλά και εκτυλίσσονται απέναντι σε μια κρατική εξουσία που ευνοεί «φιέστες φιλανθρωπίας», προκρίνει την αγοραπωλησία των κοινών αγαθών και θεσμοθετεί τις offshore ή υπεράκτιες εταιρείες, εντάσσοντας τα ακίνητα σε σχήματα «real estate». Τούτο μάλιστα πραγματοποιείται τώρα που την ανιδιοτέλεια πολιτικών επιχειρεί να σκιάσει ο κυνισμός άλλων πολιτικών, όταν δηλαδή ασκούν «επιχειρηματικότητα χωρίς κινδύνους» και εμφανίζονται έτσι να κηρύσσουν τη «νόμιμη» φοροδιαφυγή. Κάποτε μάλιστα αναθέτοντας στα ΜΑΤ την ικανοποίηση της αρχής της «απορροφητικότητας» των ευρωπαϊκών κονδυλίων.

Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.