Ενα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνει κανείς όταν βρίσκεται σε πανεπιστημιακό περιβάλλον στις ΗΠΑ είναι η γλώσσα της «πολιτικής ορθότητας». Για παράδειγμα, δεν είναι πολιτικώς ορθό να χρησιμοποιεί κανείς ευρωπαϊκές ονομασίες για σαλάτες ή σάλτσες σε εστιατόρια. Η χρήση του όρου «γαλλική σάλτσα» ή «ρωσική σαλάτα» είναι απαράδεκτη, λένε οι ειδήμονες, διότι αυτό οδηγεί τους Αφρικανοαμερικανούς (δηλαδή, τους μαύρους) σε «ασυλλόγιστη συμμετοχή στο ευρωπαϊκό δράμα» και στην αποδοχή μιας «συμβολικής πραγματικότητας στην οποία αυτοί δεν έχουν θέση».


Επίσης, καλό είναι να αποφεύγονται κατά το δυνατόν λέξεις που προέρχονται από τα ελληνικά ή τα λατινικά, διότι «η χρήση τέτοιων λέξεων είναι γνώρισμα ανδροκρατικής συμπεριφοράς». Αλλωστε, η αναφορά στις ρωμαϊκές και ιδίως στις ελληνικές ρίζες του δυτικού πολιτισμού είναι πολιτικώς ανάρμοστη, εφόσον έχει «αποδειχθεί» μετά τη δημοσίευση της «Μαύρης Αθηνάς» πριν από δέκα χρόνια ότι οι αρχαίοι Ελληνες και Ρωμαίοι έκλεψαν τα δημιουργήματα του αφρικανικού πολιτισμού και τα παρουσίασαν ως δικά τους. Αυτό έγινε ως εξής, κατά τους αφροκεντρικούς: Ο Αριστοτέλης αντέγραψε από τους Αιγυπτίους και συγκεκριμένα από τη βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας τις ανακαλύψεις των Αφρικανών. Αν αντιτείνει κανείς ότι ο Αριστοτέλης πέθανε το 322 π.Χ., δηλαδή περισσότερο από πενήντα χρόνια πριν από την ίδρυση της βιβλιοθήκης από τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο, οι αφροκεντρικοί απορρίπτουν αυτό το επιχείρημα ως εκ προοιμίου απαράδεκτο, εφόσον δεν κινείται στο πλαίσιο της πολιτικής ευπρέπειας. Σημασία δεν έχει η αντικειμενική αλήθεια, αλλά το «πολιτικώς ορθό».


Αυτές οι αιτιάσεις, όσο εξωφρενικές και αν φαίνονται, έχουν υποστηριχθεί σοβαρά σε κείμενα που εύκολα μπορεί να ελέγξει ο πιο δύσπιστος αναγνώστης. Θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ανώδυνες ληρολογίες, αποκυήματα μιας ιδιόμορφης αντίληψης προοδευτικότητας που συνυφαίνεται με την πολιτιστική ισότητα ή και την ανισότητα υπέρ ορισμένων κοινωνικών ομάδων οι οποίες θεωρούνται ιδιαιτέρως αδικημένες και αναξιοπαθούσες.


Το ιδεολογικό εύρος της


Αν η «πολιτική ορθότητα» συνίστατο σ’ αυτό και μόνο, θα ήταν μία ανάμεσα σε πολλές ιδεολογίες που μπορεί κανείς να εξετάσει, να συζητήσει, ενδεχομένως να αποδεχθεί ή να απορρίψει. Σε μια κοινωνία σαν την αμερικανική, όπου βασιλεύει ο πολιτικός και πολιτιστικός πλουραλισμός, υπάρχει χώρος και γι’ αυτό που σε άλλους φαίνεται παράλογο ή γελοίο.


Δεν συνίσταται όμως σ’ αυτό και μόνο η ιδεολογία της «πολιτικής ορθότητας». Εδράζεται σε μια ισχυρότερη μεταθεωρητική θέση, σύμφωνα με την οποία εκείνο που λογίζεται ως «πολιτικώς ορθό» είναι και γενικότερα ορθό. Και αυτό επιβάλλεται μέσα από ένα είδος ιδεολογικής τρομοκρατίας. Με τον τρόπο αυτό, έννοιες όπως η αλήθεια και η αντικειμενικότητα στην επιστήμη ή η αποτελεσματικότητα μέτρων στην αντιμετώπιση κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, παραμερίζονται αν συγκρούονται με αυτό που λογίζεται ως πολιτικώς ορθό.


Το ερώτημα που προκύπτει είναι, βέβαια, πώς ορίζεται αυτό και από ποιους. Το τελευταίο δεν είναι διόλου αμελητέο, διότι αυτοί που ορίζουν στις ΗΠΑ το πολιτικώς ορθό και κανοναρχούν όσον αφορά τη γλώσσα και τη μορφή της πολιτικής ευπρέπειας είναι τα μέλη μιας συγκεκριμένης ιδεολογικής κοινότητας, η οποία διεκδικεί το μονοπώλιο της κοινωνικής και πολιτιστικής ευαισθησίας. Αυτή την ιδεολογική κοινότητα απαρτίζουν αυτόκλητοι σταυροφόροι της προόδου όπως αυτοί την ορίζουν. Οι άνθρωποι αυτοί, ως επί το πλείστον διανοούμενοι που αναζητούν να παίξουν καθοδηγητικό ρόλο στην κοινωνία, δίνουν τις δικές τους λύσεις σε τρέχοντα προβλήματα της αμερικανικής κοινωνίας, χωρίς να αναλογίζονται το κόστος αυτών των λύσεων, περιλαμβανομένου και του κόστους διόρθωσης ενδεχομένων λαθών στη σύλληψη ή στην εκτέλεση μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων. Και είναι χαρακτηριστικό αυτών των διανοουμένων ότι ούτε το κόστος των κοινωνικών αντιστάσεων στα μέτρα τους θέλουν ποτέ να λάβουν υπόψη τους. Αντίθετα, επιδιώκουν τη σύγκρουση με τους «νυχτωμένους» αντιπάλους τους, ενώ αποδίδουν στους εαυτούς τους τον ρόλο των «φωτισμένων» κοινωνικών αναμορφωτών. Οι όροι αυτοί ανήκουν στον οικονομολόγο Τόμας Σόουελ, ο οποίος αντιτίθεται στον πατερναλισμό των τελευταίων, ιδίως όσον αφορά τα φυλετικά προβλήματα και τα προγράμματα που έχουν επεξεργαστεί και εφαρμόσει την τελευταία τριακονταετία προς επίλυση αυτών των προβλημάτων.


Περί «θετικών διακρίσεων»



Κύρια ιδέα που ενέπνευσε τους κοινωνικούς αυτούς αναμορφωτές είναι η πολιτική των «θετικών διακρίσεων» (affirmative action), η οποία εντάσσεται σε μια γενικότερη φιλοσοφία πριμοδότησης κοινωνικών κατηγοριών που θεωρούνται ιδιαίτερα αδικημένες. Ουσιαστικά αυτό ανάγεται σε μία πολιτική ποσοστώσεων για θέσεις στα πανεπιστήμια που ευνοεί διάφορες φυλετικές μειονότητες και κυρίως μαύρους, αλλά και Ασιάτες, Μεξικανούς, Ινδιάνους, καθώς και γυναίκες. Και σ’ αυτή τη φιλοσοφία εντάσσεται και όλη η γλώσσα και η ιδεολογία της «πολιτικής ορθότητας».


Η πολιτική αυτή των «θετικών διακρίσεων» φαίνεται από πρώτη άποψη λογική και δίκαιη. Βασίζεται στην ιδέα μιας συσσωρευμένης αδικίας, ιδίως εναντίον των μαύρων, οι οποίοι υπέστησαν τους καρπούς των φυλετικών διακρίσεων επί πολλές γενιές. Σε αντιστάθμισμα αυτής της αδικίας, οφείλει η κοινωνία να τους πριμοδοτήσει σήμερα. Ανάλογα ισχύουν, σύμφωνα με τους εμπνευστές αυτής της πολιτικής και αρχιτέκτονες της «πολιτικής ορθότητας» και για τις γυναίκες, και κατ’ επέκτασιν με άλλες ομάδες που θεωρούνται κατατρεγμένες και αδικημένες.


Η πολιτική αυτή ήταν από την αρχή γενναιόδωρη και ανοιχτή. Ζήτησε να πλησιάσει και να βοηθήσει αυτούς που είχαν ανάγκη. Στην πορεία όμως απέτυχε και σήμερα προκαλεί πολλές αντιδράσεις, όχι μόνο σε συντηρητικούς κύκλους, αλλά ευρύτερα. Οι συντηρητικοί διαμαρτύρονται, με κάποιο δίκιο, ότι οι μόνοι που δεν δικαιούνται αντισταθμιστικών ποσοστώσεων είναι οι λευκοί άντρες. Και ενόσω πολλαπλασιάζονται οι ομάδες που δικαιούνται να ενταχθούν στην πολιτική των θετικών διακρίσεων, η ομάδα των μη περιθωριακών συρρικνώνεται και μεγαλώνει κατ’ αναλογίαν το κόστος που πρέπει αυτοί να πληρώσουν για την εφαρμογή αυτού του προγράμματος.


Το πρόβλημα των μειονοτήτων


Αλλο επιχείρημα, που εκπορεύεται πάλι από συντηρητικούς κύκλους κατά της πολιτικής αυτής, είναι η μη αποτελεσματικότητά της. Η εφαρμογή της έχει βλάψει τη μάθηση γενικότερα στα πανεπιστήμια, εφόσον αποσυνδέει την ακαδημαϊκή επίδοση. Η κυριότερη κριτική όμως σ’ αυτή την πολιτική δεν προέρχεται κατ’ ανάγκην από τους συντηρητικούς. Προέρχεται από ερευνητές που έχουν δείξει ότι ούτε τους μαύρους έχει ευνοήσει αυτή η πολιτική. Τη θέση αυτή έχουν υποστηρίξει μαύροι διανοούμενοι, όπως ο Τόμας Σόουελ, ο Γκλεν Λάουρι και ο Σέλμπι Στιλ. Οι ερευνητές αυτοί υποστηρίζουν ότι η πολιτική αυτή της πριμοδότησης των αδικημένων, χώρια από το γεγονός ότι διαπράττει με τη σειρά της αδικίες, σε αντιστάθμισμα άλλων αδικιών, δεν λύνει το πρόβλημα των μαύρων ­ ή άλλων μειονοτήτων. Χαλαρώνει γενικά η προσπάθειά τους να βελτιώσουν τις επιδόσεις των τελευταίων, ενώ θα μπορούσαν με έντονη προσπάθεια να επιβληθούν, όπως συνέβη τα τελευταία 40 χρόνια με την εβραϊκή μειονότητα, χωρίς τη στήριξή της από μια πολιτική θετικών διακρίσεων.


Η εφαρμογή όμως αυτής της πολιτικής συνεχίζεται εφόσον οποιαδήποτε αντίρρηση σ’ αυτήν εκλαμβάνεται ως εναντίωση στο γενικότερο κλίμα της «πολιτικής ορθότητας», εμπνευστές του οποίου είναι εκείνοι που ωφελούνται από αυτό. Και αυτοί δεν είναι οι μαύροι ή οι άνεργοι ή άλλοι αναξιοπαθούντες αλλά αυτοί που απαρτίζουν την ιδεολογική κοινότητα των «φωτισμένων», κατά την έκφραση του Σόουελ, που αντιπαρατίθενται στην υπόλοιπη κοινωνία.


Οι άνθρωποι αυτοί έχουν επενδύσει πολλά στην τυραννική επικράτηση αυτού του κλίματος, από το οποίο εξαρτάται η σταδιοδρομία τους αλλά και η εξουσία που ασκούν. Και όπως ο καθένας αντιλαμβάνεται, το φαινόμενο δεν είναι μόνο αμερικανικό.


Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής της Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.