«Eπόμενη στάση: Πίτερ Γκράιμς, ο δολοφόνος ψαράς!». Το καλοκαίρι του 1945 η παραπάνω φράση απεδείχθη ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των οδηγών λεωφορείου του Λονδίνου προκειμένου να ενημερώσουν τους επιβάτες για την επικείμενη άφιξή τους στο θέατρο Sadler’s Wells. Χαρακτηριστική, το δίχως άλλο, ένδειξη του απόηχου της πρόσφατης πρεμιέρας της όπερας του Μπέντζαμιν Μπρίτεν εκεί, η οποία σημείωσε εξαιρετική και απαπάντεχη, θα ‘λεγε κανείς, επιτυχία.


H αλήθεια είναι ότι την εποχή εκείνη μάλλον κανείς δεν πήγαινε να παρακολουθήσει μια σύγχρονη όπερα πιστεύοντας ότι θα περάσει τόσο καλά ώστε στη μεν πρώτη βραδιά της παρουσίασής της να παραμείνει «καρφωμένος» στη θέση του, στη δε τελευταία να καταληφθεί από φρενήρη μανία χειροκροτήματος ως τις πρώτες πρωινές ώρες, πράγματα που συνέβησαν στο κοινό με τις παραστάσεις του «Πίτερ Γκράιμς». Με την όπερα αυτή ο Μπρίτεν δεν κατόρθωσε απλώς να κατακτήσει μια θέση ανάμεσα στους κορυφαίους βρετανούς συνθέτες, την οποία αναμφίβολα άξιζε. Παράλληλα κυριολεκτικά επανατοποθέτησε το λυρικό θέατρο της χώρας του στον παγκόσμιο χάρτη αφού – όπως ακριβώς και ο Πέρσελ τρεις αιώνες νωρίτερα- έδειξε αξιοθαύμαστη ικανότητα να ακούει τον ρυθμό της βρετανικής γλώσσας και να τον προσαρμόζει αριστοτεχνικά στη μουσική.


H σκοτεινή φιγούρα


Βασισμένο στο ποίημα «H κοινότητα» του Τζορτζ Κραμπ, το λιμπρέτο της όπερας – που αποτελείται από πρόλογο και τρεις πράξεις – υπέγραφε ο Μόνταγκιου Σλέιτερ. H υπόθεση περιγράφει τη ζωή σε ένα ψαροχώρι και εξελίσσεται στο διάστημα περίπου μιας εβδομάδας. Το έργο επικεντρώνεται στη σκοτεινή φιγούρα του ψαρά Πίτερ Γκράιμς και στη σχέση του με τους συντοπίτες του. Ο εσωστρεφής ψαράς, απόμακρος και απρόβλεπτος ως χαρακτήρας, κάνει την κάθε άλλο παρά αναμάρτητη τοπική κοινωνία να τον υποπτεύεται για την κακοποίηση και τελικά τον θάνατο των δύο παραγιών του. Ενοχος ή απλώς μη αντέχοντας τις φήμες, ο ήρωας ακολουθεί την συμβουλή που του δίνεται και τελικά αυτοκτονεί.


Θύμα μιας κοινωνίας που δεν μπορεί να κατανοήσει και να αποδεχθεί το διαφορετικό, που αντιλαμβάνεται μονοδιάστατα τη σκληρότητα και τη βιαιότητα, μη αναγνωρίζοντας στο άτομο τις αδυναμίες και την ψυχική αστάθεια, ο «Πίτερ Γκράιμς» έδωσε την ευκαιρία στον συνθέτη να εγκαινιάσει ένα είδος «ηθικού» λυρικού θεάτρου, με στόχο την ανάδειξη της τύχης των καταφρονεμένων και των θυμάτων της κοινωνικής βίας και των προκαταλήψεων.


O συνθέτης και το έργο


Δεν είναι εξάλλου λίγοι αυτοί που αναγνωρίζουν στην όπερα αυτοβιογραφικά στοιχεία του συνθέτη. Ειρηνιστής ως προς τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις και ομοφυλόφιλος ως προς τις σεξουαλικές του επιλογές, ο Μπρίτεν έζησε και δημιούργησε σε μια εποχή που δεν ήταν ανεκτική σε τίποτε από τα δύο. Αφενός η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν αξιόποινη πράξη, ενώ το να είναι κανείς εναντίον του πολέμου σε μια περίοδο που η Βρετανία αντιμετώπιζε σοβαρή απειλή για την ίδια της την ύπαρξη αποτελούσε σαφώς σοβαρή αιτία αντιπάθειας και αποκλεισμού. H ιδιωτική ζωή του Μπρίτεν, όπως ακριβώς και του πρωταγωνιστή του, ερχόταν αντιμέτωπη με τα ταμπού και τις προκαταλήψεις της σύγχρονης κοινωνίας του την ίδια στιγμή που τα πιστεύω του ως προς την παγκόσμια σύρραξη και τη μάχη του έθνους του για επιβίωση ήταν αναμφίβολα αντιδημοφιλή. Από πολλές απόψεις λοιπόν ο Μπρίτεν/Γκράιμς ήταν ένας αντιήρωας.


H διαφορετικότητα αυτή του συνθέτη άλλωστε – κυρίως ως προς την πλευρά της ειρηνοφιλίας του – στάθηκε αιτία σκληρών αντιπαραθέσεων με τους συμμετέχοντες στην πρώτη παραγωγή, γεγονός που έκανε την περίοδο των προβών αρκούντως δύσκολη. Κάποιοι από τους συντελεστές χαρακτήριζαν το έργο «δύσκολο ως προς την ερμηνεία, μη φιλικό προς τους τραγουδιστές, με μια φράση άθλια μοντέρνα μουσική». Την άποψη αυτή εν τούτοις δεν έδειξε διόλου να συμμερίζεται το κοινό της πρεμιέρας που αποθέωσε τόσο τον Πίτερ Πιρς στον πρωταγωνιστικό ρόλο όσο και την ίδια την παράσταση.


H ελληνική πρεμιέρα


H πρωτοβουλία της Λυρικής να ανεβάσει τον «Πίτερ Γκράιμς» – για πρώτη φορά στην Ελλάδα – εντάσσεται στο πλαίσιο της προσπάθειάς της να συσφίγξει τις σχέσεις του αθηναϊκού κοινού με την όπερα του 20ού αιώνα. Πρόκειται για μια παραγωγή σε συνεργασία με το Λυρικό Θέατρο Τζιουζέπε Βέρντι της Τεργέστης, τη σκηνοθεσία της οποίας υπογράφει ο Πολ Κάραν (υλοποίηση σκηνοθεσίας: Κάθριν Ολσον), ενώ τη μουσική διεύθυνση έχει ο Αλκης Μπαλτάς και τα σκηνικά και τα κοστούμια επιμελείται ο Σέρτζιο Ντ’ Ορμο. Ο Βαγγέλης Χατζησίμος ερμηνεύει τον ομώνυμο ρόλο, η Αλθέα Παπούλια είναι η Ελεν Ορφορντ, ενώ τον Κάπτεν Μπαλστρόουντ ενσαρκώνει ο Γιάννης Γιαννίσης και τη Θείτσα η Ινές Ζήκου. H πρεμιέρα θα δοθεί στις 17 Απριλίου και θα ακολουθήσουν τρεις ακόμη παραστάσεις στις 20, 22 και 24 του ίδιου μηνός.