Ως περιπλανώμενος ιππότης ή και Δον Κιχώτης προβάλλει ο Στέφανος Ξένος μέσα από τις σελίδες της ογκώδους βιογραφίας του Ζ. Καυκαλίδη. Οπως ακριβώς τον αποκαλεί, το φθινόπωρο του 1881, με τον σατιρικό οίστρο του, ο Σουρής σε ένα σχοινοτενές στιχούργημα, που ήρθε ως επιστέγασμα μιας άτυχης διπλωματικής περιπέτειας για την προσάρτηση της Ηπειροθεσσαλίας, στην οποία ο Ξένος είχε ριχτεί με τη χαρακτηριστική ορμητικότητά του. Ενα από τα τελευταία μεγαλεπήβολα σχέδια, που κυνήγησε, όπως και όλα όσα είχαν προηγηθεί, υπερβαίνοντας τα όρια λογικής και σύνεσης.


Ο Ξένος της βιογραφίας είναι μια προσωπικότητα τόσο συναρπαστική που φαίνεται περισσότερο ως ήρωας μυθιστορίας παρά πραγματικό πρόσωπο. Ενας βυρωνικός τύπος, κράμα ιδεαλιστή και πραγματιστή. Εύμορφος, ξανθός την κόμην και τον μύστακα, με το παράστημα και τη στάση μιας στρατιωτικής ανατροφής. Ο τέλειος δανδής των μέσων του περασμένου αιώνος. Αλλά και άδολος πατριώτης και μαχητής της ελευθερίας του λόγου. Κατ’ εξοχήν ο άνθρωπος των μεγάλων αποφάσεων. Ενας άντρας με την υπερβολή σταθερό διά βίου χαρακτηριστικό ώστε οι αρετές να εκτρέπονται σε ελαττώματα. Πολυσχιδής έως πολυπράγμων. Οξύνους, πλήρης ενεργητικότητας, αλλά και οξύθυμος και ατίθασος. Ιδιοσυγκρασία παίκτη και όμως ενίοτε εντυπωσιακά εύπιστος.


Ωστόσο ο Ζ. Καυκαλίδης δεν συγγράφει μυθιστορηματική βιογραφία, παρά τον χαρακτήρα του Ξένου και την πλούσια σε ερωτικές περιπέτειες ζωή του. Ελάχιστα και με διακριτικότητα αναφέρεται στον ιδιωτικό του βίο και την τραγική μοίρα των απογόνων του. Δεν στοχεύει όμως ούτε στην αντικειμενική βιογράφηση με την παράθεση δεδομένων, όπως, λ.χ., η μελέτη του Ε. Θ. Σουλογιάννη για τον Α. Ρ. Ραγκαβή. Νομίζουμε πως η βιογραφία προσδιορίζεται μάλλον από τον υπότιτλό της, που παραφράζει έναν άλλον υπότιτλο, «Σκηναί εν Ελλάδι, από έτους 1821-1828», του μυθιστορήματος του Ξένου «Η Ηρωΐς της Ελληνικής Επαναστάσεως». Ακριβώς «σκηνές» από το δράμα του ελληνισμού σε Ανατολή και Δύση (1821-1894) ξεδιπλώνει ο συγγραφέας, καθώς η αναζήτηση του Ξένου τον οδηγεί σε αναδίφηση της ελληνικής ιστορίας στη διάρκεια του 19ου αιώνα.


Κατά μια εκτίμηση, ο Ζ. Καυκαλίδης μακρηγορεί, όταν με εκτενείς παρεκβάσεις σκιαγραφεί την κατάσταση στο νεότευκτο ελληνικό βασίλειο και σχολιάζει τις διαθέσεις και την τακτική των τότε Μεγάλων Δυνάμεων. Ωστόσο με αυτό τον τρόπο ο Ξένος φανερώνεται ως ένας Ελληνας της διασποράς που προηγείται της εποχής του και έχει μοναδικό στόχο την προκοπή της πατρίδας του με πρότυπο την αγγλική αυτοκρατορία. Ενώ μια ευσύνοπτη πραγματεία πιθανώς και να παρουσίαζε έναν αιθεροβάμονα οπαδό της αγγλόφιλης πολιτικής, τον οποίο «ωδήγει η φαντασία πολύ περισσότερον ή η κρίσις», κατά τη διατύπωση του Δημ. Βικέλα.


Η εν θερμώ αφήγηση του Ζ. Καυκαλίδη ξεκινά με τους Ξένους της Πάτμου, όταν στη νήσο της Αποκαλύψεως συμπεθεριάζουν οι Ζένο της Βενετίας, ερχόμενοι από την Κρήτη, με τους Παλαιολόγους της Πόλης. Ο συγγραφέας διεκτραγωδεί τον βίο του πατρός, Θεόδωρου Ξένου, Φιλικού που παραστάθηκε στους πολιορκημένους του Μεσολογγίου. Και στη συνέχεια επιδίδεται στην εξιστόρηση της θεαματικής σταδιοδρομίας του Στέφανου Ξένου: από υπάλληλος εμπορικού οίκου στο Σίτι του Λονδίνου αναδεικνύεται στον πρώτο έλληνα εφοπλιστή με στόλο ατμόπλοιων που απλώνονται σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Για να αποκαλυφθεί στη συνέχεια καινοτόμος βιομήχανος που συλλαμβάνει την ιδέα να αξιοποιήσει τον σιδηρόλιθο της Σερίφου. Και αργότερα να αποδειχθεί ρηξικέλευθος διπλωμάτης που διακινδυνεύει την απευθείας διαπραγμάτευση με την οθωμανική αυτοκρατορία παρακάμπτοντας τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ενώ παράλληλα υπήρξε αιχμηρός δημοσιογράφος, δημοφιλής συγγραφέας και εκδότης πρότυπης εικονογραφημένης εφημερίδας, του «Βρεττανικού Αστέρος».


Αυτόν τον εν πολλοίς εκπληκτικό δημόσιο άνδρα προσεγγίζει και ψυχαναλυτικά ο Ζ. Καυκαλίδης, με τρόπο απροκάλυπτα υποκειμενικό. Ο συγγραφέας εμπλέκεται προσωπικά, καθώς ο Ξένος προσφέρει την ιδανική ευκαιρία για έναν παραλληλισμό του παρελθόντος με το παρόν. Μπορεί τα όρια του αλλοτινού ελληνικού κρατιδίου να διευρύνθηκαν, οι Μεγάλες Δυνάμεις να άλλαξαν, ο τρόπος όμως που αντιμετωπίζουν την Τουρκία και τις βαλκανικές χώρες, ιδίως την Ελλάδα, παρουσιάζει εντυπωσιακή σταθερότητα στον χρόνο. Ως ένα βαθμό ο συγγραφέας παρασύρει τον αναγνώστη, όπως αναδιατυπώνει απόψεις του Ξένου, εκφρασμένες σε άρθρα του και επιστολές και τις χωνεύει σε μια ενιαία διήγηση. Με αυτό τον τρόπο δύσκολα διαχωρίζονται οι θέσεις του Ξένου από τις νεότερες εκτιμήσεις και το βιβλίο αποκτά συγκεκριμένο ιδεολογικό στίγμα. Και αν πριν από έναν αιώνα ο πατριωτισμός ήταν αδιαμφισβήτητη αρετή, στις ημέρες μας η φιλοπατρία έχει αποκτήσει και αρνητικές αποχρώσεις.



Κατ’ εξοχήν ευπρόσδεκτη η βιογραφία, φροντισμένη με εκτεταμένες σημειώσεις και συγκριτικό χρονολόγιο, αφού ο Ξένος, αν δεν είναι «ο αγνοημένος», όπως ισχυριζόταν το 1992 ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου, αναμφιβόλως φαίνεται παραμελημένος ανάμεσα στους παλαιότερους λογοτέχνες. Κι ας είναι πολλοί αυτοί που τον θεωρούν πατέρα του ιστορικού μυθιστορήματος. Ισχυρισμός που σήμερα πλέον, με τον σαφή διαχωρισμό του ιστορικού μυθιστορήματος από τα λοιπά, ερωτικά και περιπετειώδη, βιβλία της πρώτης 50ετίας, δεν ευσταθεί. Το πρώτο, αμιγώς ιστορικό, μυθιστόρημά του, την «Ηρωΐδα…», ο Ξένος το τύπωσε μόλις το 1861. Ωστόσο «Ο Αυθέντης του Μωρέως» του Α. Ρ. Ραγκαβή που προηγήθηκε, πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην «Πανδώρα» και μετέπειτα σε έναν τόμο μετά άλλων διηγημάτων. Παρόμοια τύχη είχε και «Η Τασσώ» του Αχιλλέως Λεβέντη. Σε αντίθεση, «Η Ηρωΐς…» υπήρξε μπεστ σέλερ, με την εξαιρετική ακόμη και για σήμερα εύνοια να διαβαστεί στα ελληνικά κέντρα Δύσης και Ανατολής.


Παραγωγικότατος και ως συγγραφέας ο Ξένος, ωστόσο ο 20ός αιώνας από το πολύτομο έργο του αξιολογεί να ανατυπώσει μόνο την «Ηρωΐδα…», και αυτή μόλις το 1988. Αλλωστε ελάχιστοι είναι και οι μελετητές που ασχολήθηκαν διεξοδικά μαζί του, από τους παλαιότερους ο Κων. Ράδος και από τους συγχρόνους η Β. Χατζηγεωργίου-Χασιώτη. Χωρίς να αμφισβητείται η ετυμηγορία ότι «Η Ηρωΐς…» είναι το αρτιότερο μυθιστόρημα του Ξένου, τα εκτεταμένα παραθέματα στη βιογραφία κινούν το ενδιαφέρον και για το άλλο έργο του. Τουλάχιστον για το πρώτο μυθιστόρημά του, το πικαρέσκο «Ο Διάβολος εν Τουρκία, ήτοι Σκηναί εν Κωνσταντινουπόλει», ή για ένα ιδιότυπο βιβλίο του, όπως «Η κιβδηλεία, ήτοι μία αληθής ιστορία των ημερών μας», μάλλον μυθιστορηματική βιογραφία, όπως άλλωστε και τα περισσότερα βιβλία του Ξένου που εύρισκε έμπνευση στις ιστορίες της ζωής του.


Σε ένα μόνο σημείο μας στενοχωρεί η πρόσφατη βιογραφία. Ο Ζ. Καυκαλίδης δεν δίνει ιδιαίτερη έκταση στη λογοτεχνική ζωή της εποχής, παρ’ όλο που πολλά στοιχεία θα πρέπει να προκύπτουν και ως παραπροϊόν μιας τόσο εκτεταμένης έρευνας. Για παράδειγμα, μόλις που αναφέρει τον Αχιλλέα Λεβέντη, κι ας πρόκειται για έναν ουσιαστικά άφαντο παλαιότερο πεζογράφο, τον βίο του οποίου γνωρίζουμε αποκλειστικά και μόνο από τα γραπτά του Ξένου. (Τουλάχιστον, σύμφωνα με την ως σήμερα φιλολογική έρευνα.) Παρομοίως, προσπερνά τις κοινωνικές συναναστροφές του Ξένου στο Λονδίνο με τον Δημ. Βικέλα και τον Λέοντα Μελά. Ενώ, επί τροχάδην, μνημονεύει τη συνάντησή του, το 1856, στην Αθήνα με τον τότε υπουργό Εξωτερικών Α. Ρ. Ραγκαβή.


Ωστόσο ο Ζ. Καυκαλίδης υπογραμμίζει την αντιπαλότητα μεταξύ Ραγκαβή και Ξένου. Αντίστοιχη αντιπαλότητα προς το πρόσωπο του Ξένου διαγράφεται και στην αυτοβιογραφία του Βικέλα. Τρεις άνδρες, διαμετρικά αντίθετοι ως χαρακτήρες, που έμειναν στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως οι δημιουργοί του ιστορικού μυθιστορήματος στο πρότυπο του σερ Γουόλτερ Σκοτ. Ο νοικοκυρεμένος Βικέλας πολύ ωφέλησε τη χώρα του. Ο δυναμικός Ραγκαβής πολύ επηρέασε τη λογοτεχνική ζωή του τόπου. Και ο Ξένος, ένας διάττων αστήρ, που ωστόσο μια χώρα με σοβαρή πολιτική βιβλίου και θα ανατύπωνε και θα μελετούσε, παρά την «απεραντολογία» του και την «ατημέλητη» καθαρεύουσα.


Η κυρία Μάρη Θεοδοσοπούλου είναι κριτικός λογοτεχνίας.