Από το χάραμα της βιομηχανικής επανάστασης, τα ρομάντσα της Ζορζ Σαντ, τις αγγλίδες σουφραζέτες στα τέλη του 19 αιώνα ως τη women’s lib της σημερινής εποχής το γυναικείο κίνημα στοχεύει στην εξίσωση του «ασθενούς» φύλου με το «ισχυρό» σε όλες τις πτυχές της ζωής.


H ισότητα των φύλων αποκτά πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και αναπτυξιακό χαρακτήρα. Για τον λόγο αυτόν συνδέεται άμεσα με κυρίαρχες εθνικές πολιτικές προτεραιότητες, κυρίως δε με την απασχόληση. Οι κανόνες όμως έχουν και τις εξαιρέσεις τους. Στην προκειμένη περίπτωση η εξαίρεση ισχύει στην όπερα, όπου από τις απαρχές της λυρικής τέχνης στη σημερινή της μορφή, ιδιαίτερα δε μετά την εξαφάνιση των καστράτο πριν από 200 χρόνια, οι πριμαντόνες διατηρούν την πρωτοκαθεδρία. Πράγματι η ιστορία της ευρωπαϊκής όπερας είναι και η ιστορία επί σκηνής των ηρωίδων της, με τις ευτυχίες και τις δυστυχίες τους, με τους φόβους και τα προβλήματά τους, τους έρωτες και τα μίση τους, με τις πονηριές και την αυταπάρνησή τους, τα σκάνδαλα και τα καπρίτσια τους, πάντοτε μέσα στην ατμόσφαιρα της εκάστοτε κοινωνικής κατάστασης. Την ισχυρή δραματουργική ακτινοβολία των λυρικών πρωταγωνιστριών ανά τους αιώνες έρχεται να αναλύσει η πρόσφατη έκδοση του ιστορικού της τέχνης και του πολιτισμού Φόλκερ Γκέμπχαρντ «Οι γυναίκες στην όπερα, Μεγάλες φωνές, Μεγάλοι ρόλοι» με πλουσιότατη εικονογράφηση, λεξικό των όρων της λυρικής τέχνης και βιογραφίες των διακεκριμένων καλλιτέχνιδων που έλαμψαν και λάμπουν στο λυρικό στερέωμα των τελευταίων 50 ετών, από την αξεπέραστη Μαρία Κάλλας και τη σταθερή Αγνή Μπάλτσα ως τις σήμερα μεσουρανούσες Αννα Νετρέμπκο, Τσετσίλια Μπάρτολι, Ρενέ Φλέμινγκ και Βεσσελίνα Κασάροβα.


Μια εξαιρετική απεικόνιση


Παραδόξως το ενδιαφέρον αυτό θέμα εκτός από μερικές σχετικές μονογραφίες και λήμματα σε μουσικολογικά λεξικά δεν είχε αντιμετωπιστεί σφαιρικά, εκτός από την προσπάθεια της Catherine Clement, L’ opera ou la defaite des femmes, Paris 1979, στην οποία όμως η γυναίκα στην όπερα παρουσιάζεται καθ’ υπερβολή μόνο ως η πάσχουσα επί σκηνής, ενώ σε πλείστες περιπτώσεις είναι εύθυμη, εύχαρις ή πανούργα.


Στην παρούσα έκδοση αντιδιαστέλλονται αφενός μεν το καθαυτό κείμενο αφετέρου δε οι φωτογραφίες από πολλές παραστάσεις με μεγάλες ερμηνεύτριες της λυρικής τέχνης, οι οποίες δεν αναφέρονται στο αυστηρό κείμενο. Κατ’ αρχήν οι εντυπωσιακές φωτογραφίες με τις λίαν κατατοπιστικές πληροφορίες: εδώ παρελαύνουν οι διακεκριμένες πρωταγωνίστριες σε εξίσου διακεκριμένες παραστάσεις των τελευταίων 50 ετών, κυρίως όμως της πρόσφατης δεκαετίας. H επιλογή των παραστάσεων έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί προσφέρει ένα πανόραμα των νέων σκηνοθετικών τάσεων, που σε βραχύ χρονικό διάστημα κυρίεψαν όλες τις λυρικές σκηνές, αφού ακόμη και τα κάστρα του συντηρητισμού, όπως το Μόναχο και εφέτος η Βιέννη, παραδόθηκαν σε αυτές τις άκρως ριζοσπαστικές τάσεις. Χαρακτηριστική είναι η φωτογραφία από το «Λυκόφως των Θεών» του Ρίχαρντ Βάγκνερ στην ιστορική Κρατική Βαυαρική Οπερα του Μονάχου το 2003. H Βρουνχίλδη αποδίδει μεν εξαιρετικά τον φωνητικό της ρόλο υπό τη διεύθυνση του Ζουμπίν Μέετα, αλλά στη φωτογραφία φαίνεται να χτυπά στα πλήκτρα μιας γραφομηχανής τούς μακροσκελείς βιογραφικούς της μονολόγους, πίνοντας τον καφέ της και καπνίζοντας αρειμανίως το τσιγαράκι της.


Οι εντυπωσιακές φωτογραφίες συμπληρώνονται και συμπληρώνουν ένα πυκνογραμμένο και πολύ κατατοπιστικό κείμενο, όπου ο συγγραφέας εξετάζει σε βάθος την εξέλιξη των γυναικείων ρόλων στην όπερα από τη γέννησή της, γύρω στο 1600, αντιπαραβάλλοντας στην κάθε περίοδο της όπερας την αντίστοιχη κοινωνική και πολιτική έκφραση. Χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι των κεφαλαίων για τις διάφορες εποχές, όπως «Οι πριμαντόνες μεταξύ έρωτος και παραφροσύνης – Ο θρίαμβος του Μπελκάντο», «Αποστασιοποίηση και λύτρωση – Οι γυναίκες στον Ρίχαρντ Βάγκνερ» ή «Ο θηλυκός διάβολος – Οι γυναίκες στην μοντέρνα όπερα». Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη είναι βέβαια η μουσικολογική, η σκηνική και, κυρίως, η ψυχολογική ανάλυση κάθε ρόλου.


Το τέλος μια εποχής;


H λεπτή αυτή προσέγγιση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τώρα, ύστερα από τη χειραφέτηση της γυναίκας, κάμπτεται η πρωτοκαθεδρία των γυναικείων ρόλων, όπως αυτοί είχαν διαμορφωθεί ως τον Μεσοπόλεμο από τη διαρκή αντιπαράθεση με μια πατριαρχική κοινωνία. Μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι γυναικείοι ρόλοι χάνουν για τους μουσικοσυνθέτες τη βαρύνουσα σημασία που είχαν παλαιότερα. Το κοινό ξαφνιάζεται και στρέφεται προς το παρελθόν. Απολαμβάνει τις παλιές όπερες με την παραδεδεγμένη ή και συμβατική θεματολογία τους και αδιαφορεί για τους σημερινούς προβληματισμούς. Από αυτή την αποξένωση του κοινού πηγάζει και η δυσαρέσκειά του για τις συχνά ακραίες σκηνοθεσίες, οι οποίες δεν προβάλλουν τα άχρονα στοιχεία κάθε λυρικού έργου, αφού πολλοί καταθέτουν τη δική τους ερμηνεία ή και διασκευή, κάποιες φορές προκλητικά αυθαίρετη. Εξάλλου ο εκδημοκρατισμός των συναισθημάτων θριαμβεύει σήμερα στις κινηματογραφικές αίθουσες μπροστά στα πλήθη των θεατών για τα οποία ο Βάγκνερ θα ήθελε να απευθύνει τα κολοσσιαία του μουσικοδράματα του μέλλοντος. H λάμψη των κινηματογραφικών αστέρων έχει επισκιάσει την αεί ποτέ δόξα των λυρικών διασημοτήτων. Δεν είναι τυχαίο ότι η μεγαλύτερη ντίβα των τελευταίων 50 ετών, η αλησμόνητη Μαρία Κάλλας, εζήλωσε την προβολή των σταρ της 7ης τέχνης και έπαιξε το 1969 στη Μήδεια του Παζολίνι.


Τόσο η θέση των γυναικών στην όπερα όσο και οι ακραίες ερμηνείες από τους σκηνοθέτες προϊδεάζουν για έναν επανακαθορισμό του ρόλου των λυρικών ηρωίδων. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι όλες οι γνωστές όπερες έχουν συντεθεί από άνδρες, ο συγγραφέας αναρωτιέται αν θα έπρεπε ο επανακαθορισμός του νέου ρόλου της γυναίκας στην όπερα να επιχειρηθεί σήμερα από γυναίκα συνθέτη.


Ο κ. Γιάννης Μιχαήλ είναι πολεοδόμος, παραγωγός στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας.