Από τα πρώτα αυτοσχέδια πάρτι στα «ψυχαγωγικά» χάπια «ecstacy»





Τ
Ο ΝΕΑΝΙΚΟ αίμα βράζει και ζητά εικόνες και ήχους που μπορούν να ταρακουνήσουν το σώμα και το μυαλό. Ζητά ένα lifestyle που θα κοντράρει την ευθυγραμμισμένη καθημερινότητα γερασμένων προτύπων. Ετσι γεννιούνται νέες τάσεις που μπορεί να μην είναι κυρίαρχες στο σώμα της νεολαίας, έχουν όμως μια αυθύπαρκτη οντότητα. Τάσεις στη μουσική, στο ντύσιμο, στην επικοινωνιακή έκφραση. Η κυβερνορέιβ κουλτούρα, οι κομπιούτερ και η ρέιβ φάση έχουν έρθει από καιρό στην Ελλάδα και εμείς, σαν να ζούμε σε άλλον πλανήτη, τη γνωρίσαμε μέσα από πανικόβλητα ζουμαρίσματα των καναλιών με επίκεντρο τα ναρκωτικά «ecstasy» που βρέθηκαν την Πρωτοχρονιά σε υπόγειο ρέιβ πάρτι. Από το 1989 όπου έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα αυτοσχέδια πάρτι με μουσική τέκνο, τρανς, χάουζ κύλησε πολύς ιδρώτας στα νεανικά σώματα, που χορεύουν σαν τρελά μέσα σε «φλασιές» των φώτων, ασταμάτητα μπιτ και γουργουριστούς ρυθμούς της μουσικής.


Σε ψηλοτάβανες αποθήκες μεγάλων διαστάσεων, σε υπαίθριους χώρους αλλά και σε κλαμπ έχουν κάνει σύνθημά τους το peace – love – unity and having fun (ειρήνη – αγάπη – ενότητα και να περνάς καλά). Μια καινούργια εν δυνάμει αγορά για την προώθηση ναρκωτικών ουσιών, στην οποία η βιομηχανία των drugs κάνει το δικό της παιχνίδι, προσαρμοζόμενη στα νέα δεδομένα. Οπως παλαιότερα με την εμφάνιση της ψυχεδελικής μουσικής του ’60 ρίχτηκε το LSD, με την έκρηξη του πανκ τη δεκαετία του ’80 ήρθαν οι αμφεταμίνες και πάει λέγοντας… Το «ecstasy» συνδέθηκε με τα ρέιβ πάρτι ως «ψυχαγωγικό» ναρκωτικό, που «ταιριάζει» στον δυνατό και επαναλαμβανόμενο ρυθμό της ηλεκτρονικής μουσικής, μια και προκαλεί υπερδιέγερση παρατείνοντας την ξέφρενη χορευτική ικανότητα.


Τις τελευταίες ημέρες η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί αμήχανη και τρομοκρατημένη νέους ανθρώπους που ξεκινούν για διασκέδαση και καταλήγουν σε αστυνομικά τμήματα υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών. Ακούν όρους που δεν έχουν ξανακούσει, μαθαίνουν για τους ρέιβερ και βλέπουν ότι είναι τα παιδιά τους και, τελικά, το μόνο που αποκομίζουν από τις ατέλειωτες τηλεοπτικές ώρες είναι σύγχυση και άγνοια. Μέσα στην υπερβολή μήπως χάνεται η ουσία; Τα ναρκωτικά είναι δίπλα μας, με ή χωρίς μουσική ρέιβ.


Η λέξη ρέιβ προέρχεται από το αγγλικό ρήμα rave που σημαίνει παραληρώ. Δεν εκφράζει ακριβώς ένα είδος μουσικής, αλλά μια κατάσταση όπου κυριαρχεί η δυνατή ηλεκτρονική μουσική και ο χορός. Νέοι ηλικίας 15 ως 30 ετών αλλά και μερικές φορές μεγαλύτεροι χορεύουν υπό τους ήχους της trance, progressive, techno/trans, jungle, intelligent drum n’ bass, house. Επίσης, χορευτική αλλά πιο χαμηλών τόνων είναι η trip hop και η dub, ενώ θεωρείται αρκετά ήρεμη και περισσότερο ακουστική η ambient. Τελευταία έχει κάνει δυναμικά την εμφάνισή της η Goa trance, που δεν είναι καθαρόαιμο μουσικό είδος αλλά παραπέμπει στην περιοχή Goa της Ινδίας όπου διοργανώνονται στις παραλίες πάρτι και φθάνουν εκεί για να συμμετάσχουν νέοι από όλο τον κόσμο. Στους χορευτικούς ρυθμούς της ηλεκτρονικής μουσικής προστίθεται και η ατμόσφαιρα των διαλογισμών και του μυστηρίου που συνοδεύει εκεί τους «πιστούς» του είδους.


Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί χαρακτηρίζουν τη ρέιβ κατάσταση ανάλογη των εκδηλώσεων από τους παλιούς χίπις. «Πολλοί μαζί μοιραζόμαστε ένα κοινό fun», λέει ο Νίκος που αγαπά τη χορευτική μουσική. «Το μπιτ των κομματιών σε «πάει». Σε προδιαθέτει για το «φεύγα». Χάνεσαι μέσα στον χορό και στο χτύπημα του ρυθμού. Αλλά μέσα από το χάσιμο βρίσκεις τον εαυτό σου…». Ο Νίκος, ένα ψηλό 20χρονο αγόρι, μένει στο Περιστέρι και τα σαββατόβραδα κυκλοφορεί στα κλαμπ όπου παίζουν trance. Φοράει κολλητό μπλουζάκι με παράξενο λογότυπο, παπούτσια Σνίκερς, κατ φις γυαλιά. Αγοράζει ρούχα από την Ιπποκράτους, όπου είναι ένα μαγαζί με μόδα που του αρέσει. «Ζηλεύω τους τύπους στα ρέιβ που έχουν κρίκους στα αφτιά, στο φρύδι, στον αφαλό. Εγω πάντως θα κάνω «νιου έιτζ» ή «τράιμπαλ τατού»».


Η κοπέλα του, η Λίνα, παρακολουθεί την κουβέντα μας. Φοράει κολάν, παπούτσια Μάρτινς (με το σίδερο μπροστά), μπλουζάκι φωσφοριζέ με ζωντανά χρώματα. Το κοντοκουρεμένο μαλλί της το έχει βάψει σχεδόν άσπρο. Κρατάει στο χέρι της ένα φέιγ βολάν που ενημερώνει για κάποιο ρέιβ πάρτι. Είναι τα γνωστά flyers, τα φυλλάδια που από χέρι σε χέρι διανέμονται έξω από τα κλαμπ. «Εμείς ζούμε το παρόν. Το μέλλον είναι κάτι μακρινό που δεν πιάνεται έτσι κι αλλιώς. Μας φτάνει που το βλέπουμε μέσα από περιοδικά και βιβλία για τις νέες τεχνολογίες». Ονειρό τους ένα ταξίδι στην Γκόα της Ινδίας, το τέμενος της μουσικής ambient.


Απομακρύνονται κουβεντιάζοντας για τα «παράθυρα» στην τηλεόραση με αφορμή το παράνομο πάρτι στον Μεταξουργείο. «Το τι άσχετα πράγματα ακουστήκανε δεν λέγεται. Δηλαδή όσοι πάνε σε ρέιβ πάρτι ή σε κλαμπ με μουσική jungle, trance, trip hop παίρνουν «ecstasy»; Σας λέω ότι και στα κυριλέ στέκια, στα κλαμπ με ποπ ή ροκ μουσική, όποιος θέλει να «χτυπηθεί» θα το κάνει. Είτε με «ecstasy» είτε με κόκα ή ό,τι άλλο». Ενας νεαρός της παρέας, πιο μεγάλος σε ηλικία, συμφωνεί αλλά της θυμίζει «πόσες φορές έχουν δει δίπλα τους παιδιά να είναι λιώμα από το e («ecstasy»)». Αρχίζει να περιγράφει την εμπειρία του από κάποιο βράδυ όπου και ο ίδιος σοκαρίστηκε από το θέαμα μιας κοπέλας που κατά τους υπολογισμούς του πρέπει να είχε πάρει περισσότερα από ένα χάπια. «Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και είχαν ένα βλέμμα αλλόκοτο. Σχεδόν δεν μπορούσε να ελέγξει τις κινήσεις της. Τα πόδια της δεν την ακολουθούσαν. Φοβήθηκα όταν την είδα σχεδόν να κοκαλώνει… Εχουν άσχημες επιπτώσεις τα drugs, αλλά δεν παίρνουμε όλοι. Να μη μας παίρνει η μπάλα. Εγώ είμαι 25 χρόνων και μου φαίνεται περίεργο ότι κόλλησαν τη ρετσινιά στα ρέιβ τη στιγμή όπου τα ναρκωτικά έχουν φτάσει πια ακόμη και έξω από τα σχολεία. Αντί να μιλήσουν για πρόληψη, έρχονται να την «πέσουν» στη μουσική και στον χορό…».


Το ίδιο πιστεύει και ο γνωστός dj Dennis, που θεωρεί υποκριτικό τον θόρυβο που δημιουργήθηκε τις τελευταίες ημέρες: «Είναι απαράδεκτο να κάνουν την εξίσωση ρέιβ = «ecstasy». Στα ρέιβ κλαμπ έρχονται οι άνθρωποι που θέλουν να χορέψουν. Που θέλουν να περάσουν καλά. Αλλωστε η μουσική αυτή δεν έχει είδωλα, δεν έχει σταρ. Οπως χορεύεται από όποιον που γουστάρει να χορέψει, έτσι και φτιάχνεται από οποιονδήποτε που ξέρει να δημιουργεί. Τα παιδιά δεν μιμούνται από τα συγκροτήματα τη στάση ζωής προς τα ναρκωτικά. Ούτε βλέπουν κάποιο πρότυπο τραγουδιστή να είναι λιώμα, όπως κάποτε οι Ντορς ή η Τζόπλιν».


Ο Dennis έχει σπουδάσει φωτογραφία και προγραμματισμό Η/Υ. Είχε βρεθεί στην Αγγλία όταν εμφανίστηκε στη μουσική σκηνή η house και στην Ελλάδα άνοιξε το δισκάδικο «Raze» όπου έφερνε δίσκους εισαγωγής από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ξέρει καλά τον χώρο. Ξεκίνησε με κάποιους φίλους του τα ρέιβ πάρτι στα Οινόφυτα. «Το κάναμε για την τρέλα μας. Για να χορεύουμε με μουσική που δεν ακουγόταν πουθενά και να περνάμε καλά παρέα. Δεν ζητούσαμε λεφτά. Οποιος ήθελε έδινε κανένα φράγκο για το ποτό του. Ηθελα να κάνουμε ένα κάθε δύο μήνες, αλλά οι άλλοι την είδαν να οικονομήσουν. Ηξερα ότι όταν ο κύκλος μεγαλώσει πολύ θα υπάρχουν και παρατράγουδα. Γι’ αυτό έφυγα…». Ο Denniς παίζει garage και techno όπου τον καλούν και ετοιμάζει δίσκο με μουσική που φτιάχνει ο ίδιος. «Μόνο το 5% των dj ασχολούνται με την παραγωγή. Τα remix (οι μείξεις) δεν θεωρώ ότι είναι δημιουργία. Πάντως, υπάρχει μεγάλη ποικιλία στα είδη της χορευτικής μουσικής. Βγαίνουν συνεχώς νέες τάσεις. Και αυτό γιατί η μουσική αυτή φτιάχνεται για το σήμερα. Είναι ζωντανή. Γι’ αυτό και αρέσει στον κόσμο». Πώς έφθασε στην Ελλάδα


ΣΤΑ τέλη της δεκαετίας του ’80 ο απόηχος από τις ρέιβ πίστες της Ιμπιζα, του Ρίμινι και του Λονδίνου έφθασε και στην Ελλάδα. Την πρωτοκαθεδρία είχε το θρυλικό «Faz», η μητρόπολη των ρέιβ κλαμπ στην πλατεία Μαβίλη. Ηταν το «Faz» που το 1989 άρχισε να συγκεντρώνει μια κατηγορία νέων, ηλικίας από 16 ως 25 ετών, που έψαχναν για κάτι διαφορετικό. Απογοητευμένοι από τη νυχτερινή ζωή της Αθήνας, τα ποτά – «μπόμπες» και το «face control», στράφηκαν σε έναν δικό τους τρόπο διασκέδασης, αυτόν που τους υπαγόρευε η χορευτική ηλεκτρονική μουσική, που έβγαινε μέσα από τα προγράμματα των dj. Αδρεναλίνη στα ύψη, βλέμμα ονειροπόλο και χορός μέχρι τελικής πτώσεως. Οι περίοικοι στην πλατεία Μαβίλη, που έβλεπαν τους νεαρούς με τα χοντροκομμένα σπορτέξ, τις αθλητικές φόρμες, τις εφαρμοστές μπλούζες με ζωγραφισμένα μυτερά γκραφίτι και μαύρα γυαλιά ηλίου μέσα στη… «μαύρη» νύχτα, σταματούσαν και τους χάζευαν. «Πού πας, παιδί μου;». «Σε ρέιβ πάρτι, μαμά»!


Η ομάδα του «Faz» απέκτησε γρήγορα πιστή πελατεία. Και όταν πια το ρέιβ άρχισε να ενηλικιώνεται και να ωριμάζει ως τρόπος ζωής στη συνείδηση μεγάλης μερίδας νέων ανθρώπων, πέρασε στο οργανωμένο «κλάμπινγκ», στις γνωστές αποθήκες και στους υπαίθριους χώρους. Εμπνευστές και διοργανωτές σε όλα αυτά τα ρέιβ στέκια οι μουσικοί παραγωγοί και οι dj, που δημιούργησαν ομάδες για να προωθήσουν τη χορευτική μουσική.


Μία από τις σημαντικότερες είναι η «Sunrise Zone» που είναι υπεύθυνο για τη μετάκληση από το εξωτερικό μερικών από τα πιο εμπορικά ονόματα της διεθνούς βιομηχανίας χορευτικής μουσικής. Το «Sunrise» απασχολεί 10-15 άτομα, έχει τα δικά του μέλη, τα οποία καταβάλλουν ετήσια συνδρομή 5.000 δραχμών, ενώ οι συναλλαγές του αφορούν συνήθως ποσά που ξεπερνούν τα συνήθη δεδομένα των πάρτι – μπίζνες, με κόστος εκκίνησης από 800.000 ως 1 εκατ. δραχμές. Οι έξωθεν μετακλήσεις dj μπορεί να φθάσουν τα πάγια έξοδα στα 2,5 εκατ. δραχμές, αλλά τα εισιτήρια και οι συνδρομές ­ τα μέλη βέβαια πληρώνουν μειωμένο εισιτήριο και έχουν προτεραιότητα ­ μάλλον αναπληρώνουν τα ποσοστά της ομάδας.


Η πιο παλιά «κίνηση» πάρτι στην Αθήνα, πάντως, είναι το «Jungle». Εμπνευση του Χρήστου Καλοπήτα, ο οποίος έχοντας μια ιδιαίτερη άποψη για τη χορευτική μουσική και τη φιλοσοφία της κράτησε το «Jungle» μακριά από μεγαλεπήβολα επιχειρηματικά παιχνίδια.


Πέρα από τις γνωστές μεγάλες ομάδες σήμερα υπάρχουν δεκάδες μικρότερες, που έχουν κερδίσει όμως την εμπιστοσύνη του κοινού. Ο Σαράντος και ο Γιάννης, 23 ετών και οι δύο, είναι οι «Trancemedia». Μέχρι πρότινος στέκι τους ήταν ένας παλιός κινηματογράφος στο Αιγάλεω. Τώρα παίζουν στο «Battery» κάθε Σάββατο. Ο κόσμος τους είναι οι 16άρηδες και φαίνεται να τους αρέσει. Οπως έχει πει άλλωστε ο Σαράντος, «τρελαίνομαι όταν βλέπω άνθρωπο με τα χέρια στη μέση να μη χορεύει, να λέει ότι δεν αντέχει τα ρέιβ, τη βαβούρα και τα πιτσιρίκια. Αυτά τα πιτσιρίκια όμως, οι σημερινοί 16άρηδες, είναι πιο ενημερωμένοι, πιο ψαγμένοι και πιο ποιοτικοί».


Φημισμένα, όμως, ήταν τα ρέιβ πάρτι που γίνονταν σε φάρμα στα Οινόφυτα. Η ιδέα ανήκε στον ιδιοκτήτη της και η αρχή έγινε τα Χριστούγεννα του 1993 με ένα πάρτι σε κλειστό κύκλο, που σιγά σιγά διευρύνθηκε και η «Φάρμα» έφθασε να λειτουργεί σχεδόν με τους κανόνες κάθε κανονικού κλαμπ. Τα κέρδη της, όταν υπήρχαν, επενδύονταν στη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου οικολογικού αγροκτήματος. Αν και είχε προταθεί πολλές φορές στον ιδιοκτήτη η διοργάνωση πάρτι σε άλλους χώρους, εκείνος αρνήθηκε, σε αντίθεση με τους άλλους «ομαδάρχες» που παίζουν όπου τους καλούν. Τα πάγια έξοδα σε κάθε πάρτι της «Φάρμας» ήταν 1,5 εκατομμύριο δραχμές και απασχολούσε 20 άτομα. Εκλεισε πρόσφατα, μετά από επέμβαση της αστυνομίας, ενώ φημολογείται ότι πάρτι δεν σταμάτησαν να γίνονται. Κατηγορίες για τους «32»


ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ σε βαθμό κακουργήματος αντιμετωπίζει ο απότακτος αστυνομικός Δ. Γεωργακόπουλος, που συνελήφθη ανήμερα την Πρωτοχρονιά, μαζί με 31 ακόμη άτομα νεαρής ηλικίας, σε υπόγειο στο Μεταξουργείο, όπου γινόταν ρέιβ πάρτι με χρήση ναρκωτικών και παραισθησιογόνων ουσιών. Σύμφωνα με την Αστυνομία, οι συλλήψεις των νεαρών ήταν αποτέλεσμα ενός ανώνυμου τηλεφωνήματος που έγινε το απόγευμα της Τετάρτης στην Αμεσο Δράση (100), όπου άγνωστη γυναίκα κατήγγειλε αόριστα ότι γίνεται χρήση ναρκωτικών στην περιοχή από δύο νεαρούς. Οι αστυνομικοί, που έσπευσαν για έλεγχο στον συγκεκριμένο χώρο (Αχιλλέως 54, Μεταξουργείο), βρέθηκαν προ εκπλήξεως όταν διαπίστωσαν ότι επρόκειτο για μια ομάδα 32 ατόμων, που είχαν συγκεντρωθεί σε αυτό το παράνομο «πριβέ» πάρτι για να ακούσουν δυνατή χορευτική μουσική.


Οι έξι από τους 32 συλληφθέντες προσήχθησαν την Πέμπτη στην Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας. Πρόκειται για τον πρώην αστυνομικό Δ. Γεωργακόπουλο, τον 22χρονο Οδ. Κοκκινάκη, που είχε ενοικιάσει τον χώρο, καθώς και τον 22χρονο Π. Κασταναρά, ο οποίος είχε διοργανώσει το πάρτι. Εις βάρος τους ασκήθηκε ποινική δίωξη για αγορά και πώληση ναρκωτικών, καθώς και για διάθεση χώρου προς χρήση ναρκωτικών ουσιών. Οι άλλοι τρεις κατηγορούμενοι, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τα αδικήματα της προμήθειας και κατοχής ναρκωτικών προς ιδία χρήση, είναι ο 20χρονος Γ. Τοπαλίδης, ο 22χρονος Τζον Μπάνερ και ο Σκοτ Χομπς, 32 ετών. Από αυτούς, οι δύο πρώτοι αφέθησαν ελεύθεροι χωρίς περιοριστικούς όρους. Οσο για τον Γεωργακόπουλο, τον Κοκκινάκη και τον Κασταναρά παραμένουν κρατούμενοι ως την ερχόμενη Τρίτη, οπότε θα απολογηθούν ενώπιον του 28ου τακτικού ανακριτή κ. Κ. Μπαλτά.