Ο… ερωτύλος παλαιοκομμουνιστής
Ο Γουόρεν Μπίτι λέει τη «βρώμικη» λέξη: Σοσιαλισμός! Γυναίκα του (προς το παρόν, έτσι;) είναι η Αννέτ Μπένινγκ. Η ηλικία του (προς το παρόν, δηλαδή καθ’ όλη τη διάρκεια του 1999) είναι τα 62 χρόνια. Επίσης προς το παρόν χορεύει και τραγουδάει ραπ. Αλλά (ευτυχώς γι’ αυτόν) η γοητεία του είναι διαρκούς… χρήσεως και οι τελευταίες του… κινηματογραφικές πεποιθήσεις συμπυκνώνονται στη «βρώμικη» λέξη: Σοσιαλισμός. Αυτή τη φορά ο Γουόρεν Μπίτι στην τελευταία του ταινία «Μπούλγουορθ», που εξέρχεται στις αίθουσες την Παρασκευή, βάλθηκε να κουρελιάσει Λευκό Οίκο, Πεντάγωνο και γενικώς ολόκληρο το κατεστημένο των ΗΠΑ. Ο «σύντροφος» Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, χωρίς καν να κουνήσει το μικρό του δαχτυλάκι, έχει έναν πρώτης τάξεως αμερικανό σύμμαχο. Ενα από τα ωραιότερα αρσενικά του Χόλιγουντ και ίσως (αν και είναι αδύνατον να υπολογιστούν αριθμητικώς τα «θύματά» του) τον μεγαλύτερο γυναικοκατακτητή στον κόσμο του θεάματος. Τουλάχιστον! «Πού μένετε, κύριε Μπίτι;» τον ρώτησε κάποτε βρετανός δημοσιογράφος. Και ο γόης μετά από πολλή σκέψη απάντησε: «Αν και από τα 22 μου ήμουν πλούσιος, πάντα μου άρεσε να μένω σε ξενοδοχεία». Και συμπλήρωσε με νόημα: «Δεν ήθελα πολύ χώρο».
Ξέχασε να συμπληρώσει «σε σουίτες πολλών αστέρων». Σε τέτοιους… ασήμαντους, «μικρούς» χώρους στεγάστηκαν μικροί, μεγάλοι, θυελλώδεις αλλά και περαστικοί έρωτες. Ακόμη και συναντήσεις της μιας νυκτός. Ενα από τα πολλά ερωτικά ρεκόρ του «σοσιαλιστή» Γουόρεν Μπίτι συνετελέσθη κατά τη διάρκεια της σύντομης επαφής του με τη διάσημη ρωσίδα μπαλαρίνα Μάγια Πλισέτσκαγια. Μη φανταστείτε ότι το ρεκόρ αφορούσε τη χασματική διαφορά ηλικίας. Καθόλου μα καθόλου μάλιστα. Το «παιδί» (διότι τότε, στη δεκαετία του ’60, ήτο… παιδί) προσπερνούσε αδιάφορα τέτοιες και άλλες λεπτομέρειες. Το ρεκόρ πραγματοποιήθηκε σε άλλο «σημείο» των σχέσεών τους. Διότι ο μεν Γουόρεν δεν ήξερε λέξη ρωσικά, η δε Μάγια μόλις και μετά βίας πρόφερε τις λέξεις «yes, no»!
Μεταξύ των ταινιών «Splendor in the grass» του Ηλία Καζάν («Πυρετός στο αίμα») και «Μπόνι και Κλάιντ» εφορμά και επί της Λέσλι Καρόν. Το «παιδί» τότε είχε μανία με τις μεγάλες γυναίκες. Και ο Πίτερ Χολ, σύζυγος της Λέσλι Καρόν, τι έκανε; Αστεία ερώτηση. Υπάρχει στοιχειωδώς σοβαρός εραστής του Χόλιγουντ που να υπολογίζει τον… σύζυγο; Και πάντως, αν υπάρχει, αυτός δεν ήταν ο Γουόρεν Μπίτι. Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι περί των προτιμήσεών του πρέπει να αναφέρουμε τη θυελλώδη σχέση του με τη «μικρή» (τότε, το 1960) Νάταλι Γουντ, συμπρωταγωνίστριά του στην ταινία «Πυρετός στο αίμα». Το αφοπλιστικό «επιχείρημα» του Γουόρεν Μπίτι (αν και δεν το έχει διατυπώσει δημοσίως) είναι ότι του ήταν ανθρωπίνως αδύνατον να αντισταθεί στη γοητεία που ασκούσαν επάνω του οι παρτενέρ του. Γεγονός που εκ πρώτης όψεως είναι αληθινό. Εκ δευτέρας «αναγνώσεως» δεν ισχύει, διότι οι γνωρίζοντες πρόσωπα και πράγματα του Χόλιγουντ εκτιμούν ότι τα διάσημα θηλυκά ονόματα που «επικοινώνησαν» μαζί του είναι οικτρή μειονότητα. Οι περισσότερες προέρχονται από το ανώνυμο πλήθος.
Πάντως το βέβαιο είναι ότι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων των «Κόκκινων», όπου ο Μπίτι έπαιζε τον ρόλο του αριστερού αμερικανού δημοσιογράφου Τζον Ριντ, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο «πνεύμα» της Νταϊάν Κίτον. Επίσης δεν αντιστάθηκε στη Μαντόνα, όταν βρέθηκαν μαζί στο «Ντικ Τρέισι». Και δεν αντιστάθηκε στη γαλλική φινέτσα μιας Ιζαμπέλ Αντζανί. Ο μακροσκελής κατάλογος συμπληρώνεται από την Τζόαν Κόλινς, την Τζούλι Κρίστι και από διάφορες άλλες θηλυκές υπάρξεις του κινηματογραφικού θεάματος. Το να συνοδεύει κάποια δημοσίως τον Γουόρεν ήταν πράξη ηρωισμού. Οποιος τους έβλεπε, το πρώτο πράγμα που ρητορικώς ρωτούσε ήταν: «Α, και αυτή;». Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι ο Μπίτι κατέρριψε ακόμη και το ρεκόρ ενός Ερολ Φλιν!
Το πιο απίστευτο στο κεφάλαιο Γουόρεν Μπίτι είναι η καριέρα του. Οσο εύκολα χρησιμοποίησε το σώμα του, άλλο τόσο δύσκολα «έδινε» την υπογραφή του. Ο πιο ακαταμάχητος καρδιοκατακτητής του Χόλιγουντ αποδείχτηκε ένας από τους πιο απαιτητικούς, «ποιοτικούς» κινηματογραφιστές στην ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου. Εκπληκτικό. Μετά την πρώτη του μεγάλη έξοδο με τον «Πυρετό στο αίμα» και μάλιστα με σκηνοθέτη έναν Καζάν τον εξέλαβαν ως another pretty face (ένα ακόμη όμορφο μουτράκι). Ο «πιτσιρίκος» τους διέψευσε. Επί τέσσερα χρόνια ξεσήκωσε τον κόσμο για λογαριασμό του «Μπόνι και Κλάιντ», μιας ταινίας που έμελλε να χαράξει μια ολόκληρη γενιά και να αλλάξει τον τρόπο που βλέπαμε κινηματογράφο. Ηταν δική του από την κορυφή ως τα νύχια.
Ο Ντέιβιντ Νιούμαν και ο Ρόμπερτ Μπέντον, που είχαν γράψει το αρχικό σενάριο εμπνεόμενοι από ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Οι μέρες του Ντίλινγκερ», έβγαζαν το ψωμί τους πουλώντας «κομμάτια» στο περιοδικό «Esquire». Μάλιστα και οι δύο ήταν ξετρελαμένοι με τη γαλλική πρωτοπορία των άτακτων παιδιών του «νέου κύματος». Θαυμαστές του Ζαν Λυκ Γκοντάρ και της πρώτης του ταινίας «Με κομμένη την ανάσα», αλλά και του Φρανσουά Τρυφό. «Μέσα σε δύο μήνες είδα δώδεκα φορές το “Ζυλ και Τζιμ” του Τρυφό» εξομολογήθηκε κάποτε ο Μπέντον. Μια και δυο λοιπόν στέλνουν το σενάριο στο Παρίσι, ο Τρυφό το διαβάζει, του αρέσει, αλλά διαφωνεί με τη βία και προτείνει ακόμη μεγαλύτερη επιμήκυνση στις σχέσεις της ερωτικής τριάδας: «Μπόνι ερωτευμένη με τον Κλάιντ, Κλάιντ ερωτευμένος με την Μπόνι αλλά και ερεθισμένος με την παρουσία του Σ. Γ. Μος» (διότι ο Κλάιντ ήταν μεν «ανίκανος», αλλά στο αρχικό σενάριο εμφανώς διατηρούσε ομοφυλοφιλικές σχέσεις με τον πιτσιρικά Σ. Γ. Μος).
Ετσι το σενάριο επεστράφη στην Αμερική και οι δύο δημοσιογράφοι μέσα στην απελπισία τους διαπράττουν κάτι το εξωφρενικό. Τηλεφωνούν στον Γουόρεν Μπίτι, που εκείνη την εποχή εναγωνίως έψαχνε για «σενάριο και ιδέες νέου τύπου». Προς μεγάλη τους έκπληξη όχι μόνο δεν τους κλείνει το τηλέφωνο, αλλά αντιθέτως τους ζητεί να παρουσιαστούν εντός 20 λεπτών. Αυτό ήταν. Την επομένη, με το σενάριο ανά χείρας, ο «γόης» χτυπάει την πόρτα του «συνταγματάρχη» της εταιρείας Warner (αποκαλούσαν «συνταγματάρχη» τον ιδιοκτήτη Τζακ Γουόρνερ λόγω των… λεπτών, φίνων τρόπων του). Ο αμερικανός συγγραφέας Peter Biskind ισχυρίζεται ότι ο Μπίτι έπεσε στα πόδια και φίλησε τα παπούτσια του «συνταγματάρχη» προκειμένου να τον πείσει να χρηματοδοτήσει αυτή την γκαγκστερική «ταινιούλα» προϋπολογισμού 1,6 εκατ. δολαρίων. Τι ήταν για μια Warner 1,6 εκατ. δολάρια; Φιστίκια!
Πριν από τρία χρόνια ο Γουόρεν Μπίτι έβλεπε μαζί με άλλους να καταρρέουν τα ιδανικά της φιλελεύθερης Αμερικής. Αν και υπήρξε φίλος του Μπιλ Κλίντον, αρχίζει να αμφιβάλλει για τις… αριστερές επιλογές του προέδρου. Εκ της πολιτικής του αυτής κρίσεως προκύπτει η πρώτη ιδέα του «Μπούλγουορθ». Λίγους μήνες πριν από την πρώτη αποστολή… ανθρωπιστικής βοήθειας του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στο Βελιγράδι και στην Πρίστινα, το ελάχιστο αμερικανικό κοινό που είδε την ταινία τού Γουόρεν Μπίτι δεν πίστευε στα μάτια και στα αφτιά του. Ούτε ο Γκας Χολ (γραμματέας του ΚΚ των ΗΠΑ) θα τολμούσε να υπογράψει τέτοια πράγματα.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 1996 ο εντιμότατος γερουσιαστής της Καλιφόρνιας Τζ. Μπίλινγκτον Μπούλγουορθ αποφασίζει να κλείσει τον κύκλο της ζωής του. Εισπράττει 10 εκατομμύρια δολάρια από μεγάλη ασφαλιστική εταιρεία για να εξασφαλίσει το μέλλον της κορούλας του. Και στη συνέχεια καταβάλλει 50.000 δολάρια σε πληρωμένο δολοφόνο για να τον εκτελέσει! Πληρώνει τη δολοφονία του. Αυτή δεν είναι κρίση αλλά ραντεβού με τον θάνατο. Για καλή του τύχη όμως πέφτει επάνω σε πανέμορφο θηλυκό, μαύρου χρώματος, με πολιτικό εγκέφαλο… Μάλκολμ Χ. Ο εξηντάρης γερουσιαστής ερωτεύεται, μαθαίνει ραπ και τα κάνει όλα λίμπα. Οπου σταθεί και όπου βρεθεί σε τηλεόραση, CNN, δεξιώσεις, προεκλογικές εμφανίσεις κατεδαφίζει το σύστημα. Τι λέει; Οσα πάνω κάτω ισχυρίζονται οι αδιόρθωτοι κομμουνιστές. Τραγουδώντας και χορεύοντας ραπ (στιχάκια με ρίμα) βγάζει τα πάντα στη φόρα. Για τα οικονομικά συμπλέγματα, για την κολεγιά των ΜΜΕ με το κατεστημένο, για την ανεργία, για τα ναρκωτικά που διοχετεύονται στην αγορά από τις κυβερνήσεις και για τα δολάρια που ασκόπως φεύγουν από τις τσέπες των πολιτών με κατεύθυνση το μεγάλο κεφάλαιο. Κι ενώ λαμβάνουν χώρα όλα αυτά τα τρισχαριτωμένα, που θα όρθωναν και την τελευταία τρίχα της κεφαλής της κυρίας Μάντλιν Ολμπραϊτ, ο γερουσιαστής τρέμει για τη ζωή του. Ο πληρωμένος από τον ίδιο δολοφόνος εξακολουθεί να τον κυνηγάει! Να ζει κανείς ή να μη ζει;



