Ο Ντόναλντ Τραμπ επέστρεψε σαν να ήταν έτοιμος από καιρό. Η πρώτη εβδομάδα του στον Λευκό Οίκο σημαδεύτηκε από ένα «Blitzkrieg» προεδρικών διαταγμάτων και πλέον μιλάμε για μια κυβέρνηση που κινείται μεθοδικά και με ταχύτητα αστραπής γιατί γνωρίζει πώς παίζεται το παιχνίδι στην Ουάσιγκτον. Επίσης, μια δεύτερη βασική διαφορά με την πρώτη τετραετία Τραμπ είναι η προσπάθεια για την απόκτηση του ελέγχου της εξουσίας μέσω της εξουδετέρωσης του λεγόμενου «βαθέος κράτους», δηλαδή των μη εκλεγμένων γραφειοκρατών που στελεχώνουν τον κρατικό μηχανισμό στην Ουάσιγκτον.

«Υπάρχει πιθανώς κάποιο σοκ και δέος την πρώτη μέρα» δήλωσε o Νικ Στούντερ, διευθύνων σύμβουλος της συμβουλευτικής εταιρείας Oliver Wyman, στην εφημερίδα «Wall Street Journal». Οπως εξήγησε, ο Τραμπ βρίσκεται σήμερα «στο αποκορύφωμα της δύναμής του» και θα χρειαστεί ορισμένος χρόνος για να ξεκαθαρίσουν πολλά πράγματα.

Ο πόλεμος με το «βαθύ κράτος»

Το δίδαγμα που έχει βγάλει ο Τραμπ από την πρώτη του τετραετία είναι ότι η νομενκλατούρα της Ουάσιγκτον υπονόμευσε προσωπικά τον ίδιο και την ατζέντα του. Για τον λόγο αυτόν ο νέος πρόεδρος υπέγραψε ήδη εκτελεστικά διατάγματα που παγώνουν τις προσλήψεις στο Δημόσιο έως ότου επικυρωθούν οι διορισμοί του νέου Υπουργικού Συμβουλίου και αναμένει την παραίτηση όσων δεν είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένοι με την πολιτική του.

Με βάση αυτό το σκεπτικό, 160 υπάλληλοι του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας έχουν λάβει εντολή να συνεχίσουν να εργάζονται από το σπίτι τους έως ότου ολοκληρωθεί η αξιολόγησή τους. Παράλληλα, στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ξεκινάει κύμα φυγής διπλωματών προς τον ιδιωτικό τομέα, όπως για παράδειγμα ο Τζέφρι Πάιατ, που έχει διατελέσει πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα και αυτή την εβδομάδα παραιτήθηκε από αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών.

Οι συγκεκριμένες κινήσεις έχουν προκαλέσει σύγχυση στην Ουάσιγκτον. Το πρόβλημα που δημιουργείται, όπως το έθεσε ο Μακ Ιντεν, αναλυτής της συντηρητικής δεξαμενής σκέψης American Enterprise Institute, είναι το εξής: «Είμαστε αντίθετοι στο βαθύ κράτος, αλλά τι θα γινόταν αν το βαθύ κράτος ήταν τα δικά μας παιδιά;».

Η σκληρή γραμμή στο Μεταναστευτικό

Μια από τις πρώτες κινήσεις του Τραμπ ήταν να ανακοινώσει ότι στέλνει 1.500 στρατιώτες για να συνδράμουν στο έργο της συνοριοφυλακής και να βοηθήσουν στην οικοδόμηση ενός τείχους στα σύνορα με το Μεξικό. Επιπλέον, το Κογκρέσο ψήφισε νόμο που απαιτεί από το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας να απελαύνει με συνοπτικές διαδικασίες μετανάστες χωρίς έγγραφα που έχουν συλληφθεί για κλοπές και άλλα αδικήματα. Αυτό είναι το πρώτο νομοσχέδιο που θα κληθεί να υπογράψει ο Τραμπ και έρχεται να προστεθεί στα 10 εκτελεστικά διατάγματα που υπέγραψε τη Δευτέρα για τη μεταναστευτική πολιτική.

Η συντακτική ομάδα της «Wall Street Journal» θεωρεί ότι οι κινήσεις του Τραμπ για τη θωράκιση των συνόρων και την απέλαση συμμοριών απολαμβάνουν τη στήριξη της αμερικανικής κοινωνίας. Ωστόσο, επισημαίνει ότι οι Αμερικανοί ανησυχούν ότι ο Τραμπ ίσως τραβήξει επικίνδυνα το σχοινί. «Εχει υποσχεθεί μαζικές απελάσεις. Αν αυτό σημαίνει μεταμεσονύκτιες επιδρομές στα σπίτια των σερβιτόρων ή διαχωρισμό μητέρων και παιδιών, το πολιτικό κλίμα μπορεί να αλλάξει γρήγορα».

Με μεγάλο σκεπτικισμό αντιμετωπίζεται το εκτελεστικό διάταγμα που προβλέπει την απόδοση της υπηκοότητας μόνο στα παιδιά αμερικανών πολιτών ή κατόχων πράσινης κάρτας. Πρόκειται για μια ερμηνεία του Συντάγματος που εξαιρεί όχι μόνο τα παιδιά των παράτυπων μεταναστών αλλά και όσων κατέχουν κάποιας μορφής εργασιακή βίζα. Πλέον 22 προοδευτικές Πολιτείες ετοιμάζονται να οδηγήσουν το θέμα στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο θα δώσει μια απάντηση που θα ξεκαθαρίσει οριστικά το τοπίο.

Το ξήλωμα της woke ατζέντας

Πρόκειται για ακόμη μία προεκλογική δέσμευση που γίνεται πράξη με ταχύτατους ρυθμούς. Ετσι ήδη μέσα από την πρώτη εβδομάδα έχει δοθεί εντολή για το κλείσιμο όλων των προγραμμάτων συμπερίληψης, ισότητας και ένταξης (DEI) της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι τέτοια προγράμματα «χώριζαν τους Αμερικανούς με βάση την ταυτότητα, σπαταλούσαν τα χρήματα των φορολογουμένων και οδηγούσαν σε απαράδεκτες διακρίσεις». Οι υπέρμαχοι του DEI επιμένουν ότι είναι απαραίτητα γιατί δίνουν ευκαιρίες σε παραδοσιακά υποεκπροσωπούμενες ομάδες.  Βεβαίως, εξίσου σημαντικό για το ξήλωμα της woke ατζέντας είναι το διάταγμα που προβλέπει ότι το αμερικανικό κράτος αναγνωρίζει την ύπαρξη μόνο δύο φύλων.

Ο νέος υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο δεν έχασε χρόνο και μια από τις πρώτες αποφάσεις του στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήταν το πάγωμα των αιτήσεων για διαβατήριο στις οποίες το φύλο γράφεται ως «Χ».  Από την πλευρά των Δημοκρατικών, ο Ντέιβιντ Τέρνερ, διευθυντής επικοινωνίας της Ενωσης Δημοκρατικών Κυβερνητών, απέδωσε τον πόλεμο εναντίον της woke ατζέντας στο ότι οι Ρεπουμπλικανοί γίνονται βασιλικότεροι του βασιλέως στις θέσεις που πιστεύουν ότι έχει ο μέσος ψηφοφόρος στα κυρίαρχα ζητήματα.

«Πρώτα η Αμερική» στην οικονομία

Στην ομιλία του προς το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός την Πέμπτη ο Τραμπ ήταν απόλυτα ξεκάθαρος για το πώς βλέπει τα πράγματα και το μήνυμά του στους διεθνείς ηγέτες ήταν ιδιαίτερα απλό: ελάτε να επενδύσετε και να παράγετε τα προϊόντα σας στην Αμερική γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα βρεθείτε αντιμέτωποι με δασμούς. Στην ουσία είδαμε τον Τραμπ να διαφημίζει τις ΗΠΑ ως επενδυτικό προορισμό, λέγοντας ότι οι εταιρείες που θα πάνε στις ΗΠΑ θα έχουν χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και ότι τα κέρδη από τους δασμούς θα χρησιμοποιηθούν για να αποπληρωθεί το εθνικό χρέος των ΗΠΑ.

Ο Τραμπ κατηγόρησε την ΕΕ ότι μεταχειρίζεται άδικα τις ΗΠΑ, εστιάζοντας στο μεγάλο εμπορικό έλλειμμα μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού. Παραπονέθηκε ότι οι Ευρωπαίοι δεν αγοράζουν τα αμερικανικά αγροτικά προϊόντα και τα αυτοκίνητα τη στιγμή που, όπως είπε, η Αμερική είναι πλημμυρισμένη από ευρωπαϊκά αυτοκίνητα. Ειδικά στο θέμα των αγροτικών προϊόντων, η εικόνα είναι πιο περίπλοκη γιατί στις ΗΠΑ δεν υπάρχει ισχυρή προστασία του καταναλωτή και πολλά από τα αμερικανικά προϊόντα δεν πληρούν τις απαραίτητες προδιαγραφές για να πουληθούν στην ΕΕ. Ο Τραμπ αναφέρθηκε και στη διαμάχη που υπάρχει εδώ και χρόνια στο θέμα της φορολόγησης των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών, την οποία ερμήνευσε ως επίθεση εναντίον αμερικανικών εταιρειών.

Τα όσα ακούστηκαν από τον Τραμπ γεννούν το ερώτημα εάν πρόκειται για τη συνήθη διαπραγματευτική τακτική που χρησιμοποιεί για να αποσπάσει όσο το δυνατόν περισσότερες υποχωρήσεις. Ο πρώην σύμβουλος της κυβέρνησης Μπάιντεν και καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο Τζόρτζταουν Ιτάι Γκρίνμπεργκ εξήγησε στη «Wall Street Journal» ότι «η κυβέρνηση Τραμπ θα πρέπει να αποφασίσει εάν πρόκειται για θόρυβο που έχει σκοπό να οδηγήσει σε συμβιβασμό ή για την αρχή ενός φορολογικού και εμπορικού πολέμου. Ελπίζω και πιστεύω ότι έχουμε να κάνουμε με έναν θεατρινισμό που έχει σκοπό να οδηγήσει σε συμβιβασμό».

Ο Τραμπ όμως φάνηκε ανοιχτός στην επίτευξη κάποιας συνεννόησης, λέγοντας ότι αγαπάει την Ευρώπη και θέλει να είναι εποικοδομητικός – ενδεχομένως για να παζαρέψει την αγορά περισσότερου αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου και αμυντικών εξοπλισμών από τους Ευρωπαίους.