Ο ένας ήταν θερμός, πληθωρικός, γεμάτος πάθος και σωματικότητα. Ο άλλος υπήρξε εσωστρεφής, χαμηλών τόνων, με το βλέμμα του στραμμένο στα μύχια της ψυχής. Ο Πάμπλο Πικάσο (1881-1973) και ο Πάουλ Κλέε (1879-1940) είναι δύο καλλιτέχνες που μοιάζουν να κατοίκησαν σε διαφορετικούς πλανήτες όσο βρέθηκαν στη Γη. Τελικά όμως κάπου συναντήθηκαν: σε εκείνο το φωτεινό, μεταιχμιακό σημείο όπου η τέχνη παύει να απεικονίζει τον κόσμο και αρχίζει να τον επανεφευρίσκει.

Ο Ισπανός Πικάσο, με το βλέμμα του ανθρώπου της Μεσογείου, διέλυσε τη μορφή, ανασύνθεσε το σώμα, αναζήτησε την πρωτόγονη ενέργεια πίσω από κάθε πρόσωπο και αντικείμενο. Ο Γερμανοελβετός Κλέε, με τη λεπτότητα του στοχαστή παρατήρησε τη φύση σαν μαθητής της, προσπαθώντας να αφουγκραστεί τη μυστική δομή των πραγμάτων, τον ρυθμό που κινεί τη ζωή.

Ακολούθησαν διαφορετικά μονοπάτια, τα οποία όμως εν τέλει ήταν παράλληλα. Και αυτό γιατί οδηγημένοι από μια ακατανίκητη ανάγκη να αποδομήσουν τον ορατό κόσμο, κατάφεραν να φτάσουν στην ουσία του.

Πάουλ Κλέε, «Chinese Porcelain» (1923). Phοto Jens Ziehe-Museum Berggruen

Αυτόν τον διάλογο επιχειρεί να φωτίσει η έκθεση με τίτλο «Picasso and Klee in the Heinz Berggruen Collection» που παρουσιάζει το Museo Nacional Thyssen-Bornemisza στη Μαδρίτη, σε συνεργασία με το Museum Berggruen του Βερολίνου (28/10/25-1/2/26).

Εντάσσεται στο πλαίσιο μιας σειράς διεθνών παρουσιάσεων των έργων του γερμανικού μουσείου, το οποίο ενόσω ανακαινίζεται το κτίριό του εδώ και τρία χρόνια, ταξιδεύει τα αριστουργήματά του σε Ασία, Αυστραλία και Ευρώπη.

Εξ ου και η έκθεση, σε επιμέλεια της Παλόμα Αλαρκό, επικεφαλής επιμελήτριας Μοντέρνας Ζωγραφικής στο Mουσείο Thyssen (όπως είναι γνωστό εν συντομία) και του Γκάμπριελ Μοντούα, διευθυντή του Museum Berggruen, αποκαλύπτει όχι μόνο τη βαθιά συγγένεια ανάμεσα στον Πικάσο και τον Κλέε μέσα από τα πενήντα έργα που παρουσιάζονται, αλλά και την οξυδερκή ματιά του συλλέκτη που φρόντισε να συγκεντρώσει έναν μεγάλο αριθμό πινάκων τους. Ο λόγος για τον Χάιντς Μπεργκρούεν (1914-2007), έναν από τους σημαντικότερους εμπόρους τέχνης και συλλέκτες του 20ού αιώνα.

Εκλεκτικές συγγένειες

Ο Χάιντς Μπεργκρούεν ήταν εβραϊκής καταγωγής γερμανός συλλέκτης και έμπορος τέχνης, γνωστός για τη στενή φιλία και συνεργασία του με σημαντικούς καλλιτέχνες όπως ο Πικάσο, ο Ζουάν Μιρό και ο Μαξ Ερνστ. Ο Μπεργκρούεν, ο οποίος επιπλέον υπήρξε δημοσιογράφος, συγγραφέας και πάτρωνας των τεχνών, αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του στη συλλογή έργων του Πικάσο, συγκεντρώνοντας πάνω από 130 δημιουργίες που καλύπτουν σχεδόν όλη την καλλιτεχνική του πορεία.

Ο Μπεργκρούεν θεωρούσε τον Πικάσο εξαιρετικά ευφυή και γενναιόδωρο άνθρωπο, τον οποίο θαύμαζε για το απέραντο ταλέντο του και την αστείρευτη δημιουργικότητά του σε όλες τις περιόδους της ζωής του.

Αργότερα ανέπτυξε παρόμοιο θαυμασμό και για τον Πάουλ Κλέε, και στη δεκαετία του 1980 δώρισε στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης περισσότερα από 90 έργα του, τα οποία εκτίθενται σε αίθουσα αφιερωμένη σε εκείνον.

Ο Μπεργκρούεν έφυγε από το Βερολίνο το 1936 για να αποφύγει τις διώξεις κατά των Εβραίων, έζησε στις ΗΠΑ και αργότερα στο Παρίσι, όπου άνοιξε γκαλερί το 1947, η οποία αργότερα θα γινόταν η περιώνυμη Galerie Berggruen & Cie.

Μετά από έξι δεκαετίες στο εξωτερικό, επέστρεψε το 1996 στο Βερολίνο φέρνοντας μαζί του αριστουργήματα της μοντέρνας τέχνης, μεγάλο μέρος των οποίων θέλησε να δωρίσει στον γερμανικό λαό.

Πάουλ Κλέε, «City of Dreams» (1921). Photo Dietmar Katz-Museum Berggruen.

Το 2000, η εξαιρετική συλλογή του, αξίας 750 εκατ. δολαρίων, αποκτήθηκε από το Πρωσικό Ιδρυμα Πολιτιστικής Κληρονομιάς (SPK) που διαχειρίζεται τα μουσεία του Βερολίνου για το συμβολικό (συγκριτικά) ποσό των 129 εκατ. δολ., με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το Μουσείο Berggruen ως παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης (Neue Nationalgalerie).

Περιλαμβάνει περισσότερα από 120 έργα του Πικάσο και περίπου 70 του Κλέε καθώς και έργα καλλιτεχνών όπως ο Ματίς ή ο Τζιακομέτι. Θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές ιδιωτικές συλλογές μοντέρνας τέχνης στον κόσμο.

Η ιστορία της θυμίζει περίπου εκείνη της συλλογής του μουσείου Thyssen-Bornemisza. Αρχισε να δημιουργείται τη δεκαετία του 1920 από τον γερμανό βιομήχανο Χάινριχ Τίσεν-Μπορνεμίσα (1875-1947) και αρχικά στεγαζόταν στην οικογενειακή έπαυλη στο Λουγκάνο της Ελβετίας.

Ο γιος του, Χανς Χάινριχ Τίσεν-Μπορνεμίσα, τη διεύρυνε σημαντικά, συγκεντρώνοντας έργα από τις συλλογές της οικογένειας και αποκτώντας νέα έργα – από τη γοτθική έως τη σύγχρονη τέχνη.

Το 1985 παντρεύτηκε την Ισπανίδα Κάρμεν Θερβέρα, η οποία τον έπεισε να μεταφέρει τον πυρήνα της συλλογής στην Ισπανία, σε ένα κτίριο δίπλα στο Πράδο. Το Μουσείο Thyssen-Bornemisza άνοιξε το 1992 με 715 έργα και το 1993 η ισπανική κυβέρνηση αγόρασε 775 έργα έναντι 350 εκατομμυρίων δολαρίων, που εκτίθενται σήμερα στη Μαδρίτη.

Η έκθεση

Οσον αφορά τώρα το περιεχόμενο της έκθεσης «Ο Πικάσο και ο Κλέε στη Συλλογή Χάιντς Μπεργκρούεν» οργανώνεται γύρω από τέσσερις θεματικές ενότητες. Λειτουργούν σαν τέσσερις πράξεις ενός διαλόγου ανάμεσα σε δύο ιδιοφυΐες που, παρά τις αντιθέσεις τους, αναζήτησαν με πάθος την ουσία της ανθρώπινης δημιουργίας. Η πρώτη ενότητα, με τίτλο «Πορτρέτα και Μάσκες», έχει ως στόχο την εξερεύνηση της ανθρώπινης ταυτότητας ή, πιο σωστά, της αποδόμησής της.

Τόσο ο Πικάσο όσο και ο Κλέε, ο καθένας βέβαια με τον δικό του τρόπο, αναθεώρησαν την παραδοσιακή ιδέα του πορτρέτου. Με την τόλμη και την ορμητικότητα που τον χαρακτήριζαν, ο μεν αναζήτησε κάτι πέρα από το ορατό πρόσωπο: θέλησε να αποτυπώσει την πρωτόγονη, τη μαγική του υπόσταση. Εργα του όπως τα «Head of a Woman» (1906-1907) ή «Study for Les Demoiselles D’Avignon» (1907) είναι εμπνευσμένα από τις μάσκες της αφρικανικής τέχνης, οι οποίες για εκείνον δεν ήταν απλώς διακοσμητικά αντικείμενα αλλά σύμβολα δύναμης και μεταμόρφωσης.

Οι παραμορφωμένες μορφές του Πικάσο δεν αναλώνονται στην πρωτοτυπία της αισθητικής «κακοφωνίας» τους, αλλά επιδιώκουν την αποκάλυψη μιας βαθύτερης αλήθειας, αυτής που κρύβεται πίσω από τη μάσκα του πολιτισμού. Οπως συμβαίνει δηλαδή σε έργα όπως το «Man with a Clarinet» (1911-1912), αλλά και στους πίνακες όπου ζωγραφίζει την Ντόρα Μαρ.

Πάμπλο Πικάσο, «Dora Maar with Green Fingernails» (1936). Photo Jens Ziehe- Succession Pablo Picasso

Ο Κλέε, πιο ήπιος αλλά εξίσου διεισδυτικός, ακολουθεί μια διαφορετική πορεία. Αντί να διαλύει τις μορφές, τις μεταμορφώνει σε σύμβολα. Επηρεασμένος από τη λαϊκή τέχνη, τις μαριονέτες και τις μάσκες του Εθνογραφικού Μουσείου του Μονάχου (νυν Μουσείου Πέντε Ηπείρων), δημιουργεί πρόσωπα που μοιάζουν περισσότερο με ψυχικά τοπία παρά με απεικονίσεις ανθρώπων.

Εργα όπως τα «Mrs. R. Travelling in the South» (1924) και «The Sealed Lady» (1930) δεν είναι απλώς πορτρέτα αλλά προσωπεία ψυχών, με τα χρώματα, τις γραμμές και τα σύμβολά τους να αποτυπώνουν συναισθήματα, μνήμες και υποσυνείδητες δονήσεις. Στον Πικάσο η μάσκα είναι εργαλείο δύναμης, στον Κλέε μέσο αποκάλυψης.

Κοιτώντας προς τα έξω

Στη δεύτερη ενότητα, οι δύο καλλιτέχνες στρέφονται προς τον εξωτερικό κόσμο. Ο Πικάσο βλέπει το τοπίο ως ένα εργαστήριο πειραματισμού, έναν χώρο όπου οι μορφές και οι οπτικές γωνίες μπορούν να συντριβούν και να ξαναγεννηθούν. Τα τοπία του χωριού Ορτα ντελ Σαν Zουάν της Καταλωνίας, για παράδειγμα, πρόσφεραν το έδαφος για να αναπτυχθεί η κυβιστική του σκέψη.

Στους πίνακές του, το φυσικό τοπίο δεν είναι πια στατικό αλλά γίνεται μια δυναμική σύνθεση επιπέδων και γωνιών. Στα έργα «Still Life in front of a window, Saint Raphaël» (1919) ή «View of Saint Malo» (1922) διακρίνεται αυτή η μετάβαση: η φύση μετατρέπεται σε αρχιτεκτονική, σε έναν οργανισμό που δομείται με μαθηματική ακρίβεια.

Ο Κλέε, από την άλλη, προσεγγίζει το τοπίο σαν μια πνευματική εμπειρία. Το ταξίδι του στην Τυνησία το 1914 υπήρξε αποκαλυπτικό, διότι εκεί αντιλήφθηκε ότι το φως μπορεί να γίνει φορέας πνευματικής ουσίας. Από τότε, τα τοπία του δεν αναπαριστούν τόπους, αλλά καταστάσεις ύπαρξης.

Τα χρώματά του πάλλονται σαν μουσικές νότες, οι γραμμές του θυμίζουν χάρτες ονείρων: η φύση του Κλέε δεν είναι εξωτερική, αλλά εσωτερική. Στη «City of Dreams» ή στο «Revolving House» (αμφότερα του 1921) το τοπίο μετατρέπεται σε ψυχική γεωγραφία, όπου η αρχιτεκτονική και η φαντασία συνυπάρχουν σε αρμονία.

Πάμπλο Πικάσο, «Playing Cards, Tobacco, Bottle, and Glass» (1914). Photo Succession Pablo Picassο.

Στον δρόμο για τον Συνθετικό Κυβισμό

Η τρίτη ενότητα είναι αφιερωμένη στα αντικείμενα και τη νεκρή φύση και αποκαλύπτει την κοινή εμμονή των δύο καλλιτεχνών με την ουσία των πραγμάτων. Ο Πικάσο, με βαθιές ρίζες στην ευρωπαϊκή παράδοση, επηρεάζεται από τον Σεζάν και προχωράει ακόμη πιο πέρα: εκτός από το να αποδομεί τη μορφή, από το 1912 και μετά ενσωματώνει στα έργα του πραγματικά αντικείμενα και δημιουργεί νέες πραγματικότητες.

Mια «Νεκρή φύση» του 1914, όπου υλικά όπως εφημερίδες, πριονίδι και τραπουλόχαρτα γίνονται μέρος της σύνθεσης, αποτελεί σημείο καμπής για την πορεία του και βάζει τα θεμέλια για τον Συνθετικό Κυβισμό. Ο Πικάσο δεν αναπαριστά απλώς τα αντικείμενα αλλά τα μετατρέπει σε γλώσσα, σε σύμβολα της ανθρώπινης εμπειρίας.

Ο Κλέε, πιο στοχαστικός, βλέπει τα αντικείμενα σαν μικρόκοσμους ζωής. Δεν τον ενδιαφέρει η εξωτερική τους μορφή, αλλά οι εσωτερικές τους σχέσεις και οι ρυθμοί. Σε έργα του όπως τα «Chinese Porcelain» (1923) ή το «Flower and Fruit» (1927), οι μορφές μοιάζουν να αναπνέουν, να κινούνται, να εξελίσσονται.

Επηρεασμένος από τη φύση, ο Κλέε αντιλαμβάνεται τα αντικείμενα ως ζωντανούς οργανισμούς που υπακούουν σε εσωτερικούς νόμους. Οπως έγραφε στο δοκίμιό του με τίτλο «Τρόποι μελέτης της φύσης», η ουσία δεν βρίσκεται στην επιφάνεια αλλά στη δομή. Σε αυτή την αόρατη ενέργεια που συνδέει τα πάντα.

Αρλεκίνοι και γυμνά

Στην τελευταία ενότητα ο Πικάσο και ο Κλέε προσεγγίζουν τον άνθρωπο μέσα από δύο αρχέτυπα: τον Αρλεκίνο και το γυμνό σώμα. Ο Πικάσο, γοητευμένος από τον κόσμο του τσίρκου, βλέπει στον Αρλεκίνο τον ίδιο του τον εαυτό: τον καλλιτέχνη που φοράει μάσκες, που παίζει ρόλους, που μεταμορφώνεται αδιάκοπα. Από το έργο «Seated Harlequin» (1905) ως το «Circus» (1968-69) η μορφή αυτή μεταλλάσσεται, συμβολίζοντας τη δημιουργική ενέργεια και το παιχνίδι της ταυτότητας.

Το γυμνό, αντίθετα, αποκαλύπτει την άλλη πλευρά: τη σάρκα, τη θνητότητα, τη συγκίνηση. Σε έργα όπως το «Silenus in dancing company» (1933) το σώμα γίνεται όχημα πάθους και δύναμης.

Ο Κλέε, πιο υπαινικτικός, δεν εστιάζει στη σωματικότητα αλλά στην αρμονία της μορφής. Στο «Harlequin on the Βridge» (1920) ή στο «Awakening» (1920), οι ανθρώπινες φιγούρες μοιάζουν να διαλύονται μέσα στον χώρο, να γίνονται μέρος του περιβάλλοντος. Για τον Κλέε, ο άνθρωπος δεν ξεχωρίζει από τον κόσμο, αποτελεί οργανικό κομμάτι του. Το σώμα χάνει την υλικότητά του και μετατρέπεται σε ρυθμό, σε δομή, σε χρώμα.

ΙΝFO «Picasso and Klee in the Heinz Berggruen Collection»: Museo Nacional Thyssen-Bornemisza, Μαδρίτη, από τις 28 Οκτωβρίου 2025 έως την 1η Φεβρουαρίου 2026.