Ο Ερμαν Εσε, και συγκεκριμένα το βιβλίο του «Σιντάρτα», του άλλαξε τη ζωή. Στο σπουδαίο μυθιστόρημα του γερμανού λογοτέχνη, ένα από τα αριστουργήματα του 20ού αιώνα, ανακάλυψε το «μάντρα» του, κοινώς τη σοφία ότι η πείρα και η γνώση κατακτώνται και δεν χαρίζονται. Ο μεγαλοεπενδυτής, φιλάνθρωπος και φιλότεχνος Νίκολας Μπεργκρούεν ένιωσε ότι κάποιος μιλούσε εξ ονόματός του και άρχισε να αποκρυσταλλώνεται μέσα του η προοπτική για ένα modus vivendi αντισυμβατικό – τουλάχιστον για τα μέτρα και τα σταθμά ανθρώπων της τάξης και της θέσης του.

Αντί να βασιστεί λοιπόν αποκλειστικά στις πατρικές πλάτες, θα πορευόταν στη ζωή χαράζοντας τη δική του πορεία. Ισως να μην τον ξέραμε αν δεν έκανε τίτλους – ή συγκεκριμένα τον τίτλο στο Bloomberg – όπως «ο άστεγος δισεκατομμυριούχος», ο άνθρωπος ο οποίος στις αρχές του 2000 πούλησε την ακίνητη περιουσία του και ζούσε σε ξενοδοχεία πέντε (τι άλλο;) αστέρων.

Ωστόσο υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά επιτεύγματα στο βιογραφικό του. Οπως ότι ο Αμερικανογερμανός Μπεργκρούεν προτίμησε να επενδύσει σε ιδέες και τέχνη. Από τη μία ιδρύοντας το Ινστιτούτο Μπεργκρούεν, ένα think tank που φιλοδοξεί να συμβάλει στην αναδιαμόρφωση του κόσμου ενθαρρύνοντας τον διάλογο γύρω από τα μεγαλύτερα ζητήματα και αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου, με έδρες του το Λος Αντζελες και το Πεκίνο. Δεν είναι τυχαία η γεωγραφική επιλογή. Ο 62χρονος Μπεργκρούεν γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παρίσι και, βάσει όσων διατείνεται ο ίδιος, μέσα από τα ταξίδια του ανέπτυξε μια ιδιαίτερη αγάπη όχι μόνο για τον γαλλικό υπαρξισμό αλλά και για την αρχαία σοφία της Ανατολής – από τον Κομφούκιο ως τον Βούδα.

Από την άλλη, ο Μπεργκρούεν άρχισε να συλλέγει έργα από καλλιτέχνες όπως ο Ζίγκμαρ Πόλκε, ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ, ο Εντ Ρούσα, ο Τζον Μπαλντεσάρι, ο Πολ Μακ Κάρθι κ.ά. Το περιεχόμενο των αποκτημάτων του έχει κρατηθεί σε μεγάλο βαθμό μυστικό δίχως να διαφεύγει της προσοχής μας ότι οι εικαστικοί που δείχνει να προτιμά είναι άνδρες αμερικανικής ή γερμανικής καταγωγής. Ωστόσο, σχετικά πρόσφατα αποφάσισε να μοιραστεί με τον κόσμο τα αποκτήματά του αλλά και τη δημιουργικότητα εικαστικών της σύγχρονης τέχνης αγοράζοντας όχι ένα αλλά δύο κτίρια στη Βενετία.

Palazzo Malipiero: Το νέο απόκτημα του Νίκολας Μπεργκρούεν.

Φιλότεχνος εξ απαλών ονύχων

Η κοινωφέλεια ήταν από την αρχή προτεραιότητα για τον «εκκεντρικό» Μπεργκρούεν, η περιουσία του οποίου ανέρχεται στα 3,1 δισ. δολάρια. Το Ινστιτούτο του έχει, μεταξύ άλλων, απονείμει χρηματικά βραβεία ύψους 1 εκατ. δολ, τα δικά του «Νομπέλ Φιλοσοφίας», σε προσωπικότητες όπως η αείμνηστη ανώτατη δικαστής Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ ή ο σπουδαίος πολιτικός φιλόσοφος Τσαρλς Τέιλορ.

Παράλληλα μέσα από το φιλανθρωπικό του Ιδρυμα – γιατί βέβαια διαθέτει και τέτοιο – στηρίζει ποικιλοτρόπως το Μουσείο Τέχνης της Κομητείας του Λος Αντζελες (LACMA), έναν θεσμό δηλαδή όπου ο ίδιος είναι trustee. Για παράδειγμα, πραγματοποιεί δάνεια διαρκείας για έργα του όπως το γιγαντιαίο κινητικό γλυπτό «Metropolis II» (2010) του Κρις Μπέρντεν, ενώ παλαιότερα ήταν έτοιμος να δωρίσει μέρος της συλλογής του εφόσον γίνονταν δεκτές ορισμένες ρήτρες που θα έθετε. Ο Νίκολας Μπεργκρούεν δεν περιορίζει την εμπλοκή του με το σύγχρονο γίγνεσθαι της τέχνης μόνο στο συγκεκριμένο μουσείο. Μεταξύ άλλων έχει υπάρξει μέλος των διεθνών συμβουλίων μουσείων όπως το MoMA στη Νέα Υόρκη, η Tate στο Λονδίνο και το ίδρυμα Beyeler στη Βασιλεία.

Υπό μία έννοια δεν θα μπορούσε να αποφύγει την όποια ενασχόλησή του με την τέχνη. Ο γεννημένος στο Παρίσι Νίκολας είναι γιος του Χάιντς Μπεργκρούεν (1914-2007), ενός γερμανοεβραίου εμπόρου και συλλέκτη τέχνης o οποίος έφυγε εγκαίρως από τη Γερμανία των Ναζί το 1936 για να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή στις ΗΠΑ. Μέρος της συλλογής του με δημιουργίες καλλιτεχνών όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο Πολ Σεζάν, ο Πάουλ Κλέε ή ο Βίνσεντ βαν Γκογκ τροφοδότησε το Μουσείο Μπεργκρούεν στο Βερολίνο, αρχικά υπό τη μορφή δανείου διαρκείας και από το 2000 και επισήμως στη δικαιοδοσία του κράτους, αφότου η γερμανική κυβέρνηση αγόρασε τα έργα (η αξία τους ανερχόταν σε 450 εκατ. δολ.). Ο ένας γιος του, Τζον Μπεργκρούεν, έγινε έμπορος τέχνης, η κόρη Ελεν καλλιτέχνις, ο έτερος υιός, Ολιβιέ, ιστορικός τέχνης και επιμελητής.

Ο Μπεργκρούεν αγόρασε και το Palazzo Diedo στην περιοχή του Καναρέτζιο.

Απόβαση στην Πόλη των Δόγηδων επί 3

Ο Νίκολας έγινε ευρέως γνωστός ως «ο άστεγος δισεκατομμυριούχος», όπως προαναφέραμε. Ωστόσο ο πειρασμός της ιδιόκτητης στέγης είναι μεγάλος, ιδίως όταν θέλεις να μοιραστείς και να αναδείξεις τη σύγχρονη τέχνη σε όλη την εξτραβαγκάντζα της. Οταν λοιπόν ο Μπεργκρούεν αναζήτησε τη σχετική στέγη, θέλησε να αποκτήσει πολύ μεγαλοπρεπή και επιβλητικά «σπίτια» για να στεγάσουν τα έργα τέχνης της συλλογής του. Οχι στη Γερμανία από όπου κατάγεται ή στην Αμερική όπου ζει και εργάζεται, αλλά στην αγαπημένη του πόλη Βενετία, όπου τα σπίτια δεν είναι απλώς σπίτια αλλά ολόκληρα παλάτια, εκεί όπου ανατρέχουν οι δισεκατομμυριούχοι συλλέκτες για να αναδείξουν τη σύνδεσή τους με την τέχνη – όπως έκανε και ο Φρανσουά Πινό με το Παλάτσο Γκράσι και το κτίριο της Πούντα ντέλα Ντογκάνα.

Πλέον, ο Μπεργκρούεν έχει στην κατοχή του την Casa dei Tre Oci (πλην του τελευταίου ορόφου) στo νησί Τζιουντέκα, ένα κτίριο νεογοτθικού τύπου που χτίστηκε το 1913 για να γίνει το σπίτι και εργαστήριο του ιταλού ζωγράφου Μάριο ντε Μαρία (1852-1924). Το αγόρασε το 2021 μέσω του Φιλανθρωπικού Ιδρύματος που διαθέτει προκειμένου να γίνει η βάση του Ινστιτούτου του στην Ευρώπη. Επιπλέον απέκτησε και το Palazzo Diedo στην περιοχή του Καναρέτζιο, ένα κτίριο του 18ου αιώνα με τις οροφογραφίες σπουδαίων βενετσιάνων καλλιτεχνών όπως ο Φραντσέσκο Φοντεμπάσο ή ο Κονσταντίντι Τσεντίνι, το οποίο αφότου είχε αλλάξει χρήσεις αξιοποιούνταν από το ιταλικό υπουργείο Δικαιοσύνης μέχρι το 2012. Από όταν πέρασε στην ιδιοκτησία του Μπεργκρούεν ανακαινίστηκε, για να αποτελεί κομμάτι του hub σύγχρονης τέχνης Berggruen Arts & Culture, το οποίο θα εστιάζει στην παρουσίαση έργων της συλλογής του σε συνεργασία με διεθνή μουσεία του εξωτερικού, από όταν ανοίξει το 2024 προκειμένου να συμπέσει με την εφετινή διεξαγωγή της 60ής Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης της πόλης. Ακόμα πιο πρόσφατα δε, απέκτησε και τον κύριο όροφο του Palazzo Malipiero στο Μεγάλο Κανάλι της Πόλης των Δόγηδων για να στεγάσει τον… εαυτό του, καθώς οι δραστηριότητές του θα τον φέρνουν πολύ συχνά στην πόλη του ιταλικού Βορρά.

Η Casa dei Tre Oci στο νησί Τζιουντέκα.

Ο δε βενετσιάνος αρχιτέκτονας Σίλβιο Φάσι έχει επιφορτιστεί με την ανακαίνιση και των τριών κτιρίων. Το γούστο του Νίκολας Μπεργκρούεν είναι εκλεπτυσμένο και τον φέρνει σε επαφή με τους δημιουργικούς ανθρώπους που θα μπορέσουν να το αναδείξουν σε όλον τον κόσμο. Για παράδειγμα, όταν θέλησε να αναθέσει τον σχεδιασμό της πανεπιστημιούπολης του Ινστιτούτου Μπεργκρούεν στους λόφους της Σάντα Μόνικα στο Λος Αντζελες επέλεξε τους βραβευμένους με Pritzker Ελβετούς Χέρτσογκ και Ντε Μερόν για να το πράξουν. Oσον δε αφορά το ανθρώπινο δυναμικό των Ιδρυμάτων του, ξέρει και εκεί να επιλέγει επαγγελματίες με ισχυρά εχέγγυα. Οπως τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Berggruen Arts & Culture, Μάριο Κοντονιάτο, ο οποίος είναι επίσης διευθυντής του Ιδρύματος Ανίς Καπούρ από το 2016, ένας έμπειρος επιμελητής που έχει υπάρξει υπεύθυνος για αναδρομικές εκθέσεις καλλιτεχνών όπως ο Γιάννης Κουνέλλης (στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης MADRE της Νάπολι), ενώ έχει διοργανώσει εκθέσεις σύγχρονης τέχνης και στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολι (π.χ. Τζεφ Κουνς, Ρίτσαρντ Σέρα ή την πρώτη μουσειακή έκθεση του Ντέμιαν Χιρστ).

Στο Palazzo Diedo θα πραγματοποιείται και πρόγραμμα φιλοξενίας καλλιτεχνών, κοινώς residency. Ο πρώτος καλλιτέχνης που βρίσκεται για αυτόν τον λόγο σε ετούτο το υπέροχο κτίριο δεν είναι άλλος από τον αμερικανό εικαστικό Στέρλινγκ Ρούμπι, γνωστό σε εμάς και από το «παρών» που έδωσε στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και στην γκαλερί Gagosian το 2021. Το πρόγραμμα φιλοξενίας στο οποίο συμμετέχει ξεκίνησε το 2022 και αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2024. Σε αυτό το πλαίσιο, έχει ήδη εγκαταστήσει στην πρόσοψη του Palazzo Diedo το έργο «HEX», μια γλυπτική κατασκευή εμπνευσμένη από τις χωρικές αναζητήσεις του κονστρουκτιβισμού με πρώτες ύλες του παροπλισμένα βιομηχανικά υλικά. Συνιστά την πρώτη φάση της δημιουργικής του εμπλοκής με το κτίριο, η οποία φέρει τον τίτλο «A project in four acts» ή αλλιώς a project to be continued.