Ηταν το σωτήριον έτος 1992, όταν ο Σ.Ι. Νιούχαουζ, ιδιοκτήτης της Condé Nast, αποφάσισε να παραδώσει τα κλειδιά της βασιλείας των κορυφαίων του εκδόσεων στον ανερχόμενο διευθυντή μιας εβδομαδιαίας νεοϋορκέζικης εφημερίδας. «Εχω δύο περιοδικά», του είπε στη συνάντησή τους, «τον “New Yorker” και το “Vanity Fair”, και αναρωτιέμαι αν θα σε ενδιέφερε κάποιο από τα δύο».

Το να σου προσφέρουν στο πιάτο τις ναυαρχίδες του περιοδικού Τύπου είναι κάτι που θυμίζει εμβληματική ατάκα του «Νονού»: μια πρόταση που δεν μπορείς να αρνηθείς. Ο Γκρέιντον Κάρτερ, πρώην συντάκτης του «Time», ιδρυτής του «Spy», ενός μικρού σατιρικού περιοδικού, και επικεφαλής της εβδομαδιαίας εφημερίδας «The New York Observer», κατορθώνοντας την τελευταία στιγμή να μην μπερδέψει τα λόγια του, επέλεξε τον «New Yorker».

Fast forward δύο εβδομάδες αργότερα, την ημέρα της ανακοίνωσης, η διευθύντρια της «Vogue» και φίλη του, Αννα Γουίντουρ, του τηλεφωνεί: «Γκρέιντον, θα πάρεις το άλλο». «Τι εννοείς;». «Το “Vanity Fair”. Κάνε τον έκπληκτο όταν θα σου το πει». Πράγματι, την τελευταία στιγμή, η Τίνα Μπράουν, διευθύντρια του «VF», είχε απαιτήσει να μετακινηθεί εκείνη στον «New Yorker».

Η αντίδραση του Κάρτερ; «Ω, γαμώτο». Στο παρελθόν από τις στήλες του «Spy» λοιδορούσε ασταμάτητα το «Vanity Fair» για το πομπώδες ύφος, την απεραντολογία, τη σοβαροφάνειά του. Αντί να αναλάβει θριαμβευτικά τα ηνία ενός θεσμού, θα βάδιζε σε ένα ναρκοπέδιο, ανεπιθύμητος και υποβλεπόμενος από όλους.

Το πώς το διέσχισε αλώβητος μετατρέποντας τη θητεία του σε σημείο αναφοράς της τελευταίας χρυσής εποχής των μεγάλων αμερικανικών περιοδικών αφηγείται στο «When the Going Was Good. An Editor’s Adventures During the Last Golden Age of Magazines» (εκδ. Penguin), το οποίο κυκλοφόρησε την περασμένη εβδομάδα.

«Αουτσάιντερ των insiders»

Ο 75χρονος σήμερα Γκρέιντον Κάρτερ ακολούθησε έναν ασυνήθιστο δρόμο προς τη δημοσιογραφία. Καναδός, φοιτητής δύο πανεπιστημίων της Οτάβα από τα οποία δεν πήρε ποτέ πτυχίο, εργάτης σιδηροδρόμων, νεκροθάφτης για μια μέρα, έχει ένα βιογραφικό που προσιδιάζει περισσότερο σε πλανόδιο έμπορο παρά σε άνθρωπο του Τύπου.

Αυτό, όπως γράφει, εμπόδισε την ανέλιξή του στο «Time» τη δεκαετία του ’80: «Δεν προερχόμουν από πανεπιστήμιο της Ivy League, διαπιστευτήρια τα οποία στο περιοδικό εκτιμώνταν υπέρ το δέον». Ανήκε στην ίδια «σειρά» με τον Γουόλτερ Αϊζακσον, απόφοιτο του Χάρβαρντ, και τη Μιτσίκο Κακουτάνι, απόφοιτο του Γέιλ: ο πρώτος έφτασε ως την κορυφή, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του «Time» το 1996, προτού εξελιχθεί σε βιογράφο παγκόσμιας εμβέλειας που επέλεξαν οι Στιβ Τζομπς και Ιλον Μασκ· η δεύτερη αναδείχθηκε σε κορυφαία κριτικό λογοτεχνίας στους «New York Times», κερδίζοντας το βραβείο Πούλιτζερ το 1998. Οπωσδήποτε, ο Κάρτερ ήταν λιγότερο συμβατική περίπτωση από τους συναδέλφους του – ένας «αουτσάιντερ των insiders», όπως τον περιέγραφε ο αρθρογράφος Κρις Βόγκναρ στους «Los Angeles Times» της 23ης Μαρτίου.

«Ηθελε να είναι σαν τον Γουόλτερ Μπερνς, τον γοητευτικό εκδότη που υποδυόταν ο Κάρι Γκραντ στο “His Girl Friday”», σημείωνε η Μορίν Ντάουντ στις 14 Μαρτίου στους «New York Times». Οχι μόνο ως δημοσιογράφος αλλά και ως υπόδειγμα ανδρικού στυλ.

Οταν ένας συνάδελφός του στο «Time» τούς ανακοίνωσε ότι είχε αγοράσει πέντε κοστούμια των 100 δολαρίων για να φοράει ένα διαφορετικό κάθε ημέρα, ο Κάρτερ σχολίασε σε έναν κοινό γνωστό τους: «Αυτός αγοράζει πέντε κοστούμια των 100 δολαρίων και θα φαίνεται χάλια και τις πέντε ημέρες· εγώ αγοράζω ένα κοστούμι των 500 δολαρίων και θα φαίνομαι ωραίος τουλάχιστον τη μία». Μόνο ένας τέτοιος αντισυμβατικός χαρακτήρας θα μπορούσε να επιβιώσει στο τοξικό, αρχικά, περιβάλλον του «Vanity Fair».

«Ηδη λάμβανα τα μηνύματα ότι οι συντάκτες ήταν έτοιμοι να επαναστατήσουν. Το ίδιο και οι διαφημιστές. […] Σχεδόν αμέσως άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι επρόκειτο να απολυθώ.

Και δεν είχα βγάλει ακόμη ούτε καν το πρώτο τεύχος». Αντιμετώπισε τις τρομακτικές πιέσεις με εργασιοθεραπεία (πήγαινε στο γραφείο στις 5.30 το πρωί), αποφασιστικότητα (απέλυσε τρία μείζονα στελέχη που κληρονόμησε από την προηγούμενη ηγεσία) και άγνοια κινδύνου: ο πολύς Νόρμαν Μέιλερ μόλις είχε παραδώσει ένα αδιάφορο άρθρο για το συνέδριο των Δημοκρατικών αντί 50.000 δολαρίων· ο Κάρτερ του ανακοίνωσε ότι θα λάμβανε την αμοιβή του στο ακέραιο, αλλά το κείμενο δεν θα δημοσιευόταν· ο Μέιλερ έφυγε έξαλλος, βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Με το περιοδικό να χρειάζεται 120 έως 150 σελίδες ύλης, άρθρα των οποίων οι προθεσμίες μετριούνταν σε μήνες, τιμές της τάξεως των 100.000 δολαρίων για τις καταχωρίσεις, η κίνηση ήταν παράτολμη.

Υπήρξε όμως και η αφετηρία της επιβολής της δικής του αντίληψης για το έντυπο. Σταδιακά, σε φωτογράφους ολκής, όπως η Ανι Λίμποβιτς και ο Μάριο Τεστίνο, θα προστίθεντο συγγραφείς του επιπέδου των Κρίστοφερ Χίτσενς και Μάικλ Λιούις. Γεγονότα όπως η δίκη του Ο. Τζ. Σίμπσον το 1995 θα έφεραν τη σφραγίδα του ρεπορτάζ του «Vanity Fair». Προσεκτικά υπολογισμένα ρίσκα, όπως οι ημίγυμνες φωτογραφίες της Μάιλι Σάιρους το 2015, θα συντηρούσαν τη δημοσιότητα.

Εκδηλώσεις όπως το ετήσιο πάρτι του περιοδικού τη βραδιά των Οσκαρ θα αναγάγονταν σε θεσμούς. Θα βοηθούσε, ασφαλώς, το ότι με τις ευλογίες του Σ.Ι. Νιούχαουζ δεν υπήρχε προϋπολογισμός – για την ακρίβεια, δεν υπήρχε όριο στον προϋπολογισμό. «Ενα άρθρο για την παρ’ ολίγον κατάρρευση των Lloyd’s», σχολιάζει στα απομνημονεύματά του ο Κάρτερ, «ίσως και να ήταν το ακριβότερο στην ιστορία του περιοδικού Τύπου, αν αντιστοιχίσει κάποιος το κόστος του με τις λέξεις. Και να σκεφτεί κανείς πως ούτε καν το δημοσιεύσαμε».

Οι αλυσοδεμένες φωτό της Σούρι και το κομμένο πουλόβερ του Ντόναλντ

Σε μια τέτοια διαδρομή 25 ετών το παρασκήνιο ξεπερνά το προσκήνιο. Ο Γκρέιντον Κάρτερ περιγράφει πώς τον Μάρτιο του 1994 στο οσκαρικό πάρτι η Κόρτνεϊ Λαβ, τραγουδίστρια των Hole και τότε σύζυγος (και μετέπειτα χήρα) του ηγέτη των Nirvana Κερτ Κομπέιν (1967-1994), επέμενε να επιτραπεί η είσοδος και στον μάνατζέρ της. «Γιατί;» τη ρώτησε. «Γιατί έχει τα λεφτά μου, τα κλειδιά του αυτοκινήτου και τα ναρκωτικά μου» του απάντησε εκείνη.

Την παρέπεμψε στην αρμόδια οργανώτρια, εκείνη της είπε «όχι» και το αποτέλεσμα ήταν η διαβόητη δήλωση της Λαβ σε ένα πλήθος δημοσιογράφων που κάλυπταν την εκδήλωση: «Ενα θέλω να σας πω, η Σάρα Μαρκς είναι μ…». Ο Κάρτερ μπορεί να γλίτωσε από τη Λαβ, δεν απέφυγε όμως σε άλλη περίσταση τον Ράσελ Κρόου. «Εχω θέμα μαζί σου» του γρύλισε με τη χαρακτηριστική φωνή του ο Αυστραλός.

«Γιατί δεν με έχεις κάνει ποτέ εξώφυλλο;». Μερικά ποτά ήταν αρκετά για να διευθετηθεί το πρόβλημα τότε, αλλά η φωτογράφιση που προέκυψε δύο χρόνια αργότερα, απορρίφθηκε. Μέτρο των ικανοτήτων του διευθυντή του «Vanity Fair» είναι ότι αποκλιμάκωσε και αυτή την κατάσταση – αν και αποφεύγει να αποκαλύψει πώς.

Αντίθετα, εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο το 2006 έφτασαν στο τυπογραφείο οι εικόνες της Σούρι, της κόρης των Τομ Κρουζ και Κέιτι Χολμς, φωτογραφημένης από την Ανι Λίμποβιτς, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν θα διέρρεαν στα ταμπλόιντ που είχαν αναπτύξει ένα ολόκληρο σύμπαν θεωριών συνωμοσίας γύρω από την εγκυμοσύνη και την κατάληξή της: σε βαλιτσάκι δεμένο με αλυσίδα στο χέρι ενός υπάλληλου εταιρείας σεκιούριτι.

Φυσικά, από τον αστερισμό των αναμνήσεων δεν μπορεί να λείπει ο Ντόναλντ Τραμπ, με τον οποίο τους συνδέει βαθιά αμοιβαία αντιπάθεια. Οταν τον γνώρισε ο Γκρέιντον Κάρτερ στη δεκαετία του ’80, ήταν ήδη καταξιωμένος νάρκισσος. Το 1993 το περιοδικό θα δημοσίευε ένα άρθρο για μία από τις πάμπολλες «επιστροφές» του. Στη διάρκεια της φωτογράφισης χρειάστηκε να αλλάξει πουλόβερ: «Ο Τραμπ αρνήθηκε να το βγάλει για να μη χαλάσει την περίτεχνη κόμη του».

Τελικά, το έκοψαν με ψαλίδι. Τη σημερινή του έκδοση ο Κάρτερ δεν την αναγνωρίζει, δεν θα του έκανε εντύπωση, έλεγε στις 23 Μαρτίου στο «Sunday Times Magazine», αν σε 15 χρόνια μάθουμε ότι έχει υποστεί πλύση εγκεφάλου όπως ο πρωταγωνιστής της ταινίας «Ο άνθρωπος της Μαντζουρίας». Δίνει ωστόσο και μια άλλη πιθανή εκδοχή για το τρέχον «μοντέλο»: «Ο Τραμπ που ήξερα εγώ ήταν κάποιος που ήθελε να τον συμπαθούν· και επειδή αυτό ήταν αδύνατον, να πώς κατέληξε».

Βέβαια, ας μην ξεχνάμε πως τα απομνημονεύματα γράφονται κατεξοχήν για να υπηρετήσουν τη δικαίωση του συγγραφέα τους. Δεν είναι παράξενο, επομένως, που μία από τις πρώτες αντιδράσεις στο βιβλίο προήλθε από την Τίνα Μπράουν, την προκάτοχο του Κάρτερ στο «Vanity Fair».

Οπως δήλωνε η ίδια στους «New York Times», «ο Σ.Ι. Νιούχαουζ μού πρότεινε για πρώτη φορά τη διεύθυνση του “New Yorker” το 1988 και, αντί να την αρπάξω από τα νύχια του Γκρέιντον, παρέμεινα διστακτική ως το 1992, όταν εκείνος μου την πρόσφερε και πάλι, ευθέως και οριστικά. […] Ουδέποτε σε αυτό το χρονικό διάστημα έφτασε στ’ αφτιά μου το όνομα του Γκρέιντον ως εναλλακτικής υποψηφιότητας». Εννοείται ότι στα δικά της απομνημονεύματα («The Vanity Fair Diaries: 1983-1992», εκδ. Weidenfeld & Nicolson, 2017) η ηρωίδα είναι η Μπράουν.

Πιο διασκεδαστικό όμως είναι το επεισόδιο που περιέγραφε στον «Spectator» o Τόμπι Γιανγκ αναφορικά με το υποτιθέμενο εργασιακό ήθος του Κάρτερ: «Οταν ξεκίνησα να εργάζομαι το 1995 στο “Vanity Fair”, πήγα ένα πρωί στο γραφείο και ανακάλυψα ότι οι περισσότεροι από τους βετεράνους συντάκτες είχαν εξαφανιστεί. Τα γραφεία τους ήταν άδεια και τα τηλεφωνά τους χτυπούσαν μάταια. […] Ηταν η μέρα που ο Γκρέιντον Κάρτερ έγραφε το εκδοτικό σημείωμα, το οποίο υπέγραφε ο ίδιος αλλά σχεδόν πάντα ζητούσε από κάποιον άλλον να του το γράψει την τελευταία στιγμή. Και κανείς δεν ήθελε να είναι το κορόιδο που θα αναλάμβανε αυτή την αποστολή».

Περασμένα μεγαλεία

Ακόμη κι αν δεχθούμε, πάντως, ότι δεν πρέπει να λάβουμε τοις μετρητοίς κάποια από τα συμβάντα που ο Γκρέιντον Κάρτερ περιγράφει στις 432 σελίδες των απομνημονευμάτων του, το σίγουρο είναι ότι ο υπότιτλός του αναμφίβολα ισχύει – πράγματι υπογράφει μια ανταπόκριση από την τελευταία χρυσή εποχή των αμερικανικών περιοδικών.

Οχι γιατί ο ίδιος έμενε στα επαγγελματικά του ταξίδια στο Ritz ή το Beverly Hills Hotel και ταξίδευε στο Λονδίνο με το Concorde, ούτε επειδή οι συντάκτες του «Vanity Fair» δικαιούνταν catering για μεγάλα δείπνα στο σπίτι τους, το οποίο σπίτι είχαν την ευκαιρία να αγοράσουν με άτοκο δάνειο της εταιρείας, που πλήρωνε έως και τα έξοδα μετακόμισης. Αυτό που αναδύεται μέσα από τις γραμμές τού «When the Going Was Good», περισσότερο και από την ισχύ του lifestyle, είναι η ισχύς της τέταρτης εξουσίας.

Η απήχηση, η δυνατότητα να εκφράζουν τα γεγονότα, η δυναμική, η παρεμβατικότητα, τις οποίες είχαν έντυπα όπως ο «New Yorker», το «Time», το «Newsweek», το «Rolling Stone», τo «GQ», αλλά και τα ευρωπαϊκά ομόλογά τους, από το «Paris Match» έως το «Spiegel». Σήμερα οι αριθμοί είναι απογοητευτικοί: από τα 4.000.000 αντίτυπα ετησίως της δεκαετίας του 1970, το «Time» υποχώρησε εφέτος στο 1 εκατομμύριο (των online συνδρομών συμπεριλαμβανομένων)· το «Paris Match» από το 1 εκατομμύριο ανά τεύχος στις 570.000.

Η έλευση της ψηφιακής εποχής μπορεί να δημιούργησε έναν δικτυακό κατακλυσμό εκδόσεων, η μεταβολή του προτύπου, όμως, στέρησε τον χώρο από θεσμούς. Ολα τα παραπάνω έντυπα συνεχίζουν την πορεία τους, αλλά με περιορισμένη αναγνωρισιμότητα: στον ιντερνετικό ωκεανό ξεχωρίζει το story, όχι το μέσο που τo προβάλλει. O Γκρέιντον Κάρτερ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα και γι’ αυτό. Εγκαταλείποντας το 2017, στα 68 του έτη, το «Vanity Fair», δεν έμεινε άπραγος. Ακολουθώντας κι αυτός το ρεύμα της εποχής, δημιούργησε το 2019 ένα δικό του ψηφιακό περιοδικό, το «Air Mail». Αν η αντίδρασή σας είναι «ποιο;», δεν θα έχετε άδικο.