Οποιος κάνει σερφ ξέρει τι εννοώ. Είναι τόσο ξεκάθαρο, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κλισέ: βιώνεις το απόλυτο παρόν, νιώθεις ανεπανάληπτη σύνδεση με τη φύση και η ισορροπία ανάμεσα στη δράση και την αδράνεια είναι μοναδική. Είναι τόσο άθλημα δράσης όσο και διαλογισμού. Για αυτό και το φάσμα φανατικών «σερφάδων» είναι ευρύ, από τυχοδιωκτικές φυσιογνωμίες που λατρεύουν την αδρεναλίνη μέχρι πνευματικούς new age χίπηδες και ξαναγεννημένους xριστιανούς.

Στην Ελλάδα, ωστόσο, προτιμούν να το περιγράφουν με μια άλλη εικόνα: «δαμάζοντας τα κύματα». Στην πραγματικότητα, όμως, δεν δαμάζεις τίποτα. Για λίγα μόνο δευτερόλεπτα συντονίζεσαι τέλεια με τον ρυθμό του ωκεανού ή της θάλασσας. Σου επιτρέπεται, αν θέλεις, ένας σύντομος χορός – και μετά επιστρέφεις στην αναμονή. Γιατί το σερφ, στην ουσία του, είναι άθλημα αναμονής. Περιμένεις το επόμενο swell, περιμένεις να γυρίσει ο άνεμος, περιμένεις το επόμενο ταξίδι, περιμένεις το κύμα σου.

Οταν κάτι δεν σου προσφέρεται σε αφθονία, γίνεται ακόμη πιο πολύτιμο. Αρπάζεις κάθε ευκαιρία που σου δίνεται – και είσαι ευγνώμων. Εμένα το σερφ μού έμαθε υπομονή, τη φροντίδα του σώματος, την αξία να συλλέγεις γνώση και απόλαυση από κάθε επαφή με το άθλημα, ακόμη και όταν ο ωκεανός δεν σου χαρίζει αυτό που επιθυμείς. Βέβαια, αυτή η αίσθηση της σπανιότητας στο σερφ έχει να κάνει και με το ότι μεγάλωσα και περνάω πολύ χρόνο στην Ελλάδα, όπου τα κύματα είναι στην καλύτερη περίπτωση ακατάλληλα για τέτοια χρήση. Για αυτό και παρόλο που ασχολούμαι από μικρή με αθλήματα όπως το snowboard, το σκι και το skate, σερφ ξεκίνησα στα δεκαεννέα, σε ένα surf camp στο Sagres της Πορτογαλίας, που είχε ανοίξει η δασκάλα σερφ της καρδιάς μας, Μαρία Ζαχαροπούλου. Στα είκοσι χρόνια που ακολούθησαν, το σερφ έγινε ο βασικός λόγος που ταξιδεύω πέρα από την εργασία μου στον χώρο της τέχνης. Ηταν και ο λόγος που μετακόμισα στο Λος Αντζελες το 2014.

Και πάλι οι συγκυρίες της θάλασσας ήταν που με οδήγησαν στο Μαλιμπού, όπου συγκατοίκησα με δύο αδελφές από την Αυστραλία και μία φίλη από το Λος Αντζελες. Τέσσερα κορίτσια της θάλασσας, σε ένα σπίτι που είχε γίνει σημείο συνάντησης για κάθε φίλο του σερφ. Το σπίτι έγινε γνωστό μεταξύ φίλων ως «Mermaid Ranch». Σε όσα ζήσαμε μέσα σε αυτά τα έξι χρόνια, έφτασα να νιώθω ότι έχω μια δεύτερη οικογένεια στην Αυστραλία. Μεγάλωνε η επιθυμία μου να τις επισκεφθώ στη χώρα τους – κι ανάμεσα στα πράγματα που ήθελα να ζήσω ήταν το να βρεθώ μέσα σε ένα barrel – το τούνελ που σχηματίζουν ορισμένα κύματα όταν σπάνε – προτού κλείσω τα σαράντα. Ρίσκο για πόνο, αλλά και υπόσχεση για μία από τις ανώτερες εμπειρίες στο σερφ. Και το ιδανικό μέρος για αυτό ήταν το Gold Coast.

Λίγες εβδομάδες λοιπόν πριν εγκαινιάσω τη μεγαλύτερη επαγγελματική έκθεση της ζωής μου – τον Ζαν-Μισέλ Μπασκιά στο The Intermission –, αποφάσισα ότι ήταν η ιδανική στιγμή να εκπληρωθεί αυτό το όνειρο. Και έφυγα στην αναζήτηση του ιδανικού κύματος.

Ηταν η πρώτη μου φορά στο βορειοανατολικό κομμάτι της Αυστραλίας. Η φύση είναι υπέροχη, ο ουρανός ατελείωτος, το κλίμα τροπικότερο από ό,τι γνώριζα και τα κοάλα μικρότερα από ό,τι περίμενα. Τα κύματα, όμως, ήταν ακριβώς όπως τα περίμενα – και ακόμη καλύτερα· είναι ο απόλυτος προορισμός για σερφ. Εχουν δύναμη και «τοίχο», αλλά ξεδιπλώνονται αργά, σχεδόν νωχελικά, και ατελείωτα.

Το διαμέρισμα της φίλης που με φιλοξενούσε έβλεπε την παραλία Duranbah, γνωστή στους surfers ως Dbah. Παραδίπλα συναντάς διαδοχικά τα πιο εμβληματικά συνεχόμενα breaks του πλανήτη: το Snapper Rocks, το Rainbow Bay και το Greenmount. Στις καλές μέρες, ξεκινάς να σερφάρεις στο Snapper – ένα στενό, δυνατό και ταχύτατο point break – και μπορείς να συνεχίσεις για εκατοντάδες μέτρα, διασχίζοντας το πιο ήρεμο Rainbow Bay και φτάνοντας μέχρι το Greenmount, αν αντέξεις. Από άποψη κύματος, προσωπικά προτιμώ το πιο δυνατό και εκρηκτικό Dbah, αλλά αυτό είναι απόδειξη της μαγείας του τόπου, που προσφέρει κύματα για κάθε γούστο.

Εκεί, ανάμεσα σε Dbah και Snapper, βρίσκεται και το όριο που χωρίζει το Κουίνσλαντ από τη Νέα Νότια Ουαλία. Ενα όριο με μια σημαντική πρακτική διαφορά όσον αφορά το σερφ: στο Κουίνσλαντ επιβάλλονται τα δίχτυα κατά των καρχαριών, ενώ στη Νέα Νότια Ουαλία οι νόμοι προστασίας των καρχαριών τα απαγορεύουν.

Στη συνέχεια μετακομίσαμε στο πανέμορφο Byron Bay. Πέτυχα καλές μέρες μόνο στο The Pass και στο Belongil. Το Pass είναι το πιο γνωστό κύμα της περιοχής, ένα μακρύ δεξί point break. Το Belongil είναι πιο άγριο: ένα ανοιχτό beach break, λιγότερο σταθερό, πιο εκτεθειμένο στον άνεμο και στα swell, αλλά με λιγότερο κόσμο.

Αξέχαστη εμπειρία το Lennox Rocks, όπου δυσκολευτήκαμε τόσο να επιστρέψουμε στη στεριά που σκέφτηκα σοβαρά να μείνω για πάντα στη θάλασσα. (Υπάρχει ολόκληρος λογαριασμός στο Instagram αφιερωμένος σε όσους παρασύρουν τα κύματα στα βράχια του Lennox.)

Αφθονο γέλιο προκάλεσαν στους Αυστραλούς οι αλλεπάλληλες συμβουλές από φίλους και συγγενείς στην Ελλάδα να προσέχω τους καρχαρίες. Στην ελληνική συνείδηση η Αυστραλία μοιάζει σχεδόν ταυτισμένη με τις επιθέσεις λευκών καρχαριών. Στην πραγματικότητα, όποιος σερφάρει ξέρει ότι οι καρχαρίες είναι μέρος του τοπίου. Εκεί που υπάρχουν καλά κύματα, υπάρχουν και καρχαρίες. Πάντα. Αν αυτό σε τρομάζει, ίσως το σερφ να μην είναι για σένα. Στην πνευματική κληρονομιά του σερφ στη Χαβάη, ο καρχαρίας είναι ταυτόχρονα προστάτης, φίλος και, κάποιες φορές, τιμωρός – μια υπενθύμιση να στεκόμαστε ταπεινοί μπροστά στη φύση.

Ενας μήνας πέρασε, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, πολύ γρήγορα. Το τελευταίο μου βράδυ στο Byron Bay επισκεφθήκαμε το πολύ δημοφιλές ελληνικό εστιατόριο Kouzίna, που θύμιζε ταβερνάκι στα βουνά της Ικαρίας, πατρίδα της ιδιοκτήτριας Phoebe Hara Tunis. Εκεί γνώρισα τρία νέα παιδιά: τη Μαρία Δαλάγκα, τον Μάρκο Παναγή και τη Ναταλία Κουτσοποδιώτη – τρεις Ελληνες που μεμονωμένα αποφάσισαν να μετακομίσουν στο Byron Bay για να κυνηγήσουν το όνειρό τους στο σερφ. Και αν ήμουν ξανά στην ηλικία τους, θα έκανα ακριβώς το ίδιο. Αλλωστε, το όριο των σαράντα για να μπω σε barrel χάθηκε κάπου ανάμεσα στα κύματα.