Αν και πλέον είναι συνήθης πρακτική των περισσότερων μεγάλων brands, ο Gucci έχει μια παράδοση στο να ποντάρει σε νεότερους, λιγότερο γνωστούς σχεδιαστές για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή, οι οποίοι όμως έχουν δώσει τα διαπιστευτήριά τους από διάφορα άλλα πόστα μέσα στον οίκο. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Τεξανός(!), superstar πλέον, Τομ Φορντ, υπό τη διεύθυνση του οποίου από το 1994 έως το 2004 ο Gucci, από εκεί που ήταν έτοιμος να κηρύξει πτώχευση, έφτασε το 1999 να κοστολογείται πάνω από 4 δισεκατομμύρια δολάρια. Επί των ημερών του, το ιταλικό brand εκμοντερνίστηκε, έφτασε να απευθύνεται σε ένα παγκόσμιο κοινό και απέκτησε το status που έχει σήμερα.

Τα ίδια περίπου ισχύουν και για τον, μέχρι τον περασμένο Νοέμβριο, καλλιτεχνικό διευθυντή του ιταλικού brand Αλεσάντρο Μικέλε, ο οποίος ξεκίνησε τη θητεία του στον Gucci το 2002 ως νεαρός σχεδιαστής, επιλογή του ίδιου του Τομ Φορντ. Ανέλαβε τα διευθυντικά του καθήκοντά το 2015, για να αφήσει και εκείνος το στίγμα του και να γιγαντώσει ακόμη περισσότερο την απήχηση του brand. Την ημέρα που έφυγε από τον Gucci, έπειτα από είκοσι ολόκληρα χρόνια, η αξία της εταιρείας υπολογιζόταν στα 9,7 δισ. ευρώ.

Για τους fashionistas, όμως, το σημαντικό δεν ήταν αυτό, αλλά το ότι έδωσε μια άλλη ταυτότητα στο κλασικό στυλ του οίκου, προωθώντας έννοιες όπως το gender fluidity, τη συμπεριληπτικότητα και την αποδοχή που συγκινούν πολύ κυρίως τους εκπροσώπους της Generation Z. Συνεργασίες του με brands που συνήθως δεν ταυτίζονται με το high-end fashion έμειναν στην ιστορία, όπως είναι αυτές με τις Adidas, The North Face, αλλά και με την Disney και τη φινλανδική εταιρεία health technology Ōura  – σχεδίασαν μαζί ένα smart δαχτυλίδι με το λογότυπο Gucci που παρακολουθεί τον ύπνο, τους καρδιακούς παλμούς, τη θερμοκρασία κ.ά. Οταν όμως του ζητήθηκε να αλλάξει σχεδιαστικό στυλ και να γίνει λίγο πιο mainstream, αρνήθηκε και αποχώρησε. Ετσι, ξεκίνησε ένα νέο κεφάλαιο για τον οίκο, με τον Σάμπατο ντε Σάρνο στο τιμόνι αυτή τη φορά – οι ανδρικές και γυναικείες μεταβατικές κολεξιόν που παρουσιάστηκαν πρόσφατα έφεραν την υπογραφή της πολυμελούς σχεδιαστικής ομάδας του brand.

Η οσκαρική ηθοποιός Αν Χάθαγουεϊ σε preview της συλλογής Valentino Φθινόπωρο/Χειμώνας 2022-23 στην Εβδομάδα Haute Couture στη Ρώμη με «Valentino Pink».
© EPA/ETTORE FERRARI

Ο εμπνευστής του «Valentino Pink»

Μπορεί ο γεννημένος στη Νάπολι, με σημερινή κατοικία τη Ρώμη, Σάμπατο ντε Σάρνο, να μην ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία μέσα στον οίκο Gucci, όπως οι προαναφερθέντες προκάτοχοί του, ωστόσο, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 13 ετών, έχει βρεθεί σε επιτελικές θέσεις του οίκου Valentino. Εκεί, υπό την ηγεσία του Πιερ Πάολο Πιτσιόλι, έφτασε να γίνει fashion director, ενώ σε εκείνον αποδίδεται η πιο πρόσφατη, μεγάλη επιτυχία του brand, η καθιέρωση μιας συγκεκριμένης απόχρωσης του ροζ για την κολεξιόν Φθινόπωρο/Χειμώνας 2022-23. Ενα χρώμα που επικράτησε παντού και μάλιστα έφτασε να αποκαλείται «Valentino Ρink», κατά το κλασικό «Valentino Red» του ίδιου του Βαλεντίνο Γκαραβάνι.

Ο 39χρονος σχεδιαστής μετρά προϋπηρεσία και σε άλλους εμβληματικούς οίκους της πατρίδας του, όπως είναι οι Prada και Dolce & Gabbana, και αυτό είναι ένα ακόμη στοιχείο για τον Gucci που έχει ταυτιστεί τόσο πολύ με την ιταλική κομψότητα και πολυτέλεια. Το δήλωσε και ο ίδιος, όταν ανακοινώθηκε η συνεργασία τους, ότι είναι οι κοινές αξίες που τους ενώνουν: «Νιώθω μεγάλη τιμή που αναλαμβάνω τον ρόλο του καλλιτεχνικού διευθυντή στον Gucci. Είμαι υπερήφανος που γίνομαι κομμάτι ενός οίκου με τόσο αξιοσημείωτη ιστορία και κληρονομιά, ο οποίος διαχρονικά αποδεχόταν και τιμούσε αξίες στις οποίες πιστεύω. Με συγκίνηση και ενθουσιασμό προτίθεμαι να συμβάλω με το δικό μου καλλιτεχνικό όραμα για το brand».

Η στροφή στο «Valentino Pink» τη χρονιά που πέρασε οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δουλειά του Ντε Σάρνο στον ιταλικό οίκο.
© REUTERS/Piroschka van de Wouw

Η επόμενη ημέρα

Πέρα όμως από τη χαρά και τη συγκίνηση που ίσως να νιώθει ο Σάμπατο ντε Σάρνο για την ανάληψη των νέων του καθηκόντων, σίγουρα θα αισθάνεται ότι έχει πέσει ένα πολύ μεγάλο φορτίο στις πλάτες του. Κατ’ αρχάς, έρχεται να αντικαταστήσει έναν designer απολύτως επιτυχημένο από κάθε άποψη – οικονομική και καλλιτεχνική -, ο οποίος έφυγε στο απόγειο αυτής του της επιτυχίας. Επίσης, αυτά που απαιτούνται από εκείνον είναι αρκετά και δύσκολα.

Ο κολοσσός ειδών πολυτελείας Kering (πρώην PPR), στον οποίο ανήκει ο ιταλικός οίκος, ύστερα από μια μεγάλη κρίση στον οίκο Balenciaga από τη μια, εξαιτίας μιας διαφημιστικής καμπάνιας που κατηγορήθηκε ότι προωθούσε την παιδική πορνογραφία, αλλά και την αναγέννηση που γνωρίζει ο Saint Laurent από την άλλη, αποφάσισε να εστιάσει αυτή τη φορά στην περαιτέρω ανάπτυξη του Gucci – φέρνει πάνω από το 50% των εσόδων για τον όμιλο, αλλά ο Saint Laurent τον ξεπέρασε σε ρυθμό ανάπτυξης. Στόχος, λοιπόν, της Kering, και του ίδιου του ιδιοκτήτη της Φρανσουά-Ανρί Πινό (συζύγου της Σάλμα Χάγιεκ), είναι να φτάσει μεσοπρόθεσμα τις ετήσιες πωλήσεις του Gucci στα 15 δισ. ευρώ, αλλά και να διαφοροποιήσει το postgender geek-chic προφίλ που του προσέδωσε ο Μικέλε. Αυτή τη στιγμή επιθυμία των ιδιοκτητών είναι να εστιάσουν στην πολυτέλεια, στην κλασική φινέτσα και στη διαχρονικότητα.

Ο Σάμπατο ντε Σάρνο θεωρείται ιδανικός για αυτό, αφού όσο εργαζόταν στον Valentino βοήθησε στο να οδηγηθεί το brand προς μια πιο κομψή κατεύθυνση, η οποία όμως είχε και εμπορική επιτυχία. Ο CEO του Gucci, Μάρκο Μπιτσάρι, δήλωσε ότι πιστεύει στον νέο creative director, γιατί διαθέτει τεράστια και σχετική πείρα, καθώς και ένα συγκεκριμένο όραμα, όλα στοιχεία που θα βοηθήσουν να γραφτεί το νέο κεφάλαιο του οίκου. Φυσικά, όλα αυτά πρέπει να αποδειχθούν στην πράξη, οπότε με μεγάλο ενδιαφέρον αναμένεται η πρώτη κολεξιόν του σχεδιαστή με την ετικέτα Gucci, η οποία θα πραγματοποιηθεί τον προσεχή Σεπτέμβριο, στην Εβδομάδα Μόδας του Μιλάνου.