Το Μουσείο Paleis Het Loo, ένα μεγαλοπρεπές παλάτι της εποχής του μπαρόκ που άλλαξε χρήση πριν από 37 χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στις 22 Απριλίου για να δείξει το νέο πρόσωπό του, πλήρως αποκατεστημένο και με 5.000 τ.μ. επιπλέον εκθεσιακών χώρων. Με δεδομένο το παγκόσμιο ενδιαφέρον για την πρόσφατη στέψη του Καρόλου Γ’ και της συζύγου του Καμίλα στο αβαείο του Γουεστμίνστερ, μάλλον ήταν μια καλά προγραμματισμένη κίνηση. Και αυτό γιατί το μουσείο, που ήταν παλάτι – από εκεί πέρασε μάλιστα και ο Ναπολέων Βοναπάρτης όταν έχρισε βασιλιά της Ολλανδίας τον αδελφό του Λουδοβίκο-Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ο οποίος έγινε κάτοικος του Paleis Het Loo τους καλοκαιρινούς μήνες από το 1806 έως το 1810 -, εστιάζει στη «μοναρχία». Μια λέξη που χρησιμοποιείται σε εισαγωγικά, δεδομένης της διακοσμητικότητας της βασιλείας σε ηπείρους όπως η Ευρώπη, κάτι που δεν αναιρεί την απόπειρα «διερεύνησης της έννοιάς της όσο υπάρχουν ενεργές βασιλικές οικογένειες». Οι αίθουσες της καινούργιας πτέρυγας είναι αθέατες, καθώς απλώνονται υπογείως, και αναφέρονται σε παραμέτρους όπως η εξέλιξη στην προσέγγιση της εκπαίδευσης των μοναρχών ή στην έννοια της ιδιωτικότητας.

Με έμφαση βέβαια στο τοπικό στοιχείο, την ολλανδική βασιλική οικογένεια και την ιστορία της – άλλωστε το κτίριο χτίστηκε στα τέλη του 17ου αιώνα στο Απελντορν της ολλανδικής επαρχίας Χέντερλαντ, μια πόλη που αναπτύχθηκε οικιστικά μόλις τον περασμένο αιώνα, για να χρησιμοποιηθεί ως το θερινό ανάκτορο του Γουλιέλμου της Οράγγης και της συζύγου του Μαρίας Β’, του ζεύγους που το 1689 έγιναν βασιλείς της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ιρλανδίας και χρησιμοποιούσαν το Het Loo όταν ήθελαν να επιδοθούν στην ευγενή ασχολία του κυνηγιού. Το μεγαλοπρεπές, συμμετρικό κτίσμα που είχε συλληφθεί ως μια «αρχιτεκτονική απάντηση στις Βερσαλλίες», σύμφωνα με την εφημερίδα «The Guardian», χρησιμοποιήθηκε από μέλη της βασιλικής οικογένειας μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, με τελευταία κάτοικό του την πριγκίπισσα Μαργαρίτα της Ολλανδίας και την οικογένειά της. Εκθεσιακά, το μουσείο επικεντρώνεται περισσότερο στον Γουλιέλμο και στη Μαρία και στην αναπαράσταση των διαμερισμάτων τους, καθώς εκείνος αγόρασε το υποστατικό το 1684 και λίγο μετά έχτισε το παλάτι, ενώ εκείνη δεν το έζησε όσο ενδεχομένως επιθυμούσε επειδή έπρεπε να παραμείνει σε ένα από τα βασίλειά τους, την Αγγλία, όπου και πέθανε στη νεότατη ηλικία των 32 ετών, αλλά και στη Βιλελμίνη, βασίλισσα της Ολλανδίας την περίοδο 1890-1948. Στη μόνιμη έκθεση παρουσιάζονται πορτρέτα της ολλανδικής βασιλικής οικογένειας που καλύπτουν διαφορετικά στυλ και εποχές, συμπεριλαμβανομένων αξιόλογων έργων από καλλιτέχνες όπως ο Μοντριάν ή ο Αντι Γουόρχολ (o «Πάπας» της ποπ αρτ συνεισέφερε μια κολακευτική προσωπογραφία της βασίλισσας Βεατρίκης της Ολλανδίας), αλλά και πολλά έπιπλα και αντικείμενα του οίκου της Οράγγης-Νάσαου.

«Τα εγκαίνια του μουσείου δίνουν κάτι εντελώς καινούργιο στον κόσμο. Το Paleis Het Loo προσδίδει ένα νέο νόημα στην έννοια της μοναρχίας. Ως ένας ανεξάρτητος, εθνικός θεσμός που είμαστε, διερευνούμε όλα τα πρόσωπα και τις συνδηλώσεις της λέξης «royalty» για όλες τις κοινωνίες και τους ανθρώπους κάθε καταγωγής. Η υπόγεια επέκταση συνδυάζει το σύγχρονο ντιζάιν και την ιστορία με τον απαραίτητο σεβασμό στο παλάτι του 17oυ αιώνα. Η μοναρχία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της χώρας. Αφήνουμε τους επισκέπτες να βγάζουν τα συμπεράσματά τους» δήλωνε ο γενικός διευθυντής του μουσείου Μίχελ φαν Μάρσεβιν, o οποίος ευελπιστεί ότι το μουσείο που διοικεί θα δέχεται περί τους 500.000 επισκέπτες τον χρόνο.

Σεβασμός στην ιστορία και στο περιβάλλον

Αυτό που τελικά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περίπτωση του Paleis Het Loo είναι ο τρόπος με τον οποίο έγινε η επέκτασή του προκειμένου να διευρυνθούν οι εκθεσιακοί χώροι μόνιμων και περιοδικών εκθέσεων, καθώς και η συντήρηση των υλικών κατασκευής του, αλλά και ο εκσυγχρονισμός τεχνικών παραμέτρων που αφορούν τη βιωσιμότητα και την ασφάλεια. Οι εργασίες κράτησαν τέσσερα χρόνια, από το 2018 ως το 2022, και δεν μιλάμε μόνο για την εγκατάσταση δικτύου WiFi ή ασανσέρ, την ενεργειακή αναβάθμιση και τη βελτίωση των συνθηκών ώστε να είναι ιδανικές για τους επισκέπτες και τα εκθέματα, αλλά και για την απομάκρυνση του αμίαντου που εξακολουθούσε να είναι «παρών» στο κτίριο. Να πούμε ότι το Απελντορν όπου βρίσκεται το μουσείο θεωρείται μια εξαιρετικά «πράσινη» πόλη, οπότε οι παράμετροι αυτές ήταν πολύ ψηλά στην ατζέντα της ενίσχυσης της μουσειακής εμπειρίας.

Ο τρόπος που έγινε η επέκταση, η οποία στοίχισε τελικά περί τα 171 εκατ. ευρώ, εντυπωσιάζει με τη διακριτικότητά του, άλλωστε ο στόχος ήταν να έρθει το κτίριο σε μια κατάσταση και να αποκτήσει μια εικόνα παρεμφερή με εκείνη που είχε τον 17ο αιώνα. Οι Ολλανδοί KAAN Architects με βάση τους το Ρότερνταμ που ανέλαβαν το έργο φρόντισαν να μην επηρεαστεί στο ελάχιστο η πρόσοψη του υπάρχοντος κτιρίου, η οποία είχε παραμείνει αναλλοίωτη εδώ και περίπου τρεισήμισι αιώνες, εξ ου και έκαναν την επέκταση υπογείως, κάτω από την αυλή του παλατιού, αφότου έσκαψαν σε βάθος δέκα μέτρων και δημιούργησαν μια λεκάνη από τσιμέντο για να αναπτυχθούν οι νέοι χώροι. Εκεί απλώνονται λοιπόν τα επιπλέον 5.000 τ.μ. και μια γυάλινη οροφή καλυμμένη με νερό επιτρέπει την πρόσβαση του φωτός στα υπόγεια διαμερίσματα. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στο κομμάτι της επέκτασης είναι ξύλο καρυδιάς, όπως και πολύ μάρμαρο με εναλλασσόμενες ακονισμένες, γυαλισμένες και με αμμοβολή επιφάνειες, πολυτελή υφάσματα με μεταλλικές κλωστές, στοιχεία που χρησιμοποιούνται παντού και έχουν ως σημείο αναφοράς τους τούς κήπους και τους περίτεχνους τοίχους του αυθεντικού παλατιού.

Η παρουσία του νερού στο σχέδιο συμβαδίζει με την μπαρόκ σύνθεση των καταπράσινων συμμετρικών κήπων και των υδάτινων στοιχείων τους. Οι κήποι στο πίσω μέρος του κτιρίου ήταν άλλωστε το καμάρι του βασιλικού ζεύγους Γουλιέλμου και Μαρίας, ένας τρόπος επίδειξης της δύναμης και της εξουσίας τους. Eίναι και σήμερα μοναδικοί, καθώς αποτελούν το μόνο δείγμα συντηρημένων κήπων της εποχής του μπαρόκ σε ολόκληρη την Ολλανδία.