Είναι μια άγνωστη γυναίκα, αλλά είναι ξεκάθαρα ζωγράφος έτσι όπως κρατάει τα εργαλεία της τέχνης της με υπερηφάνεια. Την έχει απαθανατίσει ένας άνδρας, ο Πιέτρο Παολίνι (1603-1681), αλλά είναι ο μοναδικός άρρην σε μια έκθεση εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στις γυναίκες.
Η τιτλοφορούμενη «Roma Pittrice. Artiste al lavoro tra XVI e XIX secolo» (H Ρώμη ως ζωγράφος. Καλλιτέχνιδες εν δράσει μεταξύ 16ου και 19ου αιώνα) φιλοξενείται στο Μουσείο της Ρώμης στο Παλάτσο Μπράσκι, κοντά στην Πιάτσα Ναβόνε (έως τις 23/3), και αποσκοπεί στο να αναδείξει κάτι στο οποίο δεν έχει εστιάσει η ιστορία της τέχνης.
Πως δηλαδή πολλές καλλιτέχνιδες εκείνης της εποχής έκαναν τη Ρώμη τόπο σπουδών και εργασίας δημιουργώντας ένα πλούσιο, ποικιλόμορφο και υψηλής καλλιτεχνικής αξίας έργο. Από την Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι, τη Λαβίνια Φοντάνα και την Τζοβάνα Γκαρτσόνι – στις οποίες αποδόθηκαν τα απαραίτητα εύσημα για τη δουλειά τους πρόσφατα – έως τις άγνωστες ακόμα Μαρία Φελίτσε Τιμπάλντι Σουμπλερά, Αγγέλικα Κάουφμαν ή Λάουρα Πιρανέζι.
To υλικό έχει αντληθεί ως επί το πλείστον από τις συλλογές του Μουσείου της Ρώμης, της Πινακοθήκης των Μουσείων του Καπιτωλίου, της Εθνικής Πινακοθήκης Μοντέρνας Τέχνης της πόλης. Παράλληλα έχουν γίνει και δανεισμοί από μουσεία και συλλογές από την Ιταλία και το εξωτερικό, όπως η Ακαδημία του Αγίου Λουκά στη Ρώμη, η Ακαδημία της Μπρέρα στο Μιλάνο, η Πινακοθήκη Ουφίτσι στη Φλωρεντία, η Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων του Λονδίνου και το Μουσείο Θόρβαλντσεν στην Κοπεγχάγη.
Γιατί παρέμεναν όμως άγνωστες αυτές οι καλλιτέχνιδες; Είτε λόγω έλλειψης τεκμηρίωσης της δουλειάς τους είτε επειδή τα έργα τους αποδίδονταν σε άνδρες δασκάλους ή συγγενείς. Δεν ήταν και λίγες, πάντα για τα δεδομένα των εποχών εκείνων, αν αναλογιστεί κανείς ότι στην παρούσα έκθεση παρουσιάζονται περί τα 130 έργα φιλοτεχνημένα από 56 καλλιτέχνιδες, οι οποίες δραστηριοποιήθηκαν στη Ρώμη είτε για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους είτε μόνιμα.
Στην Αιώνια Πόλη οι γυναίκες ήταν πάντα λιγότερες από τους άνδρες, καθώς η παπική αυλή απαιτούσε εξειδικευμένους άρρενες τεχνίτες. Οσον αφορά τις τέχνες, οι γυναίκες είχαν πάντα δευτερεύοντες ρόλους, ενώ οι άνδρες δάσκαλοι ή συγγενείς τους καρπώνονταν το έργο τους. Παρ’ όλα αυτά, το 1607, η Accademia di San Luca αποφάσισε να επιτρέψει τη συμμετοχή γυναικών, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο και για τη δική τους παρουσία σε αυτό το πεδίο, ένα μονοπάτι που ακολούθησε το 1697 η Accademia dei Virtuosi στο Πάνθεον της πόλης. Σταδιακά, Ιταλίδες αλλά και καλλιτέχνιδες εκτός της χώρας άρχισαν να αυξάνονται σε αριθμό, εκμεταλλευόμενες τις νέες συνθήκες εκπαίδευσης και εργασίας.

«Ο μικρός ζητιάνος», έργο φιλοτεχνημένο από την Ορτάνς Λεσκό (1784-1854). Photo Stair Sainty Gallery LESCOT
Λαβίνια Φοντάνα και Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι
Η διάρθρωση της έκθεσης είναι χρονολογική και θεματική και αποσκοπεί στο να αναδείξει το σταδιακό άνοιγμα της αγοράς τέχνης στις γυναίκες και την πρόσβασή τους στα προαναφερθέντα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ξεκινά με την περίπτωση της Λαβίνια Φοντάνα (1552-1614), ζωγράφου του ύστερου μανιερισμού, η οποία υπήρξε μία από τις πρώτες γυναίκες που κατάφεραν να δραστηριοποιηθούν επαγγελματικά έξω από το αυστηρό πλαίσιο των μοναστηριών ή των βασιλικών αυλών, ανταγωνιζόμενη ισότιμα τους άνδρες συναδέλφους της.
Γεννημένη στην Μπολόνια, διακρίθηκε κυρίως για τις προσωπογραφίες της, ενώ η φήμη της γρήγορα ξεπέρασε τα όρια της γενέτειράς της. Το 1603 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, προσκεκλημένη από τον Πάπα Κλήμη Η’, όπου εργάστηκε για σημαντικούς προστάτες των τεχνών, μεταξύ των οποίων και ο Πάπας Παύλος Ε’. Η αξία της αναγνωρίστηκε ευρέως, με αποκορύφωμα τη φιλοτέχνηση ενός χάλκινου μεταλλίου προς τιμήν της το 1611 από τον γλύπτη και αρχιτέκτονα Φελίτσε Αντόνιο Καζόνι. Εστω κι έτσι, ήταν ο σύζυγός της και επίσης ζωγράφος Τζιαν Πάολο Τζάπι που έπρεπε να υπογράφει τα συμβόλαιά της για λογαριασμό της.
Η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι (1593-1654 ή 1656), από την άλλη, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες ζωγράφους του πρώιμου ρωμαϊκού μπαρόκ, κατακτώντας μια θέση σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, όπου οι γυναίκες σπάνια είχαν πρόσβαση. Από νεαρή ηλικία μαθήτευσε δίπλα στον πατέρα της Οράτιο Τζεντιλέσκι, κάτι ιδιαίτερα σπάνιο για την εποχή, καθώς οι γυναίκες αποκλείονταν συνήθως από την καλλιτεχνική εκπαίδευση.
Το 1612, έπειτα από τη δίκη του Αγκοστίνο Τάσι, ο οποίος καταδικάστηκε για τον βιασμό της, η Τζεντιλέσκι εγκατέλειψε τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία. Εκεί πέτυχε μια ιστορική πρωτιά, καθώς έγινε η πρώτη γυναίκα που έγινε δεκτή στην Accademia delle Arti del Disegno. Στη συνέχεια, στη δεκαετία του 1620, επέστρεψε στη Ρώμη, ούσα πλέον καταξιωμένη και διάσημη. Η θεματολογία της επικεντρωνόταν σε γυναίκες-ηρωίδες και προσέδιδε στις μορφές της μια έντονη αίσθηση δύναμης και αυτονομίας, γεγονός που την καθιστά σήμερα σύμβολο φεμινιστικής τέχνης.
Με τον τρόπο της ήταν «φεμινίστρια» και στην εποχή της, καθώς κατάφερε να εδραιώσει τη θέση της δίπλα στους άνδρες συναδέλφους της φιλοτεχνώντας μεγάλους ιστορικούς και θρησκευτικούς πίνακες για βωμούς, τόσο στη Ρώμη όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως η Φλωρεντία, η Βενετία και η Νάπολι. Το αποτύπωμά της αναδεικνύεται στην έκθεση μέσα από έργα όπως ο πίνακας «Κλεοπάτρα», όπου είναι εμφανής η αναφορά της στην κλασική γλυπτική σε συνδυασμό με τον δραματικό, αισθησιακό και ώριμο χειρισμό της γυμνότητας, ή ο τιτλοφορούμενος «Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη», μια πιο σκοτεινή εκδοχή ενός πίνακα του πατέρα της Οράτιου Τζεντιλέσκι.

«Δείπνο στον οίκο των Φαρισαίων» της Μαρία Φελίτσε Τιμπάλντι. Photo Pinacoteca Capito
Τζουστινιάνα Γκουιντότι και Αγγέλικα Κάουφμαν
Εμφαση δίνεται και στην Τζουστινιάνα Γκουιντότι (1600;-1634), η οποία εκπροσωπείται με το μοναδικό μέχρι σήμερα γνωστό της έργο, την «Αλληγορία της Ποίησης και της Μουσικής», που θα εκτεθεί για πρώτη φορά. Μάλιστα, το έργο είναι υπογεγραμμένο, χρησιμοποιεί δηλαδή το αλάνθαστο μέσο για να διεκδικήσει την ορατότητά της, κάτι που δεν έκαναν οι γυναίκες της εποχής της.
Η Γκουιντότι μαθήτευσε στο εργαστήριο του πατέρα της Πάολο. Στη βιογραφία της, ο ιστορικός τέχνης και ζωγράφος του πρώιμου μπαρόκ Τζιοβάνι Μπαλιόνε την περιγράφει ως μια μοναχοκόρη ιδιαίτερα επιμελή, η οποία φέρει όλες τις αρετές, τόσο των γυναικών όσο και των ανδρών. Ηταν μία από τις πρώτες γυναίκες που έγιναν δεκτές στην Accademia di San Luca.
Ο 18ος αιώνας εκπροσωπείται από έργα της Ελβετής Αγγέλικα Κάουφμαν (1741-1807), η οποία έζησε και εργάστηκε στη Ρώμη από το 1782. Η Αγγέλικα Κάουφμαν κατέχει μια εξέχουσα θέση στην ιστορία των γυναικών καλλιτεχνών. Ηταν μια διεθνώς περιζήτητη ζωγράφος, salonnière – το σπίτι-ατελιέ της είχε γίνει σημείο συνάντησης των διανοουμένων της εποχής της – συλλέκτρια, γνώστρια της τέχνης και βεβαίως και η ίδια διανοούμενη.
Μάλιστα, προτού εγκατασταθεί στη Ρώμη βρέθηκε να είναι η μία εκ των 36 ιδρυτών της Βασιλικής Ακαδημίας (Royal Academy) στο Λονδίνο το 1768, η μόνη γυναίκα μαζί με τη Μέρι Μόζερ. Επιπλέον για τη διακόσμηση της νέας αίθουσας συμβουλίων της Ακαδημίας έλαβε την ίδια αμοιβή με τους άνδρες ζωγράφους της εποχής της. Στην πρώτη της «ρωμαϊκή» περίοδο (1763-1765) ανήκει το έργο «Η Ελπίδα», το οποίο διασφάλισε την εισαγωγή της στην Accademia di San Luca το 1765. Θεωρούμενη από τους σύγχρονούς της μία από τις πρωτοπόρους της νεοκλασικής ζωγραφικής, ειδικεύθηκε στο μυθολογικό πορτρέτο, όπως φαίνεται στο έργο της με τίτλο «Πορτρέτο νεαρής κοπέλας με ενδυμασία Βακχίδος».
Διέπρεψε επίσης στο παραδοσιακό πορτρέτο, καθώς την αναζητούσαν οι σημαντικότερες προσωπικότητες της ρωμαϊκής αριστοκρατίας για να σταθούν μπροστά από τους χρωστήρες της, όπως μαρτυρά το «Πορτρέτο του Ονοράτο Καετάνι».
Ο 19ος αιώνας – Aυτοπροσωπογραφίες και κοινωνικές αλλαγές
Προχωρώντας χρονολογικά, η δημιουργία των γυναικών τον 19ο αιώνα παρουσιάζεται μέσα από πορτρέτα των καλλιτέχνιδων – αυτοπροσωπογραφίες ή έργα άλλων ζωγράφων. Αναδεικνύονται επίσης τραγουδίστριες, ηθοποιοί και salonnières, σε εικόνες που αντικατοπτρίζουν τη δύναμη και την αποφασιστικότητα των γυναικών που συνέβαλαν στις κοινωνικές αλλαγές. Διότι αυτός είναι ο αιώνας που οι γυναίκες αποκτούν περισσότερη ελευθερία στη Ρώμη, με αποτέλεσμα να πληθύνει και ο αριθμός όλων όσες ασχολούνται με τις τέχνες.
Πολλές παραμένουν άγνωστες, όπως οι Ερμίνια Ντε Σάνκτις και Βιρτζίνια Μπαρλότσι, των οποίων τα έργα βρίσκονται στις δημοτικές συλλογές και στην αγορά έργων τέχνης, και παρουσιάζονται στην έκθεση ως νέες «ανακαλύψεις». Εδώ εμφανίζεται και η Εμα Γκατζιότι Ρίτσαρντς (1825-1912), μια ιταλίδα ζωγράφος που εργάστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, μάλιστα φιλοτέχνησε πέντε πίνακες για τη βασίλισσα Βικτωρία και τον σύζυγό της, πρίγκιπα Αλβέρτο.
Η Γκατζιότι αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα της τάσης εν εξελίξει στη γειτονική Ιταλία, κοινώς της ανάδειξης του έργου παραγνωρισμένων γυναικών ζωγράφων: Το αυτοπορτρέτο της άρχισε να εκτίθεται στην Πινακοθήκη Ουφίτσι μόλις πριν από δύο χρόνια. Τέλος, δεδομένης της πολύ ξεκάθαρης στόχευσης αυτής της διοργάνωσης, η οποία αντικατοπτρίζει τη δέσμευση της Ρώμης για την ανάδειξη της (ξεχασμένης και παραγνωρισμένης) γυναικείας καλλιτεχνικής δημιουργίας, η έκθεση συμπεριλαμβάνει και έναν χάρτη, τόσο στην ψηφιακή όσο και στην έντυπη μορφή του, που παροτρύνει τις επισκέπτριες/ες να συνεχίσουν την περιήγησή τους στην ιταλική πρωτεύουσα, καθώς υποδεικνύει όλα τα δημόσια προσβάσιμα έργα γυναικών δημιουργών στην Αιώνια Πόλη.
INFO
«Roma Pittrice. Artiste al lavoro tra XVI e XIX secolo»: Μουσείο της Ρώμης, Παλάτσο Μπράσκι, έως τις 23 Μαρτίου.





