Εχει θέσει τα θεμέλια για τη διαμόρφωση της μεσογειακής δίαιτας, του διατροφικού μοντέλου δηλαδή που έχει αναγνωριστεί από την UNESCO ως Aϋλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Ανθρωπότητας και το οποίο για περισσότερα από 60 χρόνια αναγνωρίζεται από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα ως το πιο ενδεδειγμένο για την επίτευξη της μακροζωίας, της ευεξίας και της γενικότερης καλής υγείας.
Ο λόγος για την κρητική διατροφή, για την οποία μελέτες έχουν δείξει ότι συμβάλλει στη μακροζωία και στην καλή υγεία, μειώνοντας τον κίνδυνο για καρδιακές παθήσεις, εγκεφαλικά επεισόδια και καρκίνο.
Βασισμένη κυρίως στα χόρτα, στα βότανα, στο ελαιόλαδο, στο κρασί, στο μέλι, στο σιτάρι, στα όσπρια και στο κριθάρι, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της μακραίωνης ιστορίας και του πολιτισμού του νησιού. Σε τέτοιον δε βαθμό που είναι αδύνατον να μιλάμε για την Κρήτη χωρίς να αναφερόμαστε στη γαστρονομία της.
Ηδη από την εποχή των Μινωιτών βλέπουμε τον πρωτεύοντα ρόλο που διαδραμάτιζε η διατροφή για τον σπουδαίο αυτόν πολιτισμό, χάρη στις ανασκαφές που αποκάλυψαν ειδικά σκεύη, εργαλεία, εικονογραφικές παραστάσεις κ.ά., τα οποία αναφέρονται στην ελιά, στο αμπέλι, στην κτηνοτροφία, στην αλιεία, στη μελισσοκομία και τους άλλους τομείς του αγροτικού βίου.
Από αυτά τα ευρήματα και από μελέτες γνωρίζουμε ότι η «Αγία Τριάδα» των καλλιεργειών των Μινωιτών, που συνέβαλε τα μέγιστα και στην ανάπτυξη του εμπορίου της εποχής, ήταν τα δημητριακά, η ελιά και το αμπέλι και ότι, παράλληλα, καταναλώνονταν σε μεγάλες ποσότητες τα όσπρια, τα φρούτα, τα λαχανικά, τα ψάρια, και σε μικρές ποσότητες το κρέας.
Με μικρές διαφοροποιήσεις, η κυριότερη εκ των οποίων είναι ότι η κατανάλωση κρέατος έχει αυξηθεί, σε γενικές γραμμές η καθημερινή διατροφή των σύγχρονων Κρητικών, ειδικά στις αγροτικές περιοχές, δεν απέχει πολύ από εκείνη των αρχαίων προγόνων.
Η αρχαιότερη ελιά και οι δρόμοι του κρασιού
Το κρητικό ελαιόλαδο, γνωστό για την υψηλή ποιότητά του και την πλούσια γεύση του, εξακολουθεί να αποτελεί τον βασιλιά της κρητικής κουζίνας. Μάλιστα, στις Βούβες, στο Κολυμβάρι Χανίων, θεωρείται ότι βρίσκεται το αρχαιότερο ελαιόδεντρο στον κόσμο, με ηλικία που υπολογίζεται μεταξύ 3.000 και 5.000 χρόνων και περίμετρο κορμού τα 12,5 μέτρα.
Το ήπιο, ξηρό κλίμα, η ηλιοφάνεια, το έδαφος με την καλή αποστράγγιση, συναινούν στην παραγωγή ελαιολάδου υψηλής ποιότητας και σε μεγάλες ποσότητες, καθώς η Κρήτη παράγει σχεδόν το 1/3 του ελληνικού ελαιολάδου και επίσης πρωτοστατεί στην εξαγωγή του.
Η σημασία της αμπέλου είναι επίσης πολύ μεγάλη, κάτι που πιστοποιείται και από το πρόγραμμα «Οι δρόμοι του κρασιού» στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Πρόκειται για μια περιήγηση που ξεκίνησε πέρυσι τον Σεπτέμβριο, όταν το μουσείο εντάχθηκε ως νέος σταθμός στην Πολιτιστική Διαδρομή του Συμβουλίου της Ευρώπης «Iter Vitis – Les Chemins de la vigne».
Μέσα από την κοινή δράση αναδεικνύεται το πώς το αμπέλι διαμορφώνει μια κοινή ταυτότητα ανάμεσα στους λαούς της Μεσογείου, μια κοινή άυλη πολιτιστική κληρονομιά. Τα αμπέλια που καλλιεργούνται στην Κρήτη δίνουν κρασιά μοναδικά σε γεύση και άρωμα, με ποικιλίες όπως το Βιδιανό, το Κοτσιφάλι, το Λιάτικο, το Μανδηλάρι, το Θραψαθήρι, το Αθήρι και η Βηλάνα να ξεχωρίζουν.
Το μέλι από τα θυμάρια και τα άγρια βότανα των κρητικών πεδιάδων είναι επίσης εξαιρετικής ποιότητας και περιζήτητο στην εγχώρια και διεθνή αγορά. Το προϊόν υπάρχει στη διατροφή των Κρητών εδώ και χιλιετίες – ενδεικτικό είναι το περίτεχνο Χρυσό Κόσμημα των Μαλίων με τη μορφή μέλισσας, ενώ και στην Κνωσό υπήρχαν ειδικά πιθάρια για την αποθήκευση του πολύτιμου αυτού αγαθού της φύσης. Εκτός από το θυμαρίσιο, υπάρχει και το βουνίσιο μέλι, κυρίως από τα πεύκα και άλλα μεγάλα δέντρα του νησιού, ενώ η χαρουπιά που ευδοκιμεί στη Μεγαλόνησο δίνει το χαρουπόμελο.
Οι εμβληματικές συνταγές
Ο κλασικός ντάκος – ή κουκουβάγια – περιέχει κριθαροκουλούρα, ντομάτα και ξινομυζήθρα, οι χοχλιοί οι μπουμπουριστοί θέλουν δεντρολίβανο, τα χανιώτικα καλιτσούνια απαιτούν μυζήθρα και τυρομάλαμα, το μπουρέκι, παρά τις διάφορες παραλλαγές, απαραιτήτως έχει κολοκυθάκι και πατάτες, τα γεμιστά φτιάχνονται με όλα τα ζαρζαβατικά του μπαξέ και όχι μόνο με ντομάτες και πιπεριές, οι κολοκυθανθοί, εκτός από ρύζι, γεμίζονται πολύ ωραία και με χόντρο, το απάκι και το σύγκλινο (κουρουπιαστό) μαρινάρονται στο ξίδι, στα τσιγαριαστά χόρτα προστίθενται κολοκυθάκια, τα ξεροτήγανα έχουν και ρακή στη ζύμη τους, ενώ βασικό συστατικό της χανιώτικης «τούρτας» είναι το κρέας.
Αυτές και αμέτρητες άλλες συνταγές και προϊόντα της γνήσιας κρητικής κουζίνας έχουν βγει από τα στενά όρια της Μεγαλονήσου και έχουν ταξιδέψει στα εστιατόρια, όχι μόνο των μεγάλων ελληνικών πόλεων, αλλά και σε εκείνα του εξωτερικού.
Και παρόλο που η βαθιά νοστιμιά των πιάτων είναι αδιαμφισβήτητη, σημασία έχει και ο τρόπος κατανάλωσής τους, καθώς τα κρητικά εδέσματα τρώγονται με καλή παρέα και μπόλικη… τσικουδιά.
Η κοινωνικότητα και το μοίρασμα του φαγητού, σύμφωνα με πολλούς επιστήμονες, είναι χαρακτηριστικά που επίσης συμβάλλουν στη μακροζωία, στην πνευματική και ψυχική υγεία των Κρητικών. Γι’ αυτό και πολλές φορές, αντί για εστιατόρια, μιλάμε για κρητικά καφενεία, όπου οι μεγάλες παρέες κυριαρχούν. Απαραίτητα συνοδευτικά η κρητική λύρα και οι μαντινάδες.