Είναι Κυριακή μεσημέρι και η ελληνοϊταλίδα ηθοποιός Αντωνία Φωτάρας εμφανίζεται μέσα από την οθόνη του υπολογιστή μου χωρίς ίχνος μακιγιάζ. Βρίσκεται στο διαμέρισμά της στη Ρώμη. Δίπλα της, ξαπλωμένος, απολαμβάνει τα χάδια της ο σκύλος της, ο Μπεν.
Είναι εντυπωσιακή, καθώς τα σγουρά μαλλιά της πέφτουν στους ώμους της και τα πράσινα μάτια της λάμπουν. «Δεν σου κρύβω ότι είμαι ιδιαίτερα χαρούμενη σήμερα» μου λέει σε άψογα ελληνικά. «Χθες μόλις ανακοινώθηκε ότι για την ερμηνεία μου στην ταινία «Una fottuta bugia» του Τζιανλούκα Ανσανέλι κέρδισα βραβείο αριστείας στα IndyFEST Film Awards».
Είναι μόλις 25 ετών και από τα 17 της χρόνια μέχρι σήμερα έχει καταφέρει ουκ ολίγα. Oπως, για παράδειγμα, να κατακτήσει το Netflix με την ιταλική σειρά «Luna Nera» (2020), όπου πρωταγωνιστεί υποδυόμενη μια νεαρή μάγισσα στην Ιταλία του 17ου αιώνα, ή ακόμη να μετρά μία συνεργασία με τον Τέρενς Μάλικ, αυτόν τον ιδιόρρυθμο ποιητή του κινηματογράφου που έχει επηρεαστεί από υπαρξιστές φιλοσόφους, όπως ο Κίρκεγκωρ και ο Χάιντεγκερ.
Επιπλέον, έχει προλάβει να περπατήσει στο κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ Βενετίας με την ταινία «Il silenzio grande» (2021), σε σκηνοθεσία του Αλεσάντρο Γκάσμαν.
Και όλα αυτά δεν τα οφείλει μόνο στην εξωτική της ομορφιά και στο έμφυτο υποκριτικό ταλέντο της (από επτά ετών ήξερε ότι θέλει να γίνει ηθοποιός), αλλά και στη σκληρή δουλειά, καθώς πηγαινοέρχεται στις ΗΠΑ για σεμινάρια στο HB Studio και στο Stella Adler Studio of Acting. Καθώς μιλάει, δεν μπορείς να μη διακρίνεις αυτή την απροσδιόριστη αίσθηση «star quality» που αποπνέει, την ίδια στιγμή που παραμένει ανεπιτήδευτα cool.
Ετσι, εκεί που περιγράφει τη συνύπαρξή της στα τηλεοπτικά σετ της διεθνούς σειράς «The Νame of the Rose» (2019) με τον αμερικανό ηθοποιό και σκηνοθέτη Τζον Τουρτούρο, γνωστό για τις συνεργασίες του από τους αδελφούς Κοέν μέχρι τον Σπάικ Λι, αλλά και με τον διάσημο βρετανό ηθοποιό Ρούπερτ Εβερετ, που όλοι αγάπησαν από ερμηνείες όπως αυτή στην ταινία «Ο γάμος του καλύτερού μου φίλου» (1997) με την Τζούλια Ρόμπερτς, η σκέψη της μπορεί να τρέχει στην αγαπημένη της Σύμη, τόπο καταγωγής του έλληνα πατέρα της, την οποία επισκέπτεται ανελλιπώς κάθε καλοκαίρι.
«Μα εκεί άρχισαν όλα. Εκεί γνωρίστηκαν οι γονείς μου το 1992. Στη μητέρα μου αρέσει να διηγείται μια σχεδόν απίστευτη ιστορία» αναφέρει. «Μαζί με τον αδελφό της στην Ιταλία αναζητούσαν μέρος για να κάνουν καλοκαιρινές διακοπές. Εκείνη πήρε έναν χάρτη, έκλεισε τα μάτια της και το δάχτυλό της έδειξε τυχαία τη Σύμη. Με τον πατέρα μου γνωρίστηκαν επάνω στο καΐκι του πάππου μου. Λάτρευαν και οι δυο τους τις καταδύσεις. Ερωτεύτηκαν. Επειτα εκείνη έπρεπε να επιστρέψει στη Ρώμη. Πηγαινοέρχονταν Σύμη – Ρώμη για τέσσερα χρόνια και τελικά το 1996 παντρεύτηκαν και ο πατέρας μου μετακόμισε μόνιμα στην Ιταλία».
Τους χειμώνες της ως παιδί τους περνούσε στη Ρώμη, τα καλοκαίρια απαραιτήτως στη Σύμη, δίπλα στην ελληνίδα γιαγιά και τον έλληνα παππού της, που σήμερα, όπως μου λέει θλιμμένα, δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή: «Ο πατέρας μάς μιλούσε πάντα ελληνικά στο σπίτι. Βέβαια, ήταν ναυτικός και έλειπε συχνά για ταξίδια. Ομως κάθε Σάββατο με τον αδελφό μου πηγαίναμε ελληνικό σχολείο και μιλούσαμε με την ελληνίδα γιαγιά στο τηλέφωνο. Μικρή τα ελληνικά μού φαίνονταν πολύ δύσκολα. Εφηβη όμως τα αγάπησα. Στο πανεπιστήμιο σπουδάζω ελληνική και αμερικανική γλώσσα και λογοτεχνία. Βέβαια, ήρθε η υποκριτική στη ζωή μου και αυτό το κομμάτι έμεινε πίσω».
Η αρχή
Πώς ξεκίνησε όμως το ταξίδι της στον χώρο του σινεμά; Υπήρχε καλλιτεχνική φλέβα στην οικογένεια; «Οχι. Ο μπαμπάς μου, όπως σας είπα, είναι ναυτικός, ενώ η μητέρα μου δούλευε στην Τelecom Italia, βέβαια εκείνη ζωγράφιζε πολύ καλά. Προσωπικά, γνώρισα το θέατρο μέσα από το σχολείο. Ως παιδί ήμουν πολύ ντροπαλή, μιλούσα ελάχιστα, θα έλεγα. Οταν όμως ανέβαινα στη σκηνή απελευθερωνόμουν. Θυμάμαι η δασκάλα της υποκριτικής μού είπε «είσαι πολύ καλή». Πρέπει να ήμουν επτά ετών όταν αποφάσισα ότι θα γίνω ηθοποιός».
Και ήταν αποφασισμένη να μην τη σταματήσει τίποτα, ούτε ακόμη οι αντιρρήσεις των γονιών της: «Στα 17 μου ξεκίνησα να φτιάχνω το book μου. Εκανα κάποιες φωτογραφίσεις, γύρισα κάποια video clips για τη διοργάνωση του Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο. Ηθελα να δείξω στους γονείς μου ότι ήμουν αποφασισμένη να γίνω ηθοποιός και ότι δεν ήταν ένα εφηβικό καπρίτσιο».
Ούσα μαθήτρια ήρθε και η πρώτη τηλεοπτική της εμφάνιση σε ένα επεισόδιο της δημοφιλούς σειράς της γείτονος χώρας «Don Matteo», η οποία προβάλλεται στο κανάλι Rai 1 από το 2000. Πρωταγωνιστής της ένας καθολικός ιερέας που έχει την ικανότητα να λύνει αστυνομικά μυστήρια: «Μια φίλη μου ήξερε την casting director της σειράς και την παρακάλεσε να περάσω από οντισιόν. Πήγα αποφασισμένη και πήρα τον ρόλο».
Επικά φιλμ και Netflix
Και αυτό ήταν μόνο η αρχή. Το 2019 βρέθηκε στο σετ της επικής ταινίας «Il primo re» του Ματέο Ροβέρε, η οποία πραγματεύεται την ιστορία των ιδρυτών της αρχαίας Ρώμης, Ρωμύλου και Ρώμου. «Ηταν μια φανταστική εμπειρία» θυμάται. «Εμπαινα στο σετ και έκανα ταξίδι στον χρόνο. Η ιδιαιτερότητα της ταινίας ήταν ότι οι διάλογοι γίνονταν στα Λατινικά. Υπήρξε προετοιμασία με ειδικούς φιλολόγους, ενώ training απαιτούσαν και οι σκηνές των μαχών που ήταν πολύ έντονες».
To 2019 όμως της επιφύλασσε ένα ακόμη δώρο: την πρώτη της διεθνή παραγωγή, με την τηλεοπτική σειρά «Τhe Νame of the Rose», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Εκο, με πρωταγωνιστές τον Τζον Τουρτούρο και τον Ρούπερτ Εβερετ, η οποία πέρα από την Ιταλία προβλήθηκε σε Γαλλία, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο, φθάνοντας μέχρι τις ΗΠΑ, την Αυστραλία και τη Νότια Κορέα: «Εάν κάτι θυμάμαι από τα κοινά γυρίσματα με τον Τζον Τουρτούρο και τον Ρούπερτ Εβερετ ήταν η μεγάλη τους ευγένεια» υπογραμμίζει.
«Ημουν μόλις 20 ετών. Είχα ελάχιστη πείρα και ντρεπόμουν πολύ. Εκείνοι ήταν ανοιχτοί στο να δοκιμάσουμε πράγματα επάνω στο σετ, με βοηθούσαν στις σκηνές. Στη σειρά έπαιζε ακόμη ο γερμανός ηθοποιός Νταμιάν Χάρντουνγκ, θα τον ξέρετε σήμερα, φαντάζομαι, από τη σειρά «Maxton Hall» του Amazon Prime Video. Eπίσης ένας εξαιρετικός συνεργάτης».
Η κoρυφαία στιγμή της καριέρας της αναμφισβήτητα ήρθε έναν χρόνο αργότερα. Το 2020 ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιταλική σειρά «Luna Nera», υποδυόμενη μια έφηβη στην Ιταλία του 17ου αιώνα, η οποία μαθαίνει για το πεπρωμένο της μέσα σε μια οικογένεια μαγισσών, ενώ ο πατέρας του αγοριού της την κυνηγάει για μαγεία, με τη σειρά να καταφέρνει να προβληθεί στο Netflix. «Θυμάμαι όταν μου ανακοίνωσαν ότι το «Luna Nera» θα παιχθεί στο Netflix δεν μπορούσα να το πιστέψω.
Ηταν τεράστια χαρά. Τι να πω; Μοιάζει να μου πηγαίνουν οι σειρές φαντασίας και εποχής» προσθέτει σεμνά. «Στη σειρά αυτή με είδε μάλιστα και η Κατερίνα Παπαδοπούλου, η ιδρύτρια του γραφείου ΚP Talent Management, η οποία με εκπροσωπεί ως ηθοποιό στην Ελλάδα και στο Λονδίνο».
Δίπλα στον Τέρενς Μάλικ
Της ζητώ να ξεχωρίσει την πιο δυνατή στιγμή της καριέρας της μέχρι στιγμής. Δεν διστάζει ούτε λεπτό να μου απαντήσει. «Η συνεργασία μου με τον Τέρενς Μάλικ στην ταινία του, που εάν και όποτε βγει στις αίθουσες, ενδεχομένως θα ονομάζεται «The Way of the Wind»» αναφέρει. Ο 81χρονος σήμερα σπουδαίος ποιητής των κινούμενων εικόνων, ο καλλιτέχνης που με τις ταινίες του «Badlands» (1973), «Μέρες Ευτυχίας» (1978), «Η λεπτή κόκκινη γραμμή» (1998) και «Το δέντρο της ζωής» (2011) καθόρισε την 7η τέχνη, παραμένει μία ιδιότυπη περίπτωση δημιουργού.
Πάντα εμμονικά τελειομανής, προσφέρει τροφή στους θαυμαστές του κινηματογράφου του κυριολεκτικά με το σταγονόμετρο, σε σημείο που οι σινεφίλ έχουν αναρωτηθεί ουκ ολίγες φορές αν είχε εγκαταλείψει τo σινεμά.
«Το 2020 έκανα casting για την ταινία του χωρίς να γνωρίζω ποιος σκηνοθέτης θα βρισκόταν πίσω από την κάμερα» αναφέρει η Φωτάρας και προσθέτει: «Aποφάσισα να λάβω μέρος στην οντισιόν γιατί την οργάνωνε η casting director του βραβευμένου με Οσκαρ ιταλού σκηνοθέτη Πάολο Σορεντίνο. Οταν αποκαλύφθηκε ότι επρόκειτο για τον Μάλικ, κυριολεκτικά τα έχασα. Ο ρόλος στην ταινία μου ήταν μικρός. Στο σετ, όμως, εκείνος διέκρινε το πάθος μου και μάλλον για αυτόν τον λόγο μού αύξησε τις σκηνές.
Θυμάμαι με φώναξε να σταθώ μαζί του πίσω από την κάμερα. Σε κάποια στιγμή γύρισε και μου είπε: «Μπες τώρα στο πλάνο». «Μα δεν έχω σκηνή σε αυτό το σημείο» του απάντησα. «Μπες στη σκηνή» επέμενε. «Και τι να πω;» τον ρώτησα. «Δεν ξέρω. Εσύ ξέρεις» ήταν η απάντησή του. Ο τρόπος που δούλευε μού άλλαξε όσα γνώριζα μέχρι τότε. Βασιζόταν στον αυτοσχεδιασμό. Δεν μας έδωσε ποτέ να διαβάσουμε όλο το σενάριο. Δεν ήθελε να απομνημονεύουμε απλώς γραμμές, ήθελε να σκεπτόμαστε. Σαν άνθρωπος ήταν ευγενικός και την ίδια στιγμή στιβαρός. Ηξερε τι ήθελε. Τον ευγνωμονώ για όσα έζησα μαζί του στο σετ».
Η ίδια στα 25 της χρόνια έχει ακόμη προλάβει να βρεθεί και στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας με την ταινία «II silenzio grande», σε σκηνοθεσία Αλεσάντρο Γκάσμαν. «Πώς είναι να περπατάς στο κόκκινο χαλί;» τη ρωτώ. Γελάει. «Διαφορετικό από ό,τι το περίμενα, να σας πω την αλήθεια. Φυσικά ήμουν πολύ χαρούμενη, αλλά η παρουσία σου εκεί δεν παύει να είναι μια δουλειά, δηλαδή πρέπει να βάλεις το ωραίο σου φόρεμα, να χαμογελάσεις και να φωτογραφηθείς».
Τελευταία στις μεγάλες αίθουσες βρέθηκαν δύο ακόμη ταινίες της. Η πρώτη, με τίτλο «Una fottuta bugia» (2024), σε σκηνοθεσία Τζιανλούκα Ανσανέλι, έχει προκαλέσει αίσθηση στα φεστιβάλ που έχει προβληθεί (όπως προειπώθηκε, η Φωτάρας κέρδισε πριν από λίγες ημέρες βραβείο αριστείας για την ερμηνεία της στα IndyFEST Film Awards), με εκείνη να υποδύεται ένα νεαρό κορίτσι που πάσχει από καρκίνο.
Η δεύτερη ταινία είναι μια αμερικανική παραγωγή που φέρει τον τίτλο «Death Do Us Part», με τη Φωτάρας να κρατά έναν μικρότερο ρόλο. Στις αγαπημένες της δουλειές συγκαταλέγεται ακόμη η ιταλική σειρά «Un’estate fa» του 2023, όπου συναντήθηκε για δεύτερη φορά τηλεοπτικά (έπαιζαν μαζί και στη σειρά «Luna Nera») με τον νεαρό ιταλό σταρ Φιλίπο Σκότι, πρωταγωνιστή της ταινίας «Το χέρι του Θεού» (2021) του Πάολο Σορεντίνο. «Ο Φιλίπο είναι καταπληκτικός ηθοποιός» αναφέρει. «Είμαστε φίλοι. Κάνουμε αρκετή παρέα. Αλλωστε είμαστε πολύ κοντά στην ηλικία».
ΗΠΑ και Ελλάδα
Και τώρα, ποια είναι λοιπόν τα όνειρά της; «Θέλω να πάω στις ΗΠΑ» απαντά. «Να δουλέψω με αμερικανούς σκηνοθέτες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν με αφορά ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος. Θέλω να συνεχίσω να κάνω ιταλικές ταινίες, αλλά και να συνεργαστώ με έλληνες σκηνοθέτες».
Παρακολουθεί λοιπόν το εγχώριο κινηματογραφικό γίγνεσθαι, γενικότερα τους έλληνες σκηνοθέτες; «Φυσικά. Εντάξει, λατρεύω το σινεμά του Γιώργου Λάνθιμου, αλλά και του Ντένη Ηλιάδη. Η τελευταία του ταινία, «Buzzheart», μου έκανε φοβερή εντύπωση. Μόλις βρω χρόνο θέλω να παρακολουθήσω και το «Maestro in Blue» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Εχω ακούσει και διαβάσει μόνο τα καλύτερα. Θα με ενδιέφερε να δουλέψω και στην Ελλάδα».
Τη ρωτώ σε ποιον βαθμό η εντυπωσιακή εξωτερική της εμφάνιση της άνοιξε πόρτες. «Υπάρχουν φορές που έδρασε θετικά και άλλες όχι» απαντά. «Γιατί σίγουρα δεν είμαι το κορίτσι της διπλανής πόρτας, και αυτό μπορεί να μου στερήσει ρόλους. Με την έννοια ότι έχω αυτά τα έντονα σγουρά μαλλιά που είναι πολύ χαρακτηριστικά και αυτό καμιά φορά δυσκολεύει τα πράγματα».
Η συζήτηση έρχεται στο κίνημα #MeToo. «Eχω σταθεί τυχερή και δεν μου έχει συμβεί κάτι άσχημο μέχρι σήμερα» λέει. «Θέλω να πιστεύω ότι είμαι άνθρωπος που ξέρω να προσέχω τον εαυτό μου και να φεύγω όταν τα πράγματα δεν μου αρέσουν. Τώρα, με δύσκολους σκηνοθέτες πάνω στη δουλειά, ναι, έχω συνεργαστεί, χωρίς κανείς να έχει ποτέ υπερβεί τα εσκαμμένα. Ημουν πρωταθλήτρια Ιταλίας στην κατηγορία κάτω των 15 ετών στη συγχρονισμένη κολύμβηση και έτσι έχω συνηθίσει την πίεση. Οπότε, κι αν κάποιος φωνάξει, άσ’ τον να φωνάζει».
Διάσημη πλέον στην Ιταλία, πώς νιώθει σήμερα να περπατά στους δρόμους της Ρώμης και να την αναγνωρίζουν; «Χαρά. Αυτό δεν επιδιώκει μια ηθοποιός; Να δει το κοινό τις ταινίες της; Τώρα, αν τύχει μια μέρα να μην είμαι καλά, φοράω το καπέλο μου, κρύβω τα μαλλιά μου, και κανείς δεν με παίρνει μυρωδιά» λέει γελώντας.
Και σε αυτή την έντονη ζωή με τα γυρίσματα, τα σεμινάρια υποκριτικής στη Νέα Υόρκη, υπάρχει χρόνος άραγε να ανθίσει ο έρωτας; Γελάει αινιγματικά. «Αυτή τη στιγμή μοναδική προτεραιότητά μου είναι η καριέρα μου» απαντά.
«Μένω στη Ρώμη. Την αγαπάω πολύ. Υπάρχουν φορές όμως που δεν με χωράει ο τόπος. Θέλω να κάνω πολλά πράγματα. Σκέπτομαι να μετακομίσω. Οπως σας είπα, στο πίσω μέρος του μυαλού μου βρίσκεται πάντα η Αμερική. Αλλά αναλογίζομαι: «Πώς θα ήταν να δοκίμαζες να μείνεις στο Λονδίνο ή στο Δουβλίνο, γιατί όχι και στην Ελλάδα;».
Συχνά ονειρεύομαι ότι κάποια στιγμή θα ζω στην αγαπημένη μου Σύμη μαζί με τα ξαδέλφια μου. Θα βουτάω στη θάλασσα, θα χτυπάει το τηλέφωνό μου για δουλειά, θα φτιάχνω τη βαλίτσα μου, θα φεύγω, θα κάνω τα γυρίσματα και θα επιστρέφω, πάντα εκεί, σε αυτό το πιο όμορφο μέρος του κόσμου».