Η ελληνική ύπαιθρος ερημώνει. Εκατοντάδες χωριά σε όλη την Ελλάδα έχουν πλέον ελάχιστους μόνιμους κατοίκους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι ηλικιωμένοι. Η νεολαία έχει φύγει. Αναζητεί μια καλύτερη ζωή είτε στο εξωτερικό είτε στις μεγαλουπόλεις της χώρας μας. Σήμερα οι γέροντες κάθονται στο καφενείο του χωριού (σε όσα χωριά έχει ακόμα απομείνει ένα καφενείο) και αναπολούν με νοσταλγία τις εποχές που τα χωριά τους έσφυζαν από ζωή…
«Η ερήμωση του χωριού μας είναι μια πληγή που δεν μπορεί να επουλωθεί» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Αριστοτέλης Μπαλάρης, συνταξιούχος φιλόλογος, κάτοικος στο Κηπουρειό Γρεβενών. Το Κηπουρειό είναι ένα πανέμορφο χωριό, 22 χιλιόμετρα περίπου από τα Γρεβενά, σε υψόμετρο 820 μέτρων. Πήρε το όνομά του από τους κήπους που υπήρχαν στην περιοχή εξαιτίας των πολλών τρεχούμενων νερών. «Το χωριό βρίσκεται υπό συνεχή κατάρρευση τόσο όσον αφορά τον αριθμό των κατοίκων όσο και την οικονομική δραστηριότητα της περιοχής. Σε παλιότερες εποχές είχαμε τριθέσιο δημοτικό σχολείο με 120 μαθητές, είχαμε ταχυδρομείο, είχαμε αστυνομικό τμήμα, είχαμε κοινοτικό γιατρό, νοσοκόμες και μαία. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτα απ’ όλα αυτά. Μόνο μια γιατρός έρχεται κάθε 15 ημέρες για να συνταγογραφήσει φάρμακα σε όσους έχουμε απομείνει στο χωριό».
Τα δύο χτυπήματα στο χωριό
Οπως εξηγεί, το χωριό άρχισε να ερημώνει πριν από κάποιες δεκαετίες, αρχής γενομένης από την περίοδο της δικτατορίας, όταν πολλοί κάτοικοι έφυγαν για το εξωτερικό. Τον τελευταίο καιρό τα πράγματα έχουν επιδεινωθεί πολύ. «Στο χωριό μας είχαμε πολλά αμπέλια. Οταν άρχισαν να εφαρμόζονται οι πολιτικές εγκατάλειψης της αμπελουργίας, δεχτήκαμε το δεύτερο μεγάλο χτύπημα. Είχαμε πολλά κοπάδια με ζώα και σήμερα έχουν μείνει μόνο δύο από αυτά. Περίπου 500 ζώα όλα κι όλα. Τον χειμώνα οι μόνιμοι κάτοικοι δεν ξεπερνούν τους 80, ενώ παλιότερα ήταν περισσότεροι από 600. Οσοι έχουν απομείνει είναι όλοι σχεδόν συνταξιούχοι».
Γυρίζει το κεφάλι του προς την κατεύθυνση της πλατείας του χωριού. «Το καλοκαίρι έρχονται τα παιδιά για να περάσουν τις διακοπές τους με τους παππούδες γιατί έχουμε πολύ καλό κλίμα και φέρνουν λίγο ζωή στο χωριό μας» συνεχίζει στον ίδιο τόνο.
«Εισάγουμε πλέον τα πάντα»
Λίγα χιλιόμετρα από το Κηπουρειό βρίσκεται ένα άλλο γραφικό χωριό, η Πηγαδίτσα. Εδώ μέχρι πριν από δύο μήνες περίπου δεν υπήρχε ούτε ένα καφενείο. Πολλά σπίτια είναι κλειστά και οι κήποι τους παρατημένοι. Παρά την πανέμορφη θέα προς το οροπέδιο των Γρεβενών, το χωριό αποπνέει έναν αέρα εγκατάλειψης. «Αν ζεις σε κάποιο μέρος, πρέπει να μπορείς να βγάζεις ένα μεροκάματο για να αντεπεξέλθεις στις υποχρεώσεις σου. Δυστυχώς με τις πολιτικές που έχουν ακολουθηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, αν είσαι αγρότης ή κτηνοτρόφος είναι πολύ δύσκολο να βγάλεις τα προς το ζην, με αποτέλεσμα πολύς κόσμος να έχει φύγει από το χωριό. Μπορεί να δίνονται επιδοτήσεις για αγρανάπαυση σε ανθρώπους που δεν έχουν πατήσει στο χωριό εδώ και χρόνια, αλλά αν κάποιος μένει και δουλεύει εδώ είναι πολύ δύσκολο να μπορέσει να έχει μια αξιοπρεπή ζωή. Η γεωργία και η κτηνοτροφία έχουν εγκαταλειφθεί» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Δ. Κουτίδης, κτηνοτρόφος και πρόεδρος της Κοινότητας Πηγαδίτσας.
Οπως εξηγεί, στο «χωριό κάθε σπίτι είχε τα ζώα του, γελάδια και γίδια, τα χωράφια του, τον κήπο με τα λαχανικά του. Το κάθε σπιτικό ήταν σχεδόν αυτόνομο. Σήμερα οι νέοι έχουν φύγει και έχουν μείνει μόνο ηλικιωμένοι κάτοικοι. Με την εγκατάλειψη της υπαίθρου έχουμε φτάσει να εισάγουμε τα πάντα, από πατάτες μέχρι φασολάκια. Αυτή τη στιγμή οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού είναι περίπου 85 άτομα, ενώ παλιότερα ήταν πάνω από 750».
Ο κ. Κουτίδης κρίνει ότι η εγκατάλειψη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας θα γυρίσει τελικά μπούμερανγκ για τη χώρα. «Τον τελευταίο καιρό, με τον πόλεμο στην Ουκρανία, το κόστος των λιπασμάτων έχει εκτοξευτεί σε δυσθεώρητα ύψη. Επίσης έχουν αυξηθεί πολύ και οι τιμές των ζωοτροφών με αποτέλεσμα η παραγωγή μας να έχει καταρρεύσει» λέει χαρακτηριστικά.
Από την άλλη πλευρά, ένα γνωστό, μεγάλο πρόβλημα της περιοχής είναι η πρόσβαση σε δομές Υγείας, όπως προσθέτει ο κ. Κουτίδης. «Για πολλά χρόνια δεν είχαμε καν αγροτικό γιατρό. Το νοσοκομείο των Γρεβενών έχει απαξιωθεί σε τέτοιο βαθμό που δεν έχει καν αναισθησιολόγους…» συνεχίζει τη διήγησή του.
Η εγκατάλειψη της υπαίθρου είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται σε ολόκληρη την Ελλάδα. Για παράδειγμα, στην Ηπειρο υπάρχουν σήμερα δεκάδες χωριά που μετρούν λιγότερους από 30 κατοίκους, ενώ τρία από αυτά – η Κοινότητα Σπόθων που βρίσκεται στα όρια του Δήμου Ιωαννιτών, η Αγία Παρασκευή στο Ανατολικό Ζαγόρι και το χωριό Αναβρυτό στη Δημοτική Ενότητα Φιλιατών δεν έχουν πλέον ούτε έναν κάτοικο. Το ίδιο συμβαίνει και σε χωριά της νησιωτικής Ελλάδας.
Επιστροφή μετ’ εμποδίων
«Αν ήξερα τι θα περνούσαμε…»
Μπορεί η εγκατάλειψη της υπαίθρου να είναι η κυρίαρχη τάση, όμως υπάρχουν και άνθρωποι που σε πείσμα των τάσεων των καιρών αποφασίζουν να επιστρέψουν στο χωριό και να ξεκινήσουν μια οικονομική δραστηριότητα. Τι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις; Στις περισσότερες από αυτές οι άνθρωποι αυτοί έρχονται αντιμέτωποι με μια δαιδαλώδη γραφειοκρατία και μόνο οι πολύ αποφασισμένοι από αυτούς καταφέρνουν τελικά να σταθούν.
Για παράδειγμα, η κυρία Αγγελική Ν. αποφάσισε πριν από περίπου 23 χρόνια να επιστρέψει στον τόπο της καταγωγής της, στην Καλλονή Γρεβενών, ένα πανέμορφο χωριό μέσα στα δάση με βελανιδιές που κυριαρχούν στο φυσικό τοπίο της περιοχής. «Η καταγωγή μου είναι από την Καλλονή. Βέβαια γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, αλλά το 2000 αγοράσαμε ένα σπίτι στην Καλλονή με τον σύζυγό μου και μαζί με τον μεγάλο γιο μας επιστρέψαμε στο χωριό για καλύτερη ποιότητα ζωής. Οι κάτοικοι στο χωριό ήταν τρεις και μαζί με εμάς γίναμε έξι. Το 2013 αποφάσισε και ο μικρός μας γιος να έρθει στο χωριό και αγοράσαμε έναν χώρο με σκοπό να δημιουργήσουμε μια ταβέρνα, με δικά μας χρήματα, χωρίς επιδοτήσεις και δάνεια. Οι δυσκολίες, ιδιαίτερα οι γραφειοκρατικές, ήταν τεράστιες, κυρίως όσες αφορούσαν την αλλαγή χρήσης του χώρου, από σπίτι που ήταν σε κατάστημα εστίασης. Αν ήξερα τι θα περνούσαμε, δεν θα είχα εμπλακεί σε αυτή την ιστορία» λέει σήμερα η κυρία Αγγελική.
«Μετά από μεγάλες προσπάθειες πήραμε τελικά τις απαιτούμενες άδειες και στήθηκε στο πουθενά αυτός ο χώρος που είναι ανοιχτός καθημερινά, χειμώνα – καλοκαίρι, όλη την ημέρα και χρόνο με τον χρόνο και έγινε γνωστός στην ευρύτερη περιοχή. Ερχονται πελάτες από Κοζάνη, από Πτολεμαΐδα, από Καστοριά. Εφέτος κλείνουμε δέκα χρόνια λειτουργίας» τονίζει η κυρία Αγγελική και συμπληρώνει: «Η τροφοδοσία του μαγαζιού γίνεται και από τα Γρεβενά και από τη Θεσσαλονίκη. Είναι δύσκολη η τροφοδοσία, όπως και να το κάνουμε. Αλλά είμαστε τρία άτομα και φροντίζουμε με καλή οργάνωση να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες. Ευτυχώς έχουμε πολύ καλούς παραγωγούς κρεατικών στην περιοχή, αβγά χωριάτικα από το διπλανό χωριό κ.λπ. Το καλό είναι ότι ακόμα και τον χειμώνα οι δρόμοι παραμένουν ανοιχτοί. Δηλαδή δεν έχουμε ποτέ αποκλειστεί από τα χιόνια».
Μαρασμός για γεωργία – κτηνοτροφία
Δεν αρκούν πια οι επιδοτήσεις
«Η εγκατάλειψη της υπαίθρου είναι κυρίαρχη τάση στην αλλαγή χρήσης της γης, τόσο στην ορεινή Ελλάδα όσο και στα νησιά» αναφέρει ο κ. Ρήγας Ζαφειρίου, συντονιστής του προγράμματος για τα βιώσιμα αγροδιατροφικά συστήματα του Μεσογειακού Ινστιτούτου για τη Φύση και τον Ανθρωπο MedINA.
«Παράλληλα με την εγκατάλειψη υπάρχουν και άλλα φαινόμενα, που είναι η αστικοποίηση, κι εδώ μιλάμε για τη μεγέθυνση κάποιων οικισμών κυρίως για τουριστικές χρήσεις, καθώς και η εντατικοποίηση της παραγωγής. Σε κάθε περίπτωση, η κυρίαρχη τάση είναι η εγκατάλειψη της γης και μαζί με τη γη εγκαταλείπεται και ένας ολόκληρος κόσμος, ένας τρόπος ζωής που αφήνεται οριστικά στο παρελθόν. Για να σας δώσω μια εικόνα με αριθμούς: ο αριθμός εκμεταλλεύσεων γης στα ελληνικά νησιά από το 1960-2000 μειώθηκε κατά 40%. Επίσης έχει χαθεί το 75% των αροτραίων εκτάσεων, δηλαδή εκεί που καλλιεργούνταν σιτηρά, όσπρια κ.λπ. Το μόνο που έχει παραμείνει και σε ορισμένες περιοχές έχει αυξηθεί κιόλας, είναι η ελαιοκαλλιέργεια» τονίζει ο κ. Ζαφειρίου και συμπληρώνει ότι η νομαδική κτηνοτροφία έχει σχεδόν εξαφανιστεί. «Για παράδειγμα στην περιοχή της Κόνιτσας υπάρχει μόνο ένας νέος μετακινούμενος κτηνοτρόφος, ενώ στην Πάρο οι κτηνοτρόφοι πλέον είναι λιγότεροι από δέκα».
Οπως όλοι συμφωνούν, η ελληνική γεωργία σήμερα βρίσκεται στον «αυτόματο πιλότο», χωρίς σχέδιο, χωρίς προγραμματισμό, χωρίς πολιτική τροφίμων και όλα εξαντλούνται στις αποζημιώσεις, στις επιδοτήσεις και στον επικοινωνιακό τομέα. Μεγάλο μέρος της καλλιεργήσιμης γης της χώρας μας, που είναι περίπου 45.000.000 στρέμματα, είναι ακαλλιέργητο, υποκαλλιεργείται ή οδηγείται σε άλλες χρήσεις (φωτοβολταϊκά, αστική χρήση, τουριστική κ.λπ.).
«Ολα τα μέτρα με τις επιδοτήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) της ΕΕ, προδιαγράφουν και κάποια μέτρα για να τονωθεί η αγροτική παραγωγή. Η μέχρι τώρα εμπειρία μας μάς έχει δείξει ότι κάποια πράγματα αποδίδουν και κάποια όχι, και αυτά που αποδίδουν, αποδίδουν λιγότερο απ’ ό,τι περιμέναμε. Δηλαδή οι δυνάμεις που ωθούν τους νέους στις πόλεις ή να αφήσουν το επάγγελμα του αγρότη ή του κτηνοτρόφου είναι πιο δυνατές από τις επιδοτήσεις» σημειώνει ο κ. Ζαφειρίου.
Αμεση σχέση γήρανσης και εγκατάλειψης
Το πρόβλημα της εγκατάλειψης της υπαίθρου σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι για πολλές περιοχές της χώρας το μέλλον διαγράφεται ζοφερό. «Αυτά τα δύο φαινόμενα λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία» επισημαίνει χαρακτηριστικά ο καθηγητής Βύρων Κοτζαμάνης, υπεύθυνος του ερευνητικού προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Ερευνα και Πρακτική στην Ελλάδα» στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας. «Οταν από μια περιοχή φεύγουν οι νέοι και δεν αντικαθίστανται, ο πληθυσμός γερνάει, δηλαδή έχουμε περισσότερους θανάτους και λιγότερες γεννήσεις και όλο αυτό λειτουργεί σαν ένας φαύλος κύκλος. Υπάρχουν νομοί όπου το φαινόμενο αυτό έχει πάρει ακραίες διαστάσεις, όπως οι νομοί Αρτας και Ευρυτανίας. Γενικά στο σύνολο της χώρας την περίοδο 2019-2020 είχαμε 1,6 θανάτους ανά γέννηση. Καταγράφονται περίπου 50 δήμοι όπου δεν έχουμε καμία γέννηση και τουλάχιστον 100 δήμοι όπου έχουμε τον τριπλάσιο αριθμό θανάτων από γεννήσεις» σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης.
Οταν από μια περιοχή φεύγουν οι νέοι και μένουν οι γέροντες, οι γέροντες κάποτε πεθαίνουν, οπότε οι νέοι δεν έχουν κίνητρα για να επιστρέψουν σε μια επίσης γερασμένη περιοχή, στην οποία δεν υπάρχουν πια ούτε σχολεία ούτε άλλες κοινωνικές δραστηριότητες. «Σε ορισμένες περιοχές η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη» αναφέρει ο κ Κοτζαμάνης. «Ειδικότερα, από την πρώτη ανάλυση των προσωρινών αποτελεσμάτων της απογραφής του 2021 προκύπτει ότι 61 Περιφερειακές Ενότητες της χώρας μας είχαν μείωση πληθυσμού και 13 αύξηση. Στους δήμους αύξηση καταγράφεται μόνον σε έναν στους τέσσερις (81 στους 325) και πολύ μικρές αυξομειώσεις (από -2,0 έως +2,0%) στο 1/5 (σε 61 στους 325). Οι περισσότεροι από εκείνους που αύξησαν τον πληθυσμό τους εντοπίζονται στην Περιφερειακή Ενότητα Δωδεκανήσων και περιμετρικά των δύο μητροπολιτικών κέντρων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης (δευτερευόντως δε στην Κρήτη και στις Κυκλάδες), ενώ η πλειοψηφία όσων είχαν ποσοστά μείωσης σαφώς υψηλότερα του μέσου εθνικού όρου (μεγαλύτερα του 5%) συγκεντρώνεται στην ηπειρωτική Ελλάδα, κυρίως δε στη Βόρεια Ελλάδα και στη Θεσσαλία».