Ο υδράργυρος αναμένεται πιθανότατα να σκαρφαλώσει και σήμερα στους 40 βαθμούς Κελσίου, ίσως και υψηλότερα. Θεωρητικά, o πρώτος μεγάλος φετινός καύσωνας τελειώνει σήμερα.
Ωστόσο, πρόλαβε ήδη να κάνει τους κατοίκους των αστικών κέντρων να ξανασκεφτούν πόσο βασανιστικό είναι να μένεις σε μια πόλη τον Ιούλιο. Εκείνο όμως που έκανε το κύμα ζέστης πιο ασφυκτικό ήταν η αίσθηση ότι δεν έχουμε προετοιμαστεί στρατηγικά για να φτιάξουμε ένα περισσότερο ανεκτό μέλλον (περισσότερο πράσινο, ενεργειακές μετατροπές ή πολιτικές αναβάθμισης της ζωής στις μεγάλες πόλεις).
Κι αυτό, παρότι έχουμε ήδη αρκετά στοιχεία για να προβλέψουμε ότι οι καύσωνες θα είναι όλο και περισσότεροι, οι φωτιές όλο και πιο καταστροφικές. Σε αυτό το φόντο, συντάκτες και συνεργάτες του «Βήματος» κατέγραψαν πώς έζησαν τον καύσωνα τις προηγούμενες ημέρες σε διαφορετικές περιοχές της Αττικής.
Σλάλομ στον βραστό ιδρώτα των πεζοδρομίων
Φοίβος Οικονομίδης
Δεν είσαι στην Αθήνα. Είσαι στο κλιματιστικό. Και νιώθεις την απόκοσμη μοναξιά του τεχνητού, της αποχής από τη ζωή. Εκεί είναι η Αθήνα, τη βλέπεις από το παράθυρο, αλλά δεν είσαι στην Αθήνα. Δεν είσαι στην αμμοθύελλα χώματος και μπετόν και δεν σταματάς μισό βήμα πριν πέσεις στην τρύπα που χάσκει αφύλακτη στο τέλος του πεζοδρομίου στην Παξών, κοιτώντας πάνω, γιατί όλο σε πιτσιλάει η απογοητευτική βροχή του φρέον, λες και όλα ρευστοποιούνται, λες κι αυτός ο καύσωνας πρόκειται για γεγονός πλέον συμπαντικό, λες κι επιστρέφουμε στην αρχέγονη σούπα που μας γέννησε. Δεν κρατάς την ανάσα σου πλησιάζοντας τους κάδους, κατεβαίνεις την Ιπποκράτους και γλιστράς πάνω στον βραστό ιδρώτα των πεζοδρομίων, ο ήλιος χτυπάει στις μονάδες κλιματισμού και σε τυφλώνει, οι λεωφόροι και οι πλατείες ξεφορτώνονται θερμικό φορτίο.
Η ζέστη σοκάρει τον εγκέφαλο και ο κλιματισμός τον θολώνει, τα τζιτζίκια παραπονιούνται μέχρι τις τέσσερις το πρωί, δεν είσαι πουθενά, έχεις χαζέψει, απαντάς με κοινοτοπίες: «τι κάνεις;» «σκάω», «τι να κάνω», «υπομονή», κολλημένος Ακαδημίας και Ομήρου ανάμεσα σε μαύρα βανάκια φορτωμένα κατεψυγμένους τουρίστες. Μονίμως εκτός εαυτού γιατί, όπου κι αν πας, δεν ξεφεύγεις απ’ την πόλη, που μέσα στον καύσωνα δεν είναι πόλη, είναι τιμωρία: μέχρι την Κυριακή δεν θα το κουνήσεις απ’ το δωμάτιό σου. Οπότε δεν είσαι στην Αθήνα. Ούτε εκείνη είναι.
Ο κ. Φοίβος Οικονομίδης είναι συγγραφέας και συνεργάτης του «Β»
Η αποδοχή της ήττας ως μέθοδος άμυνας
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Με τα χρόνια έχω καταλάβει ότι το ανικανοποίητο βρίσκεται στην ανθρώπινη φύση. Τον χειμώνα, μέχρι τα πρόσφατα τουλάχιστον χρόνια, διαμαρτυρόμασταν για το κρύο – και λέω τα πρόσφατα διότι κρύο στην ουσία δεν ζούμε πια στην Ελλάδα. Και τα καλοκαίρια, αντιστοίχως, διαμαρτυρόμαστε για τη ζέστη. Δεν βρίσκω τον λόγο γιατί είναι όντως παράλογο να θυμώνεις με το κλίμα. Και ναι, θα συμφωνήσω ότι η ζέστη είναι ανυπόφορη και ότι όσο τα χρόνια περνούν και οι κλιματικές αλλαγές οδεύουν προς το χειρότερο (ενώ θα έπρεπε να βελτιώνονται, εφόσον υποτίθεται – επαναλαμβάνω, υποτίθεται – έχουμε πλέον οικολογική συνείδηση), τόσο πιο ανυπόφορη γίνεται.
Ομως πάντα λέω μέσα μου, «καλοκαίρι είναι, ζέστη θα κάνει. Αν έκανε παγωνιά θα βρισκόμασταν στη ζώνη του λυκόφωτος. Μην το σκέφτεσαι». Είναι ένας τρόπος άμυνας, νομίζω, ακόμα και σε στιγμές πραγματικής απελπισίας, που βεβαίως και υπάρχουν – την έζησα προσωπικά όταν λύγισα κάποια στιγμή στον δρόμο (στην οδό Δημητρακοπούλου του Κουκακίου για την ακρίβεια) όπου όχι ακριβώς σωριάστηκα αλλά γονάτισα κρατώντας το κεφάλι μου. Κάθισα με την πλάτη μου σε έναν τοίχο για να ηρεμήσω. Κάποιος μου έφερε ένα μπουκάλι νερό. Θυμάμαι συνέχιζα να λέω μέσα μου «είναι καλοκαίρι, κάνει ζέστη, αποδέξου το».
Το χαμόγελο που κερδίζει τον πόλεμο με το κλιματιστικό
Ερη Βαρδάκη
Πεύκη, το θερμόμετρο δείχνει 39°C και ας μένουμε απέναντι ακριβώς από το πάρκο. Εγώ μέσα, κλεισμένη, με ένα βρέφος δύο μηνών κολλημένο επάνω μου. Η σύσταση της παιδιάτρου ήταν σαφής: κανένας περίπατος με τέτοια θερμοκρασία. Ούτε στο πάρκο ούτε καν μια βόλτα γύρω απ’ το τετράγωνο. Μόνο αυστηρά μέσα. ΜΑΖΙ.
Αφού δεν μπορώ να κάνω βήμα, άλλη επιλογή δεν υπάρχει από το να πατάω μηχανικά τα κουμπιά του κλιματιστικού. Υπάρχει όμως και η εσωτερική διαμάχη: «Μήπως το κρυώσω το παιδί; Ή μήπως βράζει;». Και κάπως έτσι ρυθμίζω αναποφάσιστα τη θερμοκρασία. «24°C; Ή μήπως καλύτερα 25… ή τελικά 26°C;» αναρωτιέμαι. «Μπα, 27°C» καταλήγω θριαμβευτικά. Κι εκεί που λέω «εντάξει, βρήκαμε μια ισορροπία», το μωρό αναστενάζει.
Και τότε ξεκινά η υπαρξιακή κρίση. «Σε τι κόσμο θα ζήσει άραγε αυτό το παιδί;». «Πώς θα του εξηγήσω ότι κάποτε είχαμε τέσσερις εποχές; Οτι ζούσαμε τα καλοκαίρια μας χωρίς την απαραίτητη συνοδεία κλιματιστικού; Που το θέρος ήταν γιορτή και όχι δοκιμασία για γερά νεύρα;».
Εκείνο, ωστόσο, με κοιτάζει με ένα αθώο βλέμμα τύπου «όλα καλά θα πάνε, μαμά», και είναι η στιγμή που αναλογίζομαι πως, όσο ακόμα χαμογελά, θα συνεχίσω να πατάω τα κουμπιά του κλιματιστικού – και να ελπίζω.

Κράμα καμένου λάστιχου, αντηλιακού και runner’s high
Κώστας Μπουρούσης
Στο Φάληρο, ακόμα και στις 6.30 το πρωί της προηγούμενης Πέμπτης, πριν ακόμα ο ήλιος φωτίσει όλους τους ευφημισμούς της αθηναϊκής ριβιέρας, ο καύσωνας δεν ήταν απλώς ένδειξη στο θερμόμετρο, αίσθηση στο σώμα ή αυθυποβολή του νου. Αλλά παρουσία. Τον έβλεπες στα απόνερα ιδρώτα που άφηναν πίσω τους οι δρομείς. Τον άκουγες στην ψιλή κουβέντα των υπερήλικων λουομένων που κολυμπούσαν σε μικρές, κυκλικά παραταγμένες ομάδες στα ρηχά του ασάλευτου φαληρικού όρμου. Μπορούσες να τον μυρίσεις. Ενα κράμα καμένου λάστιχου από τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν την παραλιακή λεωφόρο και αντηλιακού με γεύση εξωτικού φρούτου.
Υπάρχει κάτι αναντίρρητα αυτοτιμωρητικό (αλλά και μια ιδέα αναρχικό) στο να συνεχίζει να τρέχει κανείς, όταν η συνθήκη του καύσωνα κάνει ακόμα και τη διαδρομή από το σαλόνι στο μπάνιο ενός μέσου αθηναϊκού διαμερίσματος να μοιάζει με ηράκλειο άθλο. Ομως ποιος είπε ότι η ζέστη – ακόμα και στην πιο απάνθρωπη και απόκοσμη εκδοχή της – μπορεί να παραβγεί με το περίφημο runner’s high; Επειτα από 15 χιλιόμετρα τρεξίματος στο λιοπύρι, μπορώ με περηφάνια να δηλώσω επιζών του παρατεταμένου κύματος καύσωνα που ενέσκηψε στην πόλη.
Μα πάνω απ’ όλα σαν έτοιμος από καιρό για πολιτογράφηση μόνιμος κάτοικος Ντουμπάι του Βορρά. Αλλωστε ο πρώτος παράκτιος ουρανοξύστης είναι σχεδόν πραγματικότητα.
Ζώντας με την καυτή ανάσα του θηρίου
Μυρσίνη Γκανά
Το καλοκαίρι της Αθήνας είναι πάντα Ιούλιος και καύσωνας. Κάπου στους Αμπελόκηπους, που το όνομά τους μοιάζει πια με φαντασίωση, ανοίγοντας την πόρτα της πολυκατοικίας πέφτεις στην παλλόμενη καρδιά του θηρίου. Η ρηχή, καυτή του ανάσα πήζει παγιδευμένη ανάμεσα στο τσιμέντο και τον ουρανό, δεν χωράει να περάσει μέσα από τα στενά, γυρίζει συνεχώς πίσω και πλημμυρίζει τους δικούς σου πνεύμονες σαν ανεπιθύμητο φιλί. Ο ήλιος κάθετος, δεν μπορείς να του ξεφύγεις πουθενά, στο λιοπύρι είναι που φτάνεις πιο κοντά από ποτέ στις ζωώδεις αντιδράσεις σου κυνηγώντας κάθε χιλιοστό σκιάς.
Η πλατεία τσιμεντένιος κάμπος που ψήνεται, ο αέρας σιγοτρέμει μπροστά σου, ο κόσμος αρχίζει να λιώνει στις άκρες του και κολλάει στο δέρμα σου, γλιστράει μαζί με τον ιδρώτα, ποτίζει την άσφαλτο που μοιάζει έτοιμη να σκάσει ενώ διασχίζεις στα τυφλά αυτή τη φωτογραφία που έχει πάρει φως και όπως καίγεται κλείνει γύρω σου, κορώνει προτού γίνει στάχτη και τελευταία στιγμή περνάς τις αυτόματες πόρτες του σουπερμάρκετ σαν να τερματίζεις μαραθώνιο, στους ώμους σου τυλίγεται η δροσιά του κλιματιστικού, τα ψυγεία σε καλούν κοντά τους, έχεις για λίγο γλιτώσει.
Η κυρία Μυρσίνη Γκανά είναι ποιήτρια και συνεργάτιδα του «Β».
Τρόμος για τον Μποφόρ και όχι για τον Κέλσιο
Αλέξανδρος Καψύλης
Οι κάτοικοι της Ανατολικής Αττικής δεν ανησυχούν για τις υψηλές θερμοκρασίες. Οσοι μάλιστα έχουν ζήσει παλαιότερους καύσωνες, όπως εκείνον του 1987 με τους 1.300 νεκρούς, μειδιούν με τους τρομολάγνους δημοσιολογούντες που κάνουν την τρίχα τριχιά. Διότι σήμερα έχουμε τα μέσα για να αντιμετωπίσουμε ανάλογα φαινόμενα. Μπορεί να τα πληρώσαμε χρυσάφι, μπορεί να χρεοκοπήσαμε γι’ αυτά, αλλά τα κλιματιστικά μάς έμειναν για να μας σώζουν τη ζωή.
Οι κάτοικοι της Ανατολικής Αττικής δεν τρομάζουν με τις κλίμακες του Αντερς Κέλσιου και του Ντάνιελ Φαρενάιτ. Οσοι ζουν κοντά σε κάποια συστάδα δέντρων που έχει μείνει ακόμα άκαφτη, τρομάζουν με τον σερ Φράνσις Μποφόρ. Δεν εύχονται να φυσήξει για να δροσίσει, αλλά να κρατήσει σφαλιστό τον ασκό του ο Αίολος. Για να αποφύγουν, αν και καταδικασμένοι, και φέτος το ολοκαύτωμα. Διότι απέναντι στον «στρατηγό Ανεμο» δεν είναι μόνο η ηλιθιότητα κυβερνώντων και κυβερνωμένων που αποδεικνύεται ξανά και ξανά ανίκητη – στον Φενεό κάποιοι έκαναν ηλεκτροσυγκολλήσεις μέσα στο δάσος.
Είναι και κάποιες πολιτισμικές «αρετές» μας που αναδεικνύονται: η αδιαφορία για τον δημόσιο χώρο, η περιφρόνηση για το περιβάλλον. «Ασε να κάψει για να ‘χουμε κάτι να σβήσουμε». Την έχετε ακούσει τη φράση;
Καρμικοί αντικατοπτρισμοί μιας φλεγόμενης Αθήνας
Βελίκα Καραβάλτσιου
Μερικές φορές το σύμπαν συνωμοτεί. Οχι για να αποκτήσεις κάτι που θέλεις πολύ, αλλά για να πάνε όλα στραβά. Δεν είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνει. Στις τηλεοράσεις οι μετεωρολόγοι προειδοποιούν ότι έρχεται ένας από τους μεγαλύτερους καύσωνες της δεκαετίας. Και διαρκώς παίρνει παράταση. Αρχικά μέχρι την Πέμπτη, μετά μέχρι την Παρασκευή, μέχρι το Σάββατο, μέχρι την Κυριακή και δεν ξέρουμε τελικά μέχρι πότε… Είναι από τις φορές που εύχεσαι να έχουν πέσει έξω. Η άδειά μου έχει ξεκινήσει και το αυτοκίνητο είναι στο συνεργείο. «Η τέλεια ευκαιρία» σκέφτομαι. «Θα μείνω στο σπίτι με το air condition στο φουλ και θα βλέπω μανιωδώς σειρές».
Οταν όμως ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει. Ετσι ήρθε το τηλεφώνημα του θείου Νικήτα. «Εχω παραγγείλει έναν καθρέφτη, κούκλα μου, από το Μοναστηράκι. Οταν όμως θα ‘ρθούμε Αθήνα με τη θεία σου, το μαγαζί θα έχει κλείσει για καλοκαίρι. Μήπως μπορείς εσύ να πας να τον πάρεις;». Η απάντησή μου… «Μα φυσικά μπορώ!». Κι έτσι ξεκινάει ο Γολγοθάς μου με το τρόλεϊ στη φλεγόμενη Αθήνα! Ορθια! Με ιδρωμένους κουρασμένους συνεπιβάτες. Με βεντάλιες και ανεμιστηράκια. Κατεβαίνω την Ερμού! Τα κτίρια καίνε, τα πεζοδρόμια καίνε. Ακόμα και μέσα στο μαγαζί το κλιματιστικό έχει χαλάσει! Και ύστερα ο καθρέφτης… που μετά βίας χωράει στα δυο μου χέρια. Και μετά ο δρόμος της επιστροφής, σε μια Αθήνα καμίνι με ένα λεωφορείο χωρίς κλιματισμό και έναν τεράστιο καθρέφτη που τρέμω μήπως σπάσει και φέρει 7 χρόνια γρουσουζιάς. Τελικά μήπως να μάθουμε να λέμε όχι όταν μας ζητάνε χάρες;
Ντόπιοι και τουρίστες στο έλεος της ζέστης
Αντώνης Ντινιακός
Στην πλατεία Βαρνάβα, ανάμεσα σε «ξεροψημένους» τουρίστες με σαγιονάρες και ντόπιους που σέρνουν παραιτημένα τα πόδια τους μέχρι το περίπτερο, λες και κουβαλούν τον Ιούλιο στην πλάτη, ένας νεαρός βγαίνει ξέπνοα από το σουπερμάρκετ, κρατώντας ένα μεγάλο μπουκάλι νερό. Το ανοίγει, όρθιος στο πεζοδρόμιο και με μανία κατεβάζει λαίμαργα τις πρώτες γουλιές.
Επειτα, με τα μάτια κλειστά και τον ιδρώτα να ενώνεται με τα σταγονίδια του νερού, βάζει το μπουκάλι στον σβέρκο του προτού αρχίζει να το ρίχνει στο πρόσωπό του με απόγνωση, προσπαθώντας να ξεπλύνει το παράλογο της ζέστης. Η εικόνα είναι συνηθισμένη πια, άλλος ένας επισκέπτης που δεν περίμενε ότι η πιο καυτή μέρα του χρόνου του θα ήταν στο Παγκράτι.
Δεν μιλάμε για ένα συνηθισμένο κύμα ζέστης. Πλέον, η νέα επίσημη ορολογία είναι «παρατεταμένο φαινόμενο υψηλών θερμοκρασιών». Η Αθήνα δεν είναι έτοιμη. Δεν έχει πράσινο, δεν έχει σχέδιο, δεν έχει σκιά. Εχει παλιά κλιματιστικά που στάζουν, μπαλκόνια που «βράζουν» και ένα τσιμέντο που απορροφά τη θερμότητα σαν πνευμόνι καπνιστή. Οι άνθρωποί της προφέρουν τελετουργικά, σε κάθε διασταύρωση, μια λέξη που δεν σημαίνει τίποτα, «κουράγιο», ενώ οι τουρίστες τσαλαβουτάνε όπου βρουν για να ανακουφιστούν από κάτι που δεν κατανοούν. Αυτό που κάποτε ονομάζαμε «καύσωνα», τώρα λέγεται απλώς Ιούλιος.

Οι μαχητές των δρόμων και η παρηγοριά της θάλασσας
Μαρίνα Καραούσου
Παρασκευή μεσημέρι στον Αλιμο. Η διασταύρωση Καλαμακίου και Ποσειδώνος για Γλυφάδα μεταμορφώνεται σε ένα μικρό αστικό πεδίο μάχης. Το φανάρι κρατά λίγο, οι οδηγοί κορνάρουν και τα αμάξια που περιμένουν φτάνουν μέχρι τον Αγιο Δημήτριο, με τα ταμπλό τους να γράφουν πάνω από 40 βαθμούς. «Δεν θα στρίψουμε ποτέ». «Μην παραπονιέστε, μπάνιο θέλατε». «Πάμε και αύριο;». «Φαντάζεστε να μέναμε βόρεια;». Παρά τον καύσωνα και την κίνηση, η θάλασσα είναι κοντά, και αυτό είναι μια παρηγοριά για εμάς τους κατοίκους των νοτίων προαστίων. Μπορεί να πάρει χρόνο να τη φτάσεις, αλλά τη βλέπεις.
Μέχρι να βγούμε στη λεωφόρο, το σκηνικό έξω από το αμάξι θύμιζε άγονη ζώνη. Δεν κυκλοφορούσε κανείς, μόνο λίγοι τουρίστες σποραδικά με τα καπέλα τους και τα μαγιό τους. Τα μαγαζιά φαίνονταν κλειστά αφού οι εργαζόμενοι χρειάζονται τη δροσιά του κλιματιστικού για να επιβιώσουν. Αλλωστε ποιος θα κάτσει έξω;
Παρασκευή βράδυ και το σκηνικό στις γειτονιές του Αλίμου είναι διαφορετικό. Τα τραπέζια στους πεζόδρομους είναι γεμάτα, η δύση του ήλιου έδωσε την ίδια ελπίδα σε πολλούς. Ολοι όμως ήρθαμε αντιμέτωποι με την ίδια πραγματικότητα: υγρασία, άπνοια, ποτήρια που ζεσταίνονται πριν φτάσουν στα χείλη και ανεμιστήρες που λειτουργούν στο μάξιμουμ, αλλά μάταια. «Είναι λογικό να έχει 33 βαθμούς 11 το βράδυ;», «Να πάρω λίγο τη βεντάλια σου;», «Μήπως να κάτσουμε μέσα;», «Ε, όχι, καλοκαίρι είναι!», «Τελικά, θα πάμε αύριο για μπάνιο;».







