Τους περισσότερους μαστογράφους διαθέτει η Ελλάδα (σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα), όχι μόνον μεταξύ των χωρών της Γηραιάς Ηπείρου αλλά παγκοσμίως. Παρ’ όλα αυτά, τα συγκριτικά δεδομένα που αποτυπώνουν την προσφορά ιατρικού εξοπλισμού εντός και εκτός συνόρων μαρτυρούν μια οξύμωρη κατάσταση που διαιωνίζεται στη χώρα μας. Εν απουσία ενός επικαιροποιημένου Χάρτη Υγείας η διασπορά τους είναι άναρχη, οδηγώντας μεταξύ άλλων σε σπατάλη πόρων και σε γεωγραφικές ανισότητες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία (2022) του ΟΟΣΑ στη χώρα μας αναλογούν 73,1 μαστογράφοι ανά ένα εκατομμύριο πληθυσμού. Στην Ιταλία πάλι, λειτουργούν 34,1 μαστογράφοι ανά ένα εκατομμύριο πληθυσμού, στο Βέλγιο 36,4, και στην Ισπανία 17,3. Είναι αξιοσημείωτο δε, πως η μοναδική  χώρα που ανταγωνίζεται την Ελλάδα είναι η Κορέα (67,8).

Μια πιο πρόσφατη ανάλυση εν τούτοις, από το Institute of Supply Chain and Hospital Technology με στοιχεία που αφορούν και το 2023, καταλήγει πως η αναλογία μαστογράφων ανά ένα εκατομμύριο πληθυσμού έχει αυξηθεί στο μεσοδιάστημα (77,6). Σε απόλυτους δηλαδή, αριθμούς η χώρα διαθέτει συνολικά 815 μαστογράφους. Εξ αυτών οι 156 λειτουργούν στον δημόσιο τομέα (οι 103 είναι ψηφιακοί) και οι υπόλοιποι 659 στον ιδιωτικό τομέα.

Ο καρκίνος του μαστού

Μια σημαντική λεπτομέρεια πάντως, είναι πως από τα διεθνή δεδομένα δεν προκύπτει ότι ο καρκίνος του μαστού είναι συχνότερος στη χώρα μας. Η (υπερ)προσφορά μηχανημάτων τεκμηριώνεται και από το γεγονός πως στη συγκεκριμένη εξέταση δεν υποβάλλεται το σύνολο των πολιτών. Αντιθέτως αφορά συγκεκριμένο πληθυσμό (κυρίως γυναίκες 45-74 ετών, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες), δηλαδή περίπου 2,2 εκατ. κατοίκους, με αποτέλεσμα η ζήτηση να συρρικνώνεται ακόμη περισσότερο. Για την ακρίβεια, είναι διαθέσιμοι 370,45 ψηφιακοί μαστογράφοι ανά ένα εκατομμύριο γυναικών που ανήκουν στην ομάδα-στόχο.

Επιπρόσθετα, η δυσαναλογία ιατρικής τεχνολογίας και ζήτησης γίνεται ακόμη πιο οξύμωρη εάν αναλογιστεί κανείς πως μέσω του προγράμματος «Φώφη Γεννηματά» έχουν υποβληθεί σε δωρεάν προσυμπτωματικό έλεγχο (στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα) περισσότερες από 300.000 γυναίκες: Αριθμός που δείχνει πως πρέπει να κερδηθεί το χαμένο έδαφος στον πολύτιμο τομέα της πρόληψης.

Προσυμπτωματικός έλεγχος

Πρέπει εν τούτοις να συνυπολογιστεί πως το πρόγραμμα που «τρέχει» δεν αποτελεί μονόδρομο. Μαστογραφίες συνταγογραφούνται και εκτελούνται ανεξαρτήτως του εθνικού προγράμματος προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του μαστού. Ενδεικτικά αναφέρεται πως ο κλειστός προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ για το 2023 ανέρχεται σε 8,8 εκατ. ευρώ, όμως κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους καταγράφηκε υπέρβαση ύψους πλέον των 2,6 εκατ. ευρώ (που θα επιστραφούν μέσω του μηχανισμού claw-back), καθώς διεξήχθησαν στον ιδιωτικό τομέα 200.846 μαστογραφίες.

«Καταγράφεται τεράστιος αριθμός μαστογράφων, όμως δεν προκύπτει  αντίστοιχη κάλυψη του πληθυσμού-στόχου. Στην καλύτερη περίπτωση υποβάλλεται σε μαστογραφία περίπου το 1/3 των γυναικών, χωρίς να γνωρίζουμε πόσες από τις ετήσιες μαστογραφίες είναι στο πλαίσιο προσυμπτωματικού ελέγχου και πόσες διαγνωστικές» σημειώνει μιλώντας στο «Βήμα» ο συντονιστής διευθυντής του Ακτινολογικού Εργαστηρίου και διευθυντής Ιατρικής Υπηρεσίας στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», δρ Αθανάσιος Ν. Χαλαζωνίτης.

Ελλειψη προσωπικού

Ο ίδιος υπερασπίζεται με σθένος το πρόγραμμα «Φώφη Γεννηματά», υπογραμμίζοντας τα αδιαμφισβήτητα οφέλη του. «Η μείωση της θνησιμότητας από καρκίνο του μαστού στο πλαίσιο ενός συστηματικού προσυμπτωματικού ελέγχου κυμαίνεται από 40% έως 48%. Το γεγονός πως οι γυναίκες λαμβάνουν μήνυμα στο κινητό τους για να υποβληθούν σε δωρεάν μαστογραφία είναι ένα τεράστιο βήμα για τη χώρα μας. Οπως και το γεγονός πως η ΗΔΙΚΑ μας επιτρέπει να συνταγογραφούμε την ίδια εξέταση και σε γυναίκες που δεν έχουν λάβει sms. Παρά τα σημαντικά αυτά εργαλεία όμως, υπολειπόμαστε στην ορθή κατανομή των μηχανημάτων βάσει γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων και αναγκών, σε ακτινολόγους αλλά και σε ενημέρωση του κοινού». 

Εστιάζοντας για παράδειγμα στον νομό Καβάλας διαπιστώνει κανείς πως είναι διαθέσιμοι τέσσερις δημόσιοι ψηφιακοί μαστογράφοι: Στο Γενικό Νοσοκομείο Καβάλας και στα Κέντρα Υγείας Καβάλας, Ελευθερούπολης και Πρίνου. Παράλληλα στην ίδια περιοχή λειτουργούν επιπλέον 6 ιδιωτικοί μαστογράφοι, όταν οι γυναίκες στον ίδιο νομό (ανεξαρτήτως ηλικίας) ανέρχονται σε  66.529.

Στο Νοσοκομείο της Αρτας πάλι, ο ψηφιακός μαστογράφος που εγκαταστάθηκε το 2010 έμεινε για χρόνια ανενεργός, λόγω έλλειψης προσωπικού. Πλέον λειτουργεί μία φορά την εβδομάδα (εκτελεί περί τις 20-30 μαστογραφίες κατά την ημέρα λειτουργίας του) με τη συμβολή γιατρού που μετακινείται από το Κέντρο Υγείας Ιωαννίνων.

Οι αρρυθμίες του συστήματος

Αρρυθμίες καταγράφονται και στο Γενικό Νοσοκομείο – Κέντρο Υγείας Νάξου, που σημειωτέον εξυπηρετεί και τις γυναίκες των Μικρών Κυκλάδων. Εκεί εκτελούνται 25-30 μαστογραφίες τον μήνα από τον τεχνολόγο βάρδιας και τον μοναδικό ακτινολόγο, οι οποίοι επίσης διενεργούν παράλληλα υπερήχους, ακτινογραφίες και αξονικές τομογραφίες. Ετσι μάλλον εξηγείται και το γεγονός πως γυναίκα που υποβλήθηκε σε μαστογραφία τον περασμένο Απρίλιο βρίσκεται έως και σήμερα σε αναμονή για υπέρηχο μαστού, παρότι συστήνεται στην αρχική γνωμάτευση.

«Η Ελλάδα ήταν μία από τις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη στην εφαρμογή προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου. Υπό την έννοια αυτή,  το πρόγραμμα «Σπύρος Δοξιάδης» και συνεπακόλουθα το πρόγραμμα «Φώφη Γεννηματά» για τον καρκίνο του μαστού αποτελεί μια σημαντική τομή» τονίζει στο «Βήμα» o επίκουρος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας, Σχολή Δημόσιας Υγείας Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής Κώστας Αθανασάκης.

Η χρήση κινητών μονάδων

Ο ίδιος αποδίδει την πολιτική της προσφοράς – που κατά κανόνα διέπει το ΕΣΥ – στην ευαισθησία της πολιτείας στο πεδίο της καταπολέμησης του καρκίνου του μαστού. Και προσθέτει με νόημα πως ο ρόλος του δημόσιου συστήματος υγείας είναι να εξαλείφει τις ανισότητες. «Είναι όμως γεγονός πως δεν έχει δημιουργηθεί ένας χάρτης που να  εκτιμά την προσφορά του συστήματος βάσει των πραγματικών αναγκών. Συνεπώς, το υψηλό πλήθος μηχανημάτων δεν συνεπάγεται απαραίτητα υψηλή αποδοτικότητα. Ούτε είναι δεδομένο πως η επένδυση στην τεχνολογία συνεπάγεται και αντίστοιχη επένδυση σε απαραίτητο προσωπικό». 

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες στη χώρα μας, ο κ. Χαλαζωνίτης επιμένει πως η χρήση κινητών μονάδων μαστογραφίας για την κάλυψη π.χ. της νησιωτικής χώρας ισοδυναμεί με μεγαλύτερη απόδοση. Και δηλώνει: «Επιπρόσθετα, πρέπει να υπάρχει τακτική αξιολόγηση των μηχανημάτων και του προσωπικού που τα διαχειρίζεται. Εξίσου σημαντικό όμως είναι η δημιουργία οργανωμένων μονάδων μαστού, που θα αναλαμβάνουν μία ασθενή από τη διάγνωση και τη θεραπευτική παρέμβαση έως τη μετέπειτα παρακολούθησή της. Στο πλαίσιο αυτό, οι μονάδες αυτές θα μπορούσαν να διασυνδέονται με τις περιφερειακές απεικονιστικές μονάδες για τη διενέργεια γνωματεύσεων εξ αποστάσεως στο πλαίσιο του προσυμπτωματκού ελέγχου, μέθοδος που μεταξύ άλλων θα οδηγούσε και σε εξοικονόμηση ανθρώπινων πόρων».