Ενα καθαρό σκωτσέζικο αεράκι διέσχιζε τα περιποιημένα γήπεδα γκολφ του θερέτρου Turnberry του Ντόναλντ Τραμπ, καθώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, κάθονταν για μια καθοριστική συνάντηση διάρκειας 40 λεπτών. Δεν έλειπε μια σχετική ποιητική ειρωνεία στο ότι τα ανώτατα στελέχη της ΕΕ αναγκάστηκαν να επιβιβαστούν σε πτήσεις προς το Ηνωμένο Βασίλειο για μια συμφωνία με τις ΗΠΑ.

Λονδίνο, Ανταπόκριση

Με φόντο τους πράσινους λόφους και τον μακρινό βρυχηθμό του Ατλαντικού, οι δύο ηγέτες ανακοίνωσαν μια συμφωνία που έθεσε τέλος σε τέσσερις μήνες δύσκολων διαπραγματεύσεων, επιβάλλοντας δασμούς 15% στις περισσότερες ευρωπαϊκές εισαγωγές και αποτρέποντας έτσι έναν ενδεχομένως καταστροφικό διατλαντικό εμπορικό πόλεμο. Για τη Φον ντερ Λάιεν ήταν επιτέλους μια νίκη που μπορούσε να αποκαλέσει δική της. Ο Τραμπ την περιέγραψε ως «μια ισχυρή συμφωνία» και μια «σημαντική» συνεργασία.

Αλλά το κατά πόσον πρόκειται πράγματι για επιτυχία παραμένει ανοιχτό ερώτημα. Ο Ντέρμοτ Χόντσον, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Λάφμπορο στο Λονδίνο και συγγραφέας του «Circle of Stars: A History of the EU and the People Who Made It», λέει στο «Βήμα» ότι δεν βλέπει «πολλούς νικητές από αυτή την προσωρινή εμπορική συμφωνία. Η ΕΕ απέφυγε το χειρότερο σενάριο των δασμών 30% αλλά κατέληξε με έναν πολύ κοστοβόρο βασικό δασμό της τάξεως του 15%. Ο γάλλος πρωθυπουργός έχει δίκιο να ανησυχεί, αλλά η ΕΕ έχει δείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα απέναντι σε πολύ σοβαρότερες κρίσεις. Υπάρχει έντονος προβληματισμός στις Βρυξέλλες για το αν θα μπορούσαν να είχαν διεξαχθεί διαφορετικά οι διαπραγματεύσεις».

Σε δύσκολη θέση οι Βρυξέλλες

Ο Ομάρ Κάιχουσραου, ερευνητικός συνεργάτης στο King’s College του Λονδίνου, λέει μιλώντας στο «Βήμα» ότι «η εμπορική συμφωνία μοιάζει με προσωρινή ανακούφιση στην επιφάνεια. Ομως, αν κοιτάξει κανείς πιο βαθιά, φαίνεται ότι η ΕΕ παραχώρησε πάρα πολλά για να αποφύγει τη σύγκρουση. Σε αντάλλαγμα για λιγότερους δασμούς, η Φον ντερ Λάιεν συμφώνησε σε μαζικές αγορές αμερικανικής ενέργειας και σημαντικές επενδύσεις, το οποίο μοιάζει περισσότερο με ικανοποίηση των αμερικανικών απαιτήσεων παρά με ισότιμη συμφωνία. Οι ΗΠΑ διατηρούν το δικαίωμα να αυξήσουν ξανά τους δασμούς αν η Ευρώπη δεν τηρήσει τις δεσμεύσεις της, γεγονός που τοποθετεί τις Βρυξέλλες σε δύσκολη θέση. Οπως και να έχει, οι ΗΠΑ παίζουν σκληρό παιχνίδι και η Ευρώπη πρέπει να πασχίσει για να διατηρήσει τη σχέση. Η συμφωνία επιλύει την παρούσα κρίση, αλλά αφήνει την ΕΕ να φαίνεται περισσότερο εξαρτημένη και λιγότερο ως ισότιμος εταίρος».

Προσθέτει ότι «η προειδοποίηση του γερμανού καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς ότι η εμπορική συμφωνία ΗΠΑ – ΕΕ μπορεί να προκαλέσει ζημιά στην ευρωπαϊκή οικονομία δεν στερείται ουσίας. Αν και η συμφωνία προσφέρει κάποια προσωρινή ανακούφιση στους εξαγωγείς, έρχεται με σημαντικό διαρθρωτικό κόστος για την ΕΕ που συμφώνησε σε μαζικές αγορές αμερικανικής ενέργειας και επενδυτικές ροές, ουσιαστικά ανακατευθύνοντας κεφάλαια προς αμερικανικές βιομηχανίες χωρίς να εξασφαλίσει αντίστοιχα ανταλλάγματα. Η έλλειψη λεπτομερειών και διαφάνειας στη συμφωνία μπορεί να εντείνει ακόμη περισσότερο την αβεβαιότητα που ήθελε να εξαλείψει η Φον ντερ Λάιεν. Η ΕΕ ίσως αγόρασε σταθερότητα, αλλά με ποιο τίμημα;».

O βρετανός δημοσιογράφος και σχολιαστής Χιούγκο Ντίξον εκφράζει, μιλώντας στο «Βήμα», αμφιβολία για το αν θα φέρει σταθερότητα η συμφωνία. «Δύο συγκεκριμένα σημεία είναι ιδιαίτερα αβέβαια. Το ένα είναι η επένδυση 600 δισ. δολαρίων από ευρωπαϊκές εταιρείες στις ΗΠΑ. Τι θα συμβεί αν στην πράξη δεν πραγματοποιηθεί; Θα θεωρήσει ο Τραμπ ότι η Ευρώπη δεν τήρησε τη συμφωνία; Το δεύτερο είναι η αγορά ορυκτών καυσίμων 750 δισ. δολαρίων από τις ΗΠΑ σε τρία χρόνια. Δεν είναι εφικτό. Η ΕΕ δεν θα μπορούσε να αγοράσει τόσο πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα από την Αμερική σε αυτό το διάστημα. Και ακόμη κι αν ήταν πρόθυμη να το κάνει, η Αμερική δεν θα μπορούσε να το προμηθεύσει. Και τότε τι θα κάνει ο Τραμπ; Και βεβαίως, πρόκειται μόνο για μια συμφωνία-πλαίσιο. Δεν είναι αυτό που θα αποκαλούσε κανείς πραγματική εμπορική συμφωνία».

Μια τρίτη εναλλακτική που δεν εξετάστηκε

«Καμία από τις συμφωνίες του Τραμπ δεν είναι πραγματικές εμπορικές συμφωνίες. Είναι πολύ επιπόλαιες. Αυτό σημαίνει ότι πολλά σημεία είναι ανοιχτά σε μελλοντική ερμηνεία. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι υπάρχει λίγη περισσότερη σταθερότητα από πριν και ότι η ΕΕ δεν βρίσκεται σε ιδιαίτερα κακή ανταγωνιστική θέση, εάν τη συγκρίνουμε με άλλους εξαγωγείς προς τις ΗΠΑ. Αλλά φαίνεται σαν η Ευρώπη να πληρώνει φόρο υποτελείας στον Τραμπ» προσθέτει ο Ντίξον.

«Κατανοώ πλήρως τη θέση της Γαλλίας, η οποία είναι ότι πρόκειται για μια μορφή υποταγής στον αμερικανικό εκφοβισμό. Κατά τη γνώμη μου υπάρχουν δύο απόψεις σχετικά με τη συμφωνία: εκείνοι που λένε ότι είναι φρικτή και ότι η ΕΕ έπρεπε να είχε αντισταθεί στον Τραμπ, κι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι δεν είμαστε αρκετά ισχυροί για να αντισταθούμε στην Αμερική που θα μπορούσε, για παράδειγμα, να απειλήσει να αποσύρει την εγγύηση ασφαλείας προς την Ευρώπη σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή. Η δική μου άποψη είναι ότι υπήρχε μια τρίτη εναλλακτική που η ΕΕ δεν εξερεύνησε επαρκώς. Και αυτή ήταν απλώς να πει “όχι, δεν θα κάνουμε συμφωνία, αλλά δεν θα απαντήσουμε και με αντίποινα”».

Ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Εξωτερικών Υποθέσεων στο King’s College του Λονδίνου, Αναντ Μένον, λέει στο «Βήμα» ότι «δεν είναι πραγματικά μια συμφωνία, επειδή τόσα πολλά παραμένουν στον αέρα. Η ουσία είναι ότι έχουμε μια αύξηση των δασμών, κάτι που θα είναι κακό για τους αμερικανούς καταναλωτές, κακό για τους ευρωπαίους εξαγωγείς, χωρίς να υπάρχει κάτι ουσιαστικό πέρα από αυτό». Αναφορικά με τις αντιδράσεις από τη Γαλλία και τη Γερμανία, λέει ότι «είναι πολύ συνηθισμένο τα κράτη-μέλη να προσπαθούν να έχουν και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο – με την έννοια ότι είναι απολύτως πιθανό κάποια κράτη-μέλη, ενώ αποδέχονται την ανάγκη να διαπραγματευτεί η ΕΕ αυτή τη συμφωνία, ταυτόχρονα να επιδιώκουν να αποκομίσουν πολιτικό όφελος από το να την επικρίνουν δημοσίως».