Όλες οι λέξεις και όλες οι έννοιες έχουν το σχήμα που τους προσδίδουμε. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη ματιά και τη σύνδεσή που έχει με κάποια έννοια καθένας από εμάς, αλλά υπαγορεύεται και από την εποχή.

Οι ίδιες ακριβώς λέξεις αποκτούν εντελώς διαφορετική αντιστοιχία μέσα στα χρόνια και στις συγκυρίες. Καμία δεν μένει ακίνητη, μεταβάλλεται, είναι σαν ένα μπαλόνι με νερό, παίρνει διάφορα σχήματα ενώ το μπαλόνι παραμένει μπαλόνι.

Όταν ο Καββαδίας, ο Νεγρεπόντης με τον Λοΐζο ή ο Ζαμπέτας έγραφαν τραγούδια με τη λέξη αράπης και νέγρος ήταν σαφώς μια άλλη εποχή και τα πρόσημα διαφορετικά. Και της το αναγνωρίζουμε πως ήταν άλλη, αλλιώς κάθε φορά που θα ακούγαμε αυτά τα τραγούδια σε μία μουσική σκηνή θα σηκωνόμασταν και θα φεύγαμε. Δεν φεύγουμε όμως, αντιθέτως τα τραγουδάμε. Αν όμως ήταν ένα καινούργιο τραγούδι και χρησιμοποιούσε αυτές τις λέξεις η αντίδρασή μας θα ήταν άμεση.

Δεν απομονώνεις τίποτα από την εποχή του και δεν υπάρχουν οριστικές και τελεσίδικες σημασίες. Το «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» του Πρωταγόρα ισχύει και για τη γλώσσα. Η χρήση της είναι εκείνη που μετράει, η εκάστοτε σχέση της μαζί μας και όχι κάποια θεϊκή νοηματοδότησή της. Η γλώσσα δεν φύεται στη φύση.

Η χρήση που έκανε η Χούντα του δημοτικού μας τραγουδιού οδήγησε δικαίως τη νεολαία της εποχής να σταθεί απέναντι. Στη χρήση στάθηκε απέναντι, όχι στο ίδιο το δημοτικό μας τραγούδι.

Πάμε τώρα στη λέξη «Βασιλιάς». Υπέροχη όταν τη χρησιμοποιούμε για τον Πελέ ή τον Μαραντόνα. Βασίλισσα και πριγκίπισσα επίσης είναι λατρεμένες λέξεις. Έχουν τόσο ισχυρό μύθο που θα ήταν αδιανόητο να επιχειρήσουμε να τον μηδενίσουμε. Κάτι σαν το «άγιος άνθρωπος» που το χρησιμοποιούμε συχνά κι εμείς οι άθεοι. Πού μπλοκάρει το πράγμα όμως; Μπλοκάρει όταν εν έτει 2023 αναφερόμαστε στη λέξη αγνοώντας το ιστορικό της φορτίο και επιχειρούμε να της δώσουμε ισάξια θέση ανάμεσα στους θεσμούς της Δημοκρατίας και στους σύγχρονους προβληματισμούς για την πολιτειακή μας οργάνωση. Υπάρχει το αληθινό αίμα και το ψεύτικο. Εκείνο που χύθηκε στα αλήθεια κι εκείνο που είναι απλά κόκκινος μαρκαδόρος σε παιδικές ζωγραφιές. Και τα δύο αίματα λέγονται. Αλλά θεωρώ περιττό να κάνω εδώ τη διάκριση.

Να αποσαφηνίσω πως είμαι αντίθετος στην κατάργηση των βασιλικών ονομάτων από τις κεντρικές οδούς μας. Ούτε συμφωνώ να ρίξουμε το άγαλμα του Κωνσταντίνου από το Πεδίο του Άρεως. Δεν ντιλάρεις έτσι με την Ιστορία σου, αν θέλεις να απαντήσεις απαντάς μόνο με το παρόν σου, με τη δράση σου σήμερα, στον δικό σου ιστορικό χρόνο. Δηλαδή, θα μου αντιτείνει κάποιος, δεν θα είχες πρόβλημα αν υπήρχε στο Βερολίνο «Οδός Αδόλφου Χίτλερ».

Κανένα παράδειγμα δεν αντέχει στις ακραίες περιπτώσεις του. Κανένα απολύτως. Αυτά είναι ευκολάκια που βαφτίζονται επιχειρηματολογία. Και τέτοιες ταυτίσεις είναι άκρως επικίνδυνες.  Θα πρέπει επίσης να διαχωρίσουμε κάπως τους ιδεολόγους υπέρ της Βασιλείας, ή εκείνους που πονηρά σιτίζονται από τέτοια οράματα ελπίζοντας να εξαργυρώσουν πολιτικά γραμμάτια και να έχουν προσωπικά οφέλη, από τις γιαγιάδες με το σεμεδάκι κάτω από την εικόνα του βασιλιά στο χωριό. Εκείνες βρίσκονται μέσα στην αόριστη ανάμνηση μιας πολύ ωραίας σαπουνόπερας που έζησαν όταν ήταν κοριτσάκια – που την επέλεξαν άλλοι για τις ίδιες – πολύ πριν ανακαλύψουν τις σαπουνόπερες οι τηλεοράσεις και κάνουν τρελές θεαματικότητες. Δεν κάνουν τυχαία τρελά νούμερα τα σίριαλ με τις ζωές βαθύπλουτων και βασιλιάδων. Ανάμεσα στο να ξεφεύγεις με το παραμύθι των ξένων και να οικτίρεις τον εαυτό σου, σαφώς προτιμάς το πρώτο, στοιχειώδης διάθλαση της έννοιας της αυτοσυντήρησης. Αυτές κήδεψαν έναν τηλεοπτικό ήρωα.

Η χλιδή είναι υπέροχη ντόπα. Ο καπιταλισμός ακόμη πιο υπέροχη, μην κοροϊδευόμαστε. Ομως και τώρα που έχει αποδειχθεί πως δεν υπάρχει αμερικάνικο όνειρο και πως δεν έχεις σχεδόν καμία ελπίδα να πιάσεις την καλή και να ζήσεις τέτοια ζωή, κάτι μαγικό δεν τους αφήνει να πάρουν τα μάτια από πάνω τους. Κολλημένοι στη ζάχαρη και στη χρυσόσκονη. Κάπως πρέπει να περνάνε τα βράδια και η ζωή γενικότερα.